Μεταναστεύουν και γεροντάκια

μεταναστεύουν-και-γεροντάκια-656369

Κυριαρχεί, εσφαλμένως, η εντύπωση ότι το νέο κύμα μετανάστευσης είναι υπόθεση αποκλειστικώς των νέων ανθρώπων. Ασφαλώς αυτό είναι το πιο οδυνηρό πλήγμα για την πατρίδα μας. Που χάνει αξιόλογους νέους, με πτυχία και μεταπτυχιακές σπουδές, σε όλα τα επιστημονικά αντικείμενα. Αλλά δεν είναι το μόνο. Ούτε καν η μετανάστευση ωρίμων, κυρίως πενηντάρηδων, που είναι σχεδόν αδύνατο να βρουν δουλεία όταν απολύονται, όταν κλείνουν οι επιχειρήσεις που εργάζονται ή και οι δικές τους δουλειές στις οποίες αυτοπασχολούνταν.

Η μετανάστευση κτυπάει ακόμη και την τρίτη ηλικία. Τους συνταξιούχους. Με μια ιδιομορφία. Αφορά κυρίως σε εκείνους πού ειχαν ξενιτευτεί, στα χρόνια της νιότης τους, τις δεκαετίες του 50 και του 60, αναζητώντας δουλειά στη Γερμανία, τη Σουηδία, τον Καναδά, την Αυστραλία. Και ενώ το όνειρο τους ήταν να επιστρέψουν και να ζήσουν, ως συνταξιούχοι, τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, στον τόπο που γεννήθηκαν, ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα, τώρα αναγκάζονται να πάρουν και πάλι το δρόμο της ξενιτιάς.

Ο λόγος είναι απλός. Η ανασφάλεια που αισθάνονται καθώς όλο και περισσότερο ξηλώνεται, καθημερινώς, κάθε δομή κοινωνικού κράτους. Καθώς παραμένει μετέωρο το ασφαλιστικό μας σύστημα. Καθώς, κάθε τόσο, όλο και κάποιο μέτρο μηχανεύονται, κατά προτεραιότητα κατά των συνταξιούχων, εκείνοι που έχουν αναλάβει εργολαβικώς τη «σωτηρία» μας.

Βεβαίως, κατά δημόσια δήλωση του υπουργού Υγείας κ. Γεωργιάδη, το νέο μέτρο με το εισιτήριο των 25 ευρω για την εισαγωγή σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν το επέβαλαν οι τροϊκανοί. Το σκέφτηκαν μόνοι τους οι δικοί μας φωστήρες. Αλλα είναι ένα ακόμη «κίνητρο» για να τα… μαζεύει ο παλιός μετανάστης στη Σουηδία, που δούλεψε σκληρά επί δεκαετίες, είτε ως λατόμος είτε ως νυκτερινός καθαριστής κτιρίων, να αφήνει την Θεσσαλονίκη που αγάπησε, τις βόλτες στην ηλιόλουστη παραλία και να επιστρέφει στο κρύο του μακρού και σκοτεινού χειμώνα του Βορρά.

Διότι γνωρίζει πως εκεί, όταν θα έχει πρόβλημα υγείας, δεν θα χρειαστεί ούτε να τον γδάρουν στα ιδιωτικά θεραπευτήρια – ξενοδοχεία πολυτελείας, ούτε στα δημόσια νοσοκομεία. «Τι πλήρωσες Γιώργο;» ρώτησα το φίλο μου Τσοκάνη, συνταξιούχο πια, που ζει στη Στοκχόλμη το μισό χρόνο, όταν τον πήγαν με έμφραγμα στο νοσοκομείο. «Μόνο τα τηλεφωνήματα που είχα κάνει» ήταν απάντηση. Την οποία αφιερώνω στον κ. Γεωργιάδη και πάντα ομοϊδεάτη του.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου