Γιώργος Λαμπράκης: Ο πόλεμος στην Ουκρανία ναρκοθετεί την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης

γιώργος-λαμπράκης-ο-πόλεμος-στην-ουκρ-103348

Με τα δραματικά γεγονότα στην Ουκρανία έχει σημάνει συναγερμός στο οικονομικό και κυβερνητικό επιτελείο, μετά την επιβεβαίωση των πιο απαισιόδοξων σεναρίων για τις πραγματικές προθέσεις του προέδρου της Ρωσίας. Οι παράγοντες, που θα επηρεάσουν καθοριστικά τις εξελίξεις, είναι η διάρκεια του πολέμου και κατά πόσο θα εξακολουθεί να οδηγεί από ρεκόρ σε ρεκόρ τις τιμές της ενέργειας. Αν συνεχιστεί το ράλι στις τιμές του πετρελαίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, οι όποιες αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού θα εξαντληθούν και οι πολίτες, ειδικά οι οικονομικά ευάλωτοι, θα βρεθούν εκτεθειμένοι στην τέλεια οικονομική καταιγίδα.

Από την άλλη μεριά, η διάρκεια του πολέμου ενδεχομένως θα ανατρέψει τις εκτιμήσεις, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στο δημοσιονομικό κομμάτι, αλλά και σε ό,τι έχει σχέση με τα έσοδα από τον τουρισμό. Αν η ξέφρενη πορεία των τιμών στο κόστος ενέργειας συνεχιστεί και κατά το δεύτερο μισό του έτους, τίθενται σε κίνδυνο οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, καθώς δεν αποκλείεται να μπει «χέρι» στο κρατικό μαξιλάρι, που ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ. Επίσης, οι υψηλές αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα, το επιτόκιο του δεκαετούς φλερτάρει πλέον με το 2,5%, καθιστούν προς το παρόν απαγορευτική για την ελληνική κυβέρνηση την έξοδο στις αγορές, προκειμένου να αντληθεί ρευστό. Υπενθυμίζεται ότι ο στόχος των εκδόσεων κρατικών ομολόγων για το 2022 φτάνει τα 12 δισ. ευρώ.

Από τη μία έχουμε, λοιπόν, τον κίνδυνο συρρίκνωσης του «μαξιλαριού» των 30 δισ. και από την άλλη την πιθανότητα αδυναμίας της χώρας μας να δανειστεί από τις αγορές, προκειμένου να καλυφθούν τρέχουσες δημοσιονομικές ανάγκες. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων μπορεί να επιδεινώσει τις οικονομικές εκτιμήσεις για τη φετινή χρονιά. Επίσης, το ζήτημα της κάλυψης μέρους του δυσβάστακτου ενεργειακού κόστους από τους πόρους μετάβασης αποτελεί πλέον το μοναδικό αισιόδοξο στοιχείο, καθώς μέχρι τον Ιούλιο προβλέπονται επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που φτάνουν το 1 δισ. ευρώ, ενώ ήδη έχουν δοθεί περί τα 2 δισ. για την απορρόφηση μέρους των εξωφρενικών ανατιμήσεων σε ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο. Τα συγκεκριμένα ποσά δεν θέτουν σε κίνδυνο προς το παρόν τους οικονομικούς στόχους της χώρας, καθώς υπάρχει ακόμη ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος.

Από την άλλη μεριά, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης δεν αποκλείεται να εκτραπεί, αν το οικονομικό επιτελείο αναγκαστεί να εστιάσει σε μέτρα στήριξης των πολιτών και όχι στην υλοποίηση του σχεδιασμού για μόνιμες ελαφρύνσεις. Μάλιστα, από το γεγονός ότι οι αυξήσεις στο ρεύμα έχουν ξεπεράσει το 165%, στο φυσικό αέριο το 300% και στο πετρέλαιο θέρμανσης το 45%, σε σχέση με πέρυσι, αναγκάζεται το οικονομικό επιτελείο να επεκτείνει τα μέτρα στήριξης και κατά τον τρέχοντα μήνα Μάρτιο, ενώ υπάρχει ξεκάθαρη δέσμευση του ίδιου του πρωθυπουργού ότι η υλοποίηση μέτρων για την ενίσχυση των πολιτών, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, θα συνεχιστεί για όσο χρειάζεται.

Παράλληλα, έχει ήδη εξαγγελθεί από τον Κ. Μητσοτάκη η καταβολή επιδόματος, που, σύμφωνα με πληροφορίες, προσδιορίζεται κοντά στα 300 ευρώ, πριν το Πάσχα, ενώ θα συνεχιστεί η επιδότηση στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Επίσης, τον Μάιο, αν όχι νωρίτερα, πρέπει η κυβέρνηση να υλοποιήσει τις υποσχέσεις της για αύξηση του κατώτατου μισθού, σε ποσοστό που θα είναι κοντά στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, προκειμένου να καλυφθεί μέρος των απωλειών των νοικοκυριών από το νέο άλμα, που κατέγραψε ο πληθωρισμός τον Φεβρουάριο, φτάνοντας το 6,3%.

Στο κυβερνητικό στρατηγείο παρακολουθούν στενά όλα τα νέα δεδομένα και εκτιμούν ότι είναι ακόμα νωρίς, προκειμένου να αποφασιστούν αλλαγές στο βασικό σενάριο της οικονομικής πολιτικής, η οποία έχει σχεδιαστεί. Ταυτόχρονα, όμως, αντιλαμβάνονται τους κινδύνους και για αυτό έχουν στείλει ξεκάθαρο μήνυμα για την κρισιμότητα των εξελίξεων, ως προς την πορεία της οικονομίας. Κορυφαία κυβερνητικά στελέχη διαμηνύουν σε κάθε ευκαιρία ότι οποιαδήποτε απόφαση ληφθεί, θα πρέπει πρωτίστως να βρεθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για την εφαρμογή της.

Ο πλέον κρίσιμος παράγοντας, από τον οποίο θα εξαρτηθούν οι επόμενες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν είναι άλλος από τις τις εξελίξεις στην Ουκρανία, που επηρεάζουν συνολικά την ευρωπαϊκή οικονομία. Από υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου για την επίδραση των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας στην ελληνική οικονομία, προκύπτει ότι για κάθε 10 ευρώ αύξηση στο φυσικό αέριο επιβαρύνεται κατά 600 εκατομμύρια ευρώ το ΑΕΠ της χώρας. Επίσης, το μακροοικονομικό σενάριο, που θα καταθέσει στα τέλη του επόμενου μήνα η χώρα μας στις Βρυξέλλες, είναι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στο πεδίο της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής. Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις των θεσμών, του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος για ανάπτυξη έως και 5% το 2022 και για μείωση του ελλείμματος στο 1,4%, από 7% το 2021, δημιουργούν θετικές προοπτικές στο δυσοίωνο οικονομικό περιβάλλον των ημερών.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη χτυπήσει «καμπανάκι» κινδύνου για την ελληνική οικονομία, που μπορεί να δει τους στόχους της να ανατρέπονται. Για αυτό επιβάλλεται επιφυλακή από πλευράς κυβέρνησης. Ας μην ξεχνάμε ότι στον προϋπολογισμό του 2022 έχει προβλεφθεί και έκτακτο κονδύλι ύψους 1 δισ. ευρώ για δαπάνες λόγω πανδημίας. Το συγκεκριμένο ποσό δεν αποκλείεται να αυξηθεί, σε περίπτωση που έχουμε πισωγυρίσματα στη μάχη με τον κορονοϊό. Επίσης, ο κρατικός προϋπολογισμός έχει ενσωματώσει το δυσμενές σενάριο για μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 1% το 2022. Να υποχωρήσει, δηλαδή, το σχετικό ποσοστό ακόμη και κάτω από το 4%. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα διαμορφωθεί στα 185,5 δισ. ευρώ (από 177,6 δισ. ευρώ το 2021), έναντι στόχου για ΑΕΠ ύψους 187,3 δισ. ευρώ το 2022, με βάση το αρχικό σενάριο. Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίπτωση θα λείψουν από το ΑΕΠ σχεδόν δύο δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό υπερπολύτιμο για την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής, η οποία έχει σχεδιαστεί.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου