Μεταμνημονιακή χαλάρωση ή νέα μέτρα λιτότητας, λόγω πανδημίας;

μεταμνημονιακή-χαλάρωση-ή-νέα-μέτρα-851206

Την έξοδο της Ελλάδας από τη μεταμνημονιακή εποπτεία επιδιώκει η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει πλήρως τα ηνία χάραξης της δικής της οικονομικής πολιτικής μέχρι το 2023, που είναι χρονιά διενέργειας βουλευτικών εκλογών. Στις τάξεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης κυριαρχεί η αντίληψη, ότι η απαλλαγή της χώρας από τον ασφυκτικό δημοσιονομικό έλεγχο των Βρυξελλών θα πρέπει να επιτευχθεί το ερχόμενο έτος, κατά το οποίο θα ισχύουν και πάλι χαλαρές πολιτικές, σε ό,τι αφορά στα δημοσιονομικά, καθώς το Σύμφωνο Σταθερότητας, με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα παραμένει ανενεργό, λόγω των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημική κρίση. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι τι θα γίνει το 2023, όταν θα επιστρέψουμε στη δημοσιονομική κανονικότητα και θα πρέπει να εφαρμοστούν οι αποφάσεις για τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος της χώρας.

Ηδη έχει εκφραστεί η ανάγκη, τουλάχιστον από τον ESM, να επιστρέψει η Ελλάδα σε πρωτογενή πλεονάσματα και το έχει επισημάνει και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Ομως, το βασικό ζητούμενο είναι ο καθορισμός του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Οσες περισσότερες ελευθερίες έχει η Ελλάδα, τόσο πιο εύκολη θα είναι η διαπραγμάτευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τόσο πιο πολύ θα αυξηθούν οι πιθανότητές της να πετύχει τον τελικό στόχο. Αν και το 2023 η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα, θα είναι σίγουρα μικρότερο από το 3,5% του ΑΕΠ που προβλεπόταν για τη χώρα μας για τον επόμενο χρόνο, ως μεταμνημονιακή δέσμευση. Βέβαια, ο συγκεκριμένος στόχος είχε τεθεί πριν ενσκήψει η πανδημική κρίση, που, στο μεταξύ, ανέτρεψε προγράμματα και εκτιμήσεις

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση, μαζί με το θέμα της άρσης της ενισχυμένης εποπτείας, επιθυμεί να ανοίξει και το αντίστοιχο των δημοσιονομικών στόχων, που θα επανέλθουν από το 2023 για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σίγουρα, το υψηλό χρέος της χώρας, το οποίο κινείται πάνω από το 200%, κάθε άλλο παρά ισχυρό διαπραγματευτικό ατού αποτελεί, όμως αυτήν τη φορά δεν φέρει ευθύνη η Ελλάδα, καθ’ ότι το πρόβλημα των ελλειμμάτων, που δημιουργήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, είναι παγκόσμιο και αφορά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και σε όσες έχουν πιο ισχυρές οικονομίες από τη δική μας, όπως Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Πορτογαλία.

Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να χαράξει τη δική της πολιτική στο θέμα της άρσης των μέτρων ενισχυμένης εποπτείας, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το 2023 είναι έτος εκλογών και ο πρωθυπουργός, που επιθυμεί, όπως τουλάχιστον επισημαίνει στους συνομιλητές του, αλλά και δημοσίως, να εξαντλήσει την τετραετία, θα προτιμούσε, για ευνόητους λόγους, να πορευτεί σε ευέλικτο δημοσιονομικό περιβάλλον και όχι υπό καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου.

Η άρση της μεταμνημονιακής εποπτείας θα δώσει χώρο στην κυβέρνηση να κινείται, με ορίζοντα τις εκλογές, χωρίς να χρειάζεται κάθε τρεις μήνες να συνδιαλέγεται με τους επικεφαλής των θεσμών. Η Ελλάδα επιθυμεί να υπάρχει μόνο το ευρωπαϊκό εξάμηνο, που αποτελεί μέρος της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ισχύει για όλες τις χώρες και προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ευθυγραμμίσουν τις δημοσιονομικές και οικονομικές τους πολιτικές με βάση τους κανόνες, όπως έχουν συμφωνηθεί σε ενωσιακό επίπεδο. Επίσης, η χώρα μας θα πρέπει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απορρέουν από τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο αφορά σε επενδυτικά σχέδια και μεταρρυθμίσεις, που και η ίδια προωθεί, με βάση το εθνικό σχέδιο αξιοποίησης του πακτωλού των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο της συμφωνίας με τους θεσμούς, η οποία επικυρώθηκε τον Ιούλιο του 2018, προέβλεπε ότι αφενός το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα ανανεώνεται κάθε εξάμηνο, αφετέρου τέσσερα χρόνια μετά την επιβολή του, δηλαδή στα μέσα του ερχόμενου χρόνου, θα γίνει νέα συζήτηση επί του θέματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεούται στα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2022 να συντάξει έκθεση, βάσει της οποίας θα αποφασιστεί αν η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ή όχι, αφού η χώρα θα έχει ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της στους τομείς της δημοσιονομικής πολιτικής, της κοινωνικής πρόνοιας, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του εκσυγχρονισμού της διοικητικής δομής του δημοσίου.

Η σημαντική εκκρεμότητα αναφορικά στην ολοκλήρωση του πτωχευτικού κώδικα διευθετήθηκε στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού. Ωστόσο, ο μηδενισμός των ληξιπρόθεσμών οφειλών του δημοσίου, η δημιουργία συστήματος πρωτοβάθμιας υγείας και η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης αποτελούν ζητήματα, που εκκρεμούν και κατά συνέπεια θέτουν υπό αμφισβήτηση την επίτευξη του στόχου της ελληνικής κυβέρνησης για άρση των μεταμνηνονιακών περιορισμών. Η ίδια εκτιμά ότι όλα τα παραπάνω θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τις αρχές της ερχόμενης χρονιάς, έτσι ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει από την Κομισιόν τη χαλάρωση της «θηλιάς» των μέτρων της ενισχυμένης εποπτείας.

Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη της πανδημίας και η χρονική διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, που εκτός από την ανατροπή των οικογενειακών προϋπολογισμών τον φετινό χειμώνα, προκαλεί ήδη σοβαρές αναταράξεις στον πληθωρισμό, θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις τόσο για τη μεταμνημονιακή εποπτεία, που «καίει» τη χώρα μας, όσο και για το Σύμφωνο Σταθερότητας, που απασχολεί το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Μόλις επανενεργοποιηθεί το Σύμφωνο, η αναλόγια χρέους προς το ΑΕΠ, λόγω του δανεισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα φέρει πραγματικό δημοσιονομικό βουνό για την Ελλάδα, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να το ανέβει, υπό το βάρος νέων μέτρων λιτότητας. Η συγκεκριμένη εξίσωση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς δεν αποκλείεται το δυσοίωνο σενάριο να κληθεί να το εφαρμόσει η κυβέρνηση, ενώ θα ετοιμάζεται για τις επόμενες εκλογές, που, ως γνωστό, θα διενεργηθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου