ΤΟΠΙΚΑ

Τρεις γενιές τροχιστές ~ Ένα επάγγελμα που τείνει να εκλείψει

τρεις-γενιές-τροχιστές-ένα-επάγγελμα-690475

Ο Δημήτρης Βίτσος, ο γιος του Χρήστος και ο συνονόματος εγγονός του κρατούν την παράδοση

Τρεις διαφορετικές γενιές συνυπάρχουν κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση πενήντα περίπου χρόνων. Ο 68χρονος Δημήτρης Βίτσος, ο 43χρονος γιος του Χρήστος και ο 17χρονος συνονόματος εγγονός του Δημήτρης, που εκπροσωπεί τη νέα γενιά, εργάζονται με πολύ μεράκι, συνεχίζοντας το επάγγελμα ή καλύτερα την τέχνη του τροχιστή, που τείνει πλέον να εκλείψει. Ο ήχος του τροχού εξακολουθεί να συντροφεύει την καθημερινότητά τους, δίνοντας σχήμα και μορφή σε μεταλλικά εργαλεία, τα οποία προορίζονται για ραφεία, κρεοπωλεία, μηχανουργία, ξυλουργεία, αγροτικές και άλλες εργασίες. Η πολυετής επαγγελματική παράδοση της οικογένειας Βίτσου συνεχίζεται με το ίδιο πάντα μεράκι, κόντρα στην εξέλιξη που διαφοροποίησε σταδιακά τον εμπορικό χάρτη του Βόλου.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ο γενάρχης της οικογενειακής παράδοσης, Δημήτρης Βίτσος, ξεκίνησε από μικρή ηλικία, μόλις 12 ετών την επαγγελματική του δραστηριότητα, δουλεύοντας αρχικά στο τροχιστήριο του Απόστολου Πλιάγκα, που βρίσκονταν στη συμβολή των οδών Ερμού και Μεταμορφώσεως. «Βγήκα από μικρή ηλικία στο μεροκάματο, γιατί δεν γίνονταν διαφορετικά. Ηθελα να μάθω την τέχνη του τροχιστή γιατί μου άρεσε και έκτοτε ασχολήθηκα με αυτό το επάγγελμα. Ηταν καλές εκείνες οι εποχές για τους επαγγελματίες, ενώ σήμερα είναι δύσκολα τα πράγματα» θυμάται ο ίδιος.

Το 1968 έκανε το μεγάλο βήμα και δημιούργησε τη δική του επιχείρηση. Ανοιξε το δικό του τροχιστήριο επί της οδού Μεταμορφώσεως και στη δεκαετία του ’90, το κατάστημα μεταφέρθηκε στην οδό Ξενοφώντος, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Οταν ξεκίνησε «ήταν και εύκολα και δύσκολα τα πράγματα. Εάν ήσουν καλός στη δουλειά και σε προτιμούσε ο κόσμος ήταν καλά. Εάν δεν σε προτιμούσε ο κόσμος, ήταν δύσκολα» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Βίτσος, ο οποίος προσθέτει ότι «τότε δεν είχαμε εργαλεία, παρά μόνο έναν ποδοκίνητο τροχό και όλα γίνονταν στο χέρι».

Το επάγγελμα του τροχιστή είναι συνυφασμένο κυρίως με επαγγελματικά εργαλεία από ξυλουργούς, μηχανουργεία, αλουμινάδες, σιδεράδες, ότι χρειάζεται, δηλαδή, για να δώσει μορφή στο ξύλο και στο αλουμίνιο. «Εμείς τροχίζουμε τα εργαλεία από έναν αγρότη, ένα ξυλουργό, από μηχανουργεία, από εργοστάσια, ψαλίδια από ραφεία, τσάπες, μαχαίρια που προορίζονται για οικιακή χρήση αλλά και επαγγελματικά εξαρτήματα, προκειμένου να ξαναβρούν τη χαμένη όψη τους» εξηγεί ο 68χρονος τροχιστής.

Οι εικόνες του παρελθόντος τελείως διαφορετικές σε σχέση με την σύγχρονη εποχή, η κίνηση σαφώς μεγαλύτερη, και το επαγγελματικό τοπίο ανάλογο. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό ο ίδιος, υπήρχαν πάρα πολλά ραφεία στο Βόλο, τα περισσότερα βρίσκονταν στην οδό Σπυρίδη και έφταναν μέχρι την Αναλήψεως. Κατά συνέπεια, ο όγκος δουλειάς ήταν σαφώς μεγαλύτερος.

«Εργαζόμασταν δεκαπέντε ώρες τη μέρα. Δουλεύαμε ακατάπαυστα για να φέρουμε εις πέρας τον όγκο δουλειάς που είχαμε και το μεροκάματο ήταν καλύτερο τότε. Σήμερα μπορεί να υπάρχει άνεση στα εργαλεία, αλλά έχουμε και στεναχώριες μεγάλες, γιατί όταν παθαίνουν ζημιές τα μηχανήματα, πρέπει να φέρουμε ειδικό να τα επισκευάσει και είναι πιο μεγάλες οι δαπάνες» επισημαίνει ο κ. Βίτσος.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, θυμάται με νοσταλγία την μεγάλη κίνηση που είχαν τα εμπορικά καταστήματα, τον κόσμο στην Ερμού, τα εργοστάσια που κάποτε αποτέλεσαν «αιμοδότη» της πόλης και σήμερα δεν υπάρχουν. «Δεν υπήρχε άντρας ή γυναίκα που να μην έχει δουλειά. Σχολούσε ο Ματσάγγος στις 5 το απόγευμα και γέμιζε ο τόπος από κόσμο. Τώρα δεν βλέπεις έναν άνθρωπο. Ο Παπαγεωργίου είχε 800 άτομα, υπήρχαν χίλια δυο καπνομάγαζα, όπου δούλευαν άντρες και γυναίκες. Τα μαγαζιά είχαν πολύ κίνηση. Όταν ήμουν υπάλληλος δεν θυμάμαι μια μέρα που να μην είχαμε δουλειά. Δουλεύαμε ακόμη και το Σάββατο μέχρι το βράδυ» υπογραμμίζει ο παλαίμαχος τροχιστής.

Είναι τέχνη

Οι απαιτήσεις του επαγγέλματος είναι μεγάλες, καθώς, «εκ πρώτης όψεως φαίνεται εύκολο να τροχίσεις ένα μαχαίρι ή ένα ψαλίδι, αλλά απαιτεί τέχνη. Το ψαλίδι που σου φέρνει ο επαγγελματίας και βγάζει μεροκάματο από αυτό, πρέπει να το φτιάξεις σωστά, να πιάνουν τα χέρια σου, να ξέρεις τι κάνεις» υπογραμμίζει ο κ. Βίτσος.

Παρά το γεγονός ότι έχει συνταξιοδοτηθεί, εξακολουθεί να βρίσκεται στο χώρο που δημιούργησε, το χώρο όπου εργάστηκε σκληρά, ώρες ολόκληρες, βάζοντας την τέχνη του σε κάθε αντικείμενο ή εργαλείο που του έφερναν οι πελάτες του για τρόχισμα. «Εζησα μια ολόκληρη ζωή στο μαγαζί. Δεν γίνεται να μην έρχομαι, γιατί νιώθω χαρά και ικανοποίηση όταν βρίσκομαι εδώ και η χαρά μου είναι διπλή όταν βλέπω το γιό και τον εγγονό μου να συνεχίζουν το ίδιο επάγγελμα» ομολογεί ο ίδιος.

Ο παραδοσιακός χειροκίνητος τροχός, το μοναδικό εργαλείο που είχε στη διάθεσή του όταν ξεκίνησε, κατέχει περίοπτη θέση στο μαγαζί της οδού Ξενοφώντος, δίπλα σε μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας.

Το μεράκι όμως παραμένει το ίδιο και παρά το γεγονός ότι η σκυτάλη πέρασε στη δεύτερη γενιά, το γιο του Χρήστο, που τον διαδέχτηκε επάξια, εντούτοις, ο κ. Δημήτρης, παρότι συνταξιούχος, αφιερώνει πολλές ώρες στην αγαπημένη του τέχνη.

«Διαδέχτηκα τον πατέρα μου σιγά-σιγά, μπαίνοντας ενεργά στη δουλειά από το 1991. Μαθήτευσα από παιδί κοντά του, από το Δημοτικό ήμουν εδώ και βγαίνοντας στη σύνταξη τον διαδέχτηκα. Πήγα σε νυχτερινό Γυμνάσιο και κατόπιν σε Τεχνική Σχολή, για να βρίσκομαι εδώ» αναφέρει ο Χρήστος Βίτσος.

Οι παιδικές του μνήμες από το τροχιστήριο του πατέρα του, είναι συνυφασμένες με «την πολύ μεγάλη πίεση της δουλειάς, λόγω της ζήτησης που είχε ο κόσμος από τη δουλειά μας. Υπήρχε πάρα πολύ δουλειά, γιατί ανθούσαν όλα τα επαγγέλματα. Από το 2008 άλλαξαν τα πράγματα, όχι μόνο λόγω κρίσης, αλλά και λόγω της αλλαγής της τεχνολογίας» υπογραμμίζει ο ίδιος, ενώ εξηγεί ότι την εποχή που οι ξυλουργοί ήταν στο φόρτε τους και οι πολυκατοικίες είχαν ξύλινα παντζούρια παλαιού τύπου, τα εργαλεία των επαγγελματιών χρειάζονταν διαρκώς τρόχισμα. Οταν κυριάρχησαν τα ρολά, λιγόστεψε και η δουλειά των ξυλουργών.

Η επιχείρηση εκσυγχρονίστηκε στο μεταξύ και όπως αναφέρει ο Χρήστος Βίτσος «ο πατέρας μου είχε πάρα πολύ καλά εργαλεία για την εποχή του, αλλά κι εμείς επενδύσαμε σε ότι πιο σύγχρονο υπάρχει». Το τρόχισμα γίνεται πλέον με σύγχρονα μηχανήματα, αλλά η τέχνη και η γνώση είναι καθοριστικής σημασίας εφόδια, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Η δικιά μας η δουλειά στηρίζεται στην τέχνη. Παίρνεις ένα ακατέργαστο αντικείμενο και του δίνεις μια μορφή και το κάνεις εργαλείο χρήσιμο. Αυτό το πράγμα σε κάνει να το αγαπήσεις» θα πει ο εκπρόσωπος της δεύτερης γενιάς, ο οποίος κληροδότησε στον πρωτότοκο γιο του, την αγάπη για την τέχνη που διδάχτηκε κι ο ίδιος από τον πατέρα του.

Συνεχίζεται η παράδοση

Τρεις γενιές, παππούς, γιος και εγγονός, συνυπάρχουν αρμονικά στον ίδιο χώρο, γράφοντας ο καθένας τη δική του ιστορία. Ο 17χρονος Δημήτρης Βίτσος, ο οποίος εκπροσωπεί την τρίτη γενιά, έχει κληρονομήσει το μεράκι του επαγγέλματος, μαθητεύοντας δίπλα στον παππού και τον πατέρα του, ενώ αφιερώνει όλο τον ελεύθερο χρόνο του στην οικογενειακή τέχνη. Είναι μαθητής στις Τεχνικές Σχολές στο Φυτόκο, στον τομέα της μηχανολογίας κι όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.

Από μικρό παιδί βρίσκεται στο μαγαζί, ενώ όπως αναφέρει ο ίδιος «κατ’ αρχήν μου άρεσε πάντα η διαφορετικότητα που έχει το μαγαζί μας. Δημιουργούμε πολλά πράγματα για άλλους, βοηθάμε τους ξυλουργούς και τους επαγγελματίες που έρχονται εδώ και κάνουμε πιο εύκολη τη δουλειά τους. Μου άρεσε η συγκεκριμένη δουλειά, γιατί είναι τέχνη. Τα παιδιά έχουν σταματήσει να ασχολούνται πλέον με τις τέχνες και προτιμούν να προχωρήσουν, επιλέγοντας το Πανεπιστήμιο. Πιστεύω ότι το μέλλον βρίσκεται στις τέχνες και δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τα παραδοσιακά επαγγέλματα, από τα οποία ξεκίνησαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Πρέπει να κρατήσουμε τις παραδοσιακές τέχνες».

Ο νεαρός Δημήτρης τελειώνει φέτος το σχολείο και στόχος του είναι να ασχοληθεί με το επάγγελμα του πατέρα και του παππού του. «Αποφάσισα να βρίσκομαι εδώ και γι’ αυτό δεν θα δώσω πανελλαδικές. Θέλω να συνεχίσω αυτό που άρχισε ο παππούς και συνεχίζει ο πατέρας μου και ευελπιστώ να ακολουθήσω ανάλογη πορεία». Τον ευχαριστεί ιδιαίτερα το κλίμα της δουλειάς και η επικοινωνία με τον κόσμο και κυρίως οι τεχνικές απαιτήσεις του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Η παράδοση πολλών δεκαετιών συνεχίζεται με τους ίδιους ρυθμούς, παρότι άλλαξαν πολλά και η δουλειά είναι σαφώς λιγότερη σε σύγκριση με το παρελθόν. «Θυμάμαι πολύ κόσμο να μπαινοβγαίνει, πολλούς επαγγελματίες να έρχονται, πάρα πολύ κόσμο. Τα ξυλουργεία ήταν κάποτε στο φόρτε, η ανοικοδόμηση έντονη, υπήρχαν παντού πολυκατοικίες, γιαπιά, μας έφερναν συνέχεια εργαλεία για τρόχισμα. Σήμερα η εικόνα είναι διαφορετική, αλλά και πάλι δόξα τω Θεώ» αναφέρει στο σημείο αυτό ο γενάρχης της οικογενειακής παράδοσης, ο οποίος δηλώνει «πανευτυχής» παρακολουθώντας την πρόοδο του γιου και του εγγονού του.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου