ΤΟΠΙΚΑ

Ηταν κάποτε οι γιορτές στον Βόλο…

ηταν-κάποτε-οι-γιορτές-στον-βόλο-678075

Περιήγηση στο εορταστικό κλίμα του παρελθόντος με οδηγό επίκαιρες αφηγήσεις και παλιά δημοσιεύματα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ

Νοσταλγικές αναμνήσεις συνοδεύουν τη νοερή περιήγηση στο μακρινό παρελθόν, τότε που όλα ήταν διαφορετικά και είχαν ένα άλλο χρώμα οι γιορτές των Χριστουγέννων. Ακόμη και τις εποχές που δεν υπήρχε αφθονία αγαθών, τις περιόδους του πολέμου, αλλά και μεταγενέστερα, το γιορτινό κλίμα ήταν τελείως διαφορετικό, το ίδιο και η ψυχολογία του κόσμου, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν. Κατά συνέπεια έχει ιδιαίτερη σημασία η αναδρομή σε εποχές που πέρασαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν, με οδηγό επίκαιρες αφηγήσεις και παλιά δημοσιεύματα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Η περίοδος του πολέμου και οι συνεπακόλουθες δυσκολίες δεν έκαμψαν το ηθικό όσων τις βίωσαν, με τα εορταστικά πρωτοσέλιδα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ εκείνης της περιόδου να αναφέρονται στις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων. Το γιορτινό κλίμα της περιόδου του ’40 ήταν τελείως διαφορετικό, με τα πρωτοσέλιδα να προτρέπουν τους Βολιώτες να στηρίξουν τον αγώνα των στρατιωτών στο πεδίο των μαχών.

Στο πρωτοσέλιδο του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου του 1940, ο τότε δήμαρχος Παγασών Νικόλαος Σαράτσης απευθύνεται «προς τα πατριωτικά αισθήματα των κυριών και δεσποινίδων του Βόλου» και τις παρακαλεί «όπως με έναν ενιαίον εθνικόν παλμόν εργασθούν όσον το δυνατόν εντατικά για την κάλτσαν του μαχομένου Στρατού μας. Εργασθήτε μέρα και νύκτα, πλέκουσαι μεγάλον αριθμόν καλτσών, για να συντελέσετε όλες σας εις την όσον το δυνατόν μικροτέραν κακουχίαν των ηρώων μας».

Ο τότε νομάρχης Αργυρόπουλος προτρέπει τον δήμαρχο Παγασών και του προέδρους των Κοινοτήτων «μεριμνήσατε παντί τρόπω εξεύρεσιν μαλλονημάτων επί τόπου συνεννοούμενοι μετά αστυνομικών αρχών διά χρησιμοποίησιν εκείνων βιομηχανιών υπαίθρου. Εντελλόμεθα διά παντός μέσου και δι’ επ’ εκκλησίαις αναγνώσεως εξαγγείλητε υψηλόν σκοπόν ον επιτελούσι προσφέροντες τοιαύτα είδη».

Παράλληλα ο Δήμος Παγασών «διέθεσε διά τους απόρους επ’ ευκαιρία των Χριστουγέννων δραχμάς 50.000, εκ των οποίων αι δρχ. 35.000 διενεμήθησαν τη φροντίδι του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και αι 15.000 υπό του Δήμου», όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εποχής.

«Πολεμικά» Χριστούγεννα

Ζωντανές εικόνες μιας δύσκολης περιόδου είναι οι μνήμες που ανακαλεί ο Βολιώτης συγγραφέας, θεολόγος και συνταξιούχος οδοντίατρος Δημήτρης Τσιλιβίδης, ανατρέχοντας στα Χριστούγεννα του 1940.

«Οι προετοιμασίες για τις γιορτές των Χριστουγέννων του 40 ξεκίνησαν μέσα σε θύελλα ενθουσιασμού για τις απανωτές νίκες του στρατού μας στο μέτωπο. Ηταν ανεπανάληπτα εκείνα τα Χριστούγεννα», ξεκινά η αφήγηση. Παραμονή Χριστουγέννων του 1940. «Τα κάλαντα ακούστηκαν να ψάλλονται από αραιές και μικρές ομάδες παιδιών που τριγύριζαν περισσότερο στα μαγαζιά και λιγότερο στα σπίτια από τα οποία έλειπαν φευγάτοι στα κοντινά χωριά αρκετοί κάτοικοι. Οι γνωστοί τύποι, που εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά περιφερόμενοι με νταούλια, πίπιζες, γραμμόφωνα και άλλα παρόμοια, ήταν πολύ λίγοι στην αγορά και τους δρόμους. Η Δημοτική Φιλαρμονική, που άλλες χρονιές γέμιζε την αγορά της πόλης με μουσικά κάλαντα, εκείνη την παραμονή δεν φάνηκε, αφού οι περισσότεροι μουσικοί της ήταν το μέτωπο. Ετσι, έχασα και εγώ μία συνήθεια που είχα, να χαίρομαι ακολουθώντας τους στους κεντρικούς δρόμους», θυμάται ο κ. Τσιλιβίδης.

Η γιορτινή εικόνα του Βόλου ήταν τελείως διαφορετική, καθώς «οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του Βόλου είχαν προκαλέσει όχι μόνο καταστροφές, αλλά και τη μεταβολή του ψυχισμού των κατοίκων με την ανασφάλεια να κορυφώνεται και να οδηγεί σε μεγάλη έξοδο προς τα χωριά. Εμείς οι νεαροί, όσοι μείναμε στην πόλη αργόσχολοι, μιας και δεν λειτουργούσαν τα σχολεία, νιώθαμε εντονότερα το νευρικό και ασταμάτητο πήγαινε – έλα των υπεύθυνων μεγαλύτερων, που εκείνες τις μέρες έτρεχαν με άγχος να τελειώσουν γρήγορα – γρήγορα τις δουλειές τους, να κάνουν τα απαραίτητα χριστουγεννιάτικα ψώνια, να πάνε το δέμα στο ταχυδρομείο για τον γιο και αδελφό στρατιώτη, να δουν το σπίτι τους και να βρουν εκεί το γράμμα του από το μέτωπο και τελικά να προλάβουν, όσο ήταν μέρα, να γυρίσουν στο χωριό όπου είχαν καταφύγει οι οικογένειές τους», συνεχίζει ο κ. Τσιλιβίδης.

Ταινίες χαρτιού αντί γιρλάντες στα καταστήματα της πόλης. «Εκείνα τα Χριστούγεννα πέρασαν χωρίς βομβαρδισμούς. Ετσι, ο κόσμος ξεθάρρεψε κι άρχισε να κατεβαίνει στην πόλη, η οποία παρουσίασε κάποια χριστουγεννιάτικη κίνηση στην αγορά της. Τα καταστήματα, αντί για χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια, είχαν τις βιτρίνες τους καλυμμένες με ταινίες χαρτιού σε σχήμα Χ για την προστασία των τζαμιών τους από τα εκρηκτικά αέρια των βομβών των αεροπλάνων. Δεν υπήρχε κανένας στολισμός της πόλης από τον Δήμο, δεν υπήρχε κανένας φωτισμός το βράδυ. Οι διαταγές για πλήρη συσκότιση ήταν αυστηρές, δεν υπήρχε, συνεπώς, αγορά μόλις έπεφτε η μέρα και μάλιστα νωρίς τον χειμώνα η πόλη περνούσε στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Βόλος τη νύχτα σε φόβιζε», καταλήγει η αναδρομή στα «πολεμικά Χριστούγεννα».

Διαφορετικό κλίμα τις επόμενες δεκαετίες

Τα χρόνια που ακολούθησαν η πόλη άρχισε να ανακτά και πάλι τον βηματισμό της, αναπνέοντας αέρα ελευθερίας, με δεκάδες οικογένειες να βιώνουν ένα τελείως διαφορετικό κλίμα, ακόμη και τις γιορτινές μέρες.

Εικόνες άλλων εποχών μεταφέρει μέσα από την δική του αφήγηση ο Βολιώτης συγγραφέας και εικαστικός Αρης Βολιώτης, ο οποίος θυμάται:

«Το χριστουγεννιάτικο δένδρο ήταν ένα μεγάλο κλαδί από κέδρο που κρεμούσαμε καρύδια τυλιγμένα με χρυσόχαρτο από τα τσιγάρα Ασσος Παπαστράτος. Κουκουνάρια ασπρισμένα και κορδελίτσες κόκκινες. Ανάμεσά τους μερικά μικροπαιχνίδια αγορασμένα από το πατάρι του Αβδελά κι αργότερα από το παιδικό του Κυρανάκη. Και φυσικά κεράκια με στηρίγματα που άναβαν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς» συνεχίζεται η αφήγηση. Ζωντανή είναι ακόμη η εικόνα από την εορταστική βιτρίνα του Αβδελά, που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του κ. Βολιώτη, ο οποίος επισημαίνει ότι «ο Αβδελάς είχε τότε μια πρωτοπορία. Στον καιρό που κανένας σ’ αυτή την πόλη δεν γνώριζε τι είναι το χριστουγεννιάτικο δένδρο, η βιτρίνα του στην Ερμού απέναντι από του Κουτσίνα τούτες τις ημέρες είχε ένα μεγάλο ψεύτικο δένδρο. Φτιαγμένο από βαμμένα πράσινα φτερά κότας και γεμάτο με ένα σωρό πολύχρωμα στολίδια. Με τεχνική βροχή από ίνες γυαλιού και βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι».

Τα δέντρα και οι ελατάδες

Ενδεικτικό της εποχής και του κλίματος της δεκαετίας του ’50 είναι ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο χριστουγεννιάτικο φύλλο του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ του 1958, με θέμα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τους ελατάδες.

«Στην Αθήνα για την ανάγκη των εορτών έφεραν ελατάκια από το εξωτερικό και τα πωλούν αναλόγως μεγέθους μέχρι τριακοσίων δραχμών το ένα.

Για τα περιορισμένα, όμως, βαλάντια φτιάχνουν χριστουγεννιάτικα δέντρα από κλώνους από εγχώρια ελάτια. Οπου διεξάγεται υλοτομία, γίνεται κοπή από μεγάλα ελάτια και κρατώντας τους κορμούς για κατασκευή σανίδων ή για άλλες ανάγκες, απορρίπτουν τα κλωνάρια, τα οποία εάν μεταφερθούν γίνονται από τεχνίτες ωραιότατα χριστουγεννιάτικα δέντρα.

Τα Δασαρχεία έχουν εντολή να διευκολύνουν την παραχώρηση κλώνων από ελάτη, αλλά πρέπει να βρεθούν οι ενδιαφερόμενοι για την παραλαβή και τη μεταφορά» αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα.

«Η Ερμού γέμιζε κόσμο»

Η Ερμού τις ημέρες εκείνες γέμιζε κόσμο και μάλιστα νέο, που ξεχυνόταν για βόλτα με αποκορύφωμα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που ο χαρτοπόλεμος ανταγωνιζόταν τα σφυρίγματα από τις «καραμούζες. «Βρισκόμαστε τότε στη μετακατοχική εποχή, που όλα είχαν την αξία τους, ακόμη κι αυτά που σήμερα περιφρονούμε. Ολα ήταν μετά τη μεγάλη στέρηση. Είχαμε βγει ξυπόλητοι και ρημαγμένοι, αλλά περήφανοι ως Ελληνες και σήμερα οι παλιοί εχθροί, μας πατούν στον σβέρκο» σημειώνει ο κ. Βολιώτης. Η διαφορά τού χθες με το σήμερα σημαντική, χωρίς λάμψη και φώτα γιατί «Χριστούγεννα», τονίζει ο ίδιος, «ήταν η εγκράτεια των παραμονών. Ηταν το καλαμένιο καλάθι γεμάτο τρόφιμα, για το χαμηλό σπίτι με το «άφησέ τα και πρόσεξε μη σε δει κανένας». Χριστούγεννα ήταν εκείνος ο γλυκύτατος ύμνος, το παγωμένο πρωινό, που έβγαινε από μέσα σου, καθώς σε οδηγούσε σε μια νέα εσωτερική γέννηση. Ηταν η οικογένεια γύρω στο ελληνικό γιορτινό τραπέζι, που τη σκέπαζε και τη ζέσταινε σαν απαλό πανωφόρι, η ευχή των γονιών κι η αγάπη όλων» θυμάται με νοσταλγία ο Βολιώτης συγγραφέας.

Η κίνηση στην αγορά

Η ζωηρή κίνηση στην εμπορική αγορά του Βόλου περιγράφεται εύστοχα σε σχετικό ρεπορτάζ του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ του 1958, που επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «καθ’ όλην την χθεσινήν ημέραν και περισσότερον κατά τας απογευματινάς και τας εσπερινάς ώρας παρετηρήθη ζωηρά κίνησις εις την αγοράν της πόλεως. Ειργάσθησαν περισσότερον τα κρεοπωλεία, τα καταστήματα νεωτερισμών, παιχνιδιών, τροφίμων, τα υποδηματοποιεία, ζαχαροπλαστεία, αρτοποιεία, ανθοπωλεία και τα βιβλιοπωλεία».

Η ζωηρή κίνηση συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια, όπως και οι διακυμάνσεις της αγοράς που ήταν πάντα ευθέως ανάλογες με την εκάστοτε εποχή και τις οικονομικές δυνατότητες των Βολιωτών.

Ενδεικτικό των προαναφερθέντων είναι δημοσίευμα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ που ανάγεται τον Δεκέμβριο του 1991 όπου επισημαίνεται ότι: «Η παγωμένη αγορά του Βόλου περιμένει τις τελευταίες εορταστικές εξόδους των καταναλωτών για να αναθερμάνει. Η καμφθείσα όμως αγοραστική δύναμη των τελευταίων, παρά τη λήψη του δώρου των Χριστουγέννων, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αγοραστικά ανοίγματα. Ακόμη και τώρα, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τα Χριστούγεννα, το κοινό περιορίζεται σε «αναγνωριστικές» βόλτες στην τοπική αγορά, υπολογίζοντας και ξαναυπολογίζοντας τα «μετρημένα κουκιά» στο πορτοφόλι του και ιεραρχώντας τις ελλείψεις του, προσπαθεί να καλύψει μόνο τις αναγκαίες».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου