Πώς θέλουμε την οικονομία μας μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης  

πώς-θέλουμε-την-οικονομία-μας-μετά-το-τ-386569

“Η Ελλάδα, παρά τη μεγάλη δημοσιονομική εκτροπή και τη βαθιά ύφεση που υπέστη το 2020, άρχισε να επιστρέφει σε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης από το πρώτο κιόλας εξάμηνο του 2021”

Προκύπτει αμείλικτο το ερώτημα, στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε, τώρα που φαίνεται ξεκάθαρα φως στο βάθος του τούνελ της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού και των συνεπειών της στην παγκόσμια και την εγχώρια οικονομία. Το ερώτημα αφορά στην κατάσταση, που θέλουμε να βρεθεί η ελληνική οικονομία την επόμενη μέρα της πανδημίας, όταν, δηλαδή, θα κλείσει οριστικά ο υγειονομικός εφιάλτης, που ζούμε από τις αρχές του 2020.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήδη άρχισε να επανεξετάζει την πολιτική της για το φθηνό χρήμα. Στο νέο οικονομικό περιβάλλον, που διαμορφώνεται, τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων ίσως διαμορφωθούν σε υψηλότερα επίπεδα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει για τις δανειακές ανάγκες κρατών, όπως η χώρα μας, που όλο και πιο συχνά δανείζονται χρήμα από τις διεθνείς αγορές.

Τα σενάρια, που προκύπτουν από τις εκτιμήσεις για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, είναι δύο, το καλό και το κακό. Στο καλό σενάριο η ελληνική οικονομία θα βγει στο ξέφωτο με υψηλότερο δημόσιο χρέος και έλλειμμα, ενώ οι απώλειες στην παραγωγική διαδικασία και τους ρυθμούς ανάπτυξης θα είναι μεγάλες. Ωστόσο, η συνολική αποτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης δεν θα απέχει από την αντίστοιχη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών.

Η Ελλάδα, παρά τη μεγάλη δημοσιονομική εκτροπή και τη βαθιά ύφεση που υπέστη το 2020, άρχισε να επιστρέφει σε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης από το πρώτο κιόλας εξάμηνο του 2021. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για ανάπτυξη της τάξης άνω του 16% στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα της περασμένης χρονιάς, δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Αποδεικνύουν τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, που δείχνει ότι έχει ξεπεράσει τις παθογένειες της δεκαετίας των μνημονίων. Οταν, δηλαδή, βρέθηκε καταχρεωμένη, απομονωμένη, στα πρόθυρα πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, πολιτικό έρμαιο των εταίρων της και εύκολο θύμα των αγορών και του ΔΝΤ. Η κατάσταση τώρα είναι εντελώς διαφορετική, με τη χώρα μας να εξακολουθεί να δανείζεται με ιδιαίτερα ελκυστικά επιτόκια, ενώ το ίδιο εκτιμάται ότι θα ισχύει και μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης.

Στο κακό σενάριο προκύπτει κατάσταση πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού, με το δημόσιο χρέος να κινείται ανεξέλεγκτα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού στα ύψη και την οικονομία γονατισμένη. Υπενθυμίζεται ότι το 2020 το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 8,2%. Σε περίπτωση που η πορεία της οικονομίας στη χώρα δεν συνεχίσει στην ίδια ανοδική τροχιά από τη νέα χρονιά και χωρίς τα ομόλογά της να αξιολογούνται, όπως σήμερα, θα κινδυνεύσει να βρεθεί στο στόχαστρο των αγορών, με ό,τι μπορεί να σημαίνει για τις δυνατότητες δανεισμού της Ελλάδας και κατά συνέπεια για την κάλυψη των αναγκών της.

Αν βρεθούμε με την πλάτη στον τοίχο, δεν θα μετρήσει αν η χώρα μας είχε καλές επιδόσεις στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, αν εφάρμοσε αυστηρότερα lock down σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αν είχε μικρό αριθμό κρουσμάτων και απωλειών, σε σχέση με τον πληθυσμό της. Θα μετρήσει ο σκληρός νόμος της αγοράς. Αν αναστραφεί η εικόνα της οικονομίας, το ρίσκο της χώρας θεωρηθεί υψηλό και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων θα εκτοξευθούν στα ύψη. Τότε νέο μνημόνιο ίσως βρεθεί προ των πυλών. Παρατηρούμε σήμερα πόσο εύκολο είναι να αντιστραφεί το κλίμα στις διεθνείς αγορές, που οι επιπτώσεις της πανδημίας έχουν εντείνει την ανησυχία και τη νευρικότητα, με αποτέλεσμα τα επιτόκια των ομολόγων να αυξάνονται, παρά το φθηνό χρήμα που ρίχνουν οι κεντρικές τράπεζες στις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Με βάση, λοιπόν, όλες αυτές τις παραμέτρους, ας επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα: Πώς πρέπει να είναι η οικονομία την επόμενη μέρα της πανδημίας; Αλλωστε, το δημοσιονομικό μαξιλάρι των 32 δισ. ευρώ δεν είναι απεριόριστο. Από αυτά, τα 16 περίπου δισ. είναι «κλειδωμένα» από τους δανειστές και ένα ποσό γύρω στα 7 δισ. αποτελεί ταμειακό απόθεμα για τις τρέχουσες πληρωμές του Δημοσίου. Αρα, από τα 32 δισ., τα 23 δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Απομένουν λοιπόν 9 δισ. ευρώ, μαζί με τα ποσά που αντλούνται κατά διαστήματα από τον δανεισμό της χώρας από τις αγορές. Σημειώνεται, επίσης, ότι το συνολικό κόστος από τα μέτρα στήριξης, που έχουν ληφθεί φέτος για την πραγματική οικονομία, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 15 δισ. ευρώ.

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο ρυθμός εμβολιασμού του πληθυσμού θα συνεχίζεται, έστω με τους σημερινούς υποτονικούς ρυθμούς, ο αριθμός των κρουσμάτων θα παραμένει κάτω από τα 3.000 ημερησίως και η συνολική επιδημιολογική εικόνα της χώρας θα συνεχίσει να βελτιώνεται αργά, αλλά σταθερά, το επόμενο μεγάλο βήμα είναι να αποκλειστεί και το πλέον απειροελάχιστο ενδεχόμενο να ξανακλείσουν κλάδοι της πραγματικής οικονομίας. Απαντες αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για πισωγυρίσματα και νέα lock down.

Η επιστροφή μας στην κανονικότητα είναι η ευκαιρία της Ελλάδας να κλείσει τον φαύλο κύκλο των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες. Οι οικονομικές δυνατότητες του προϋπολογισμού για περαιτέρω στήριξη της αγοράς δεν είναι ανεξάντλητες, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης έως το τέλος του 2021. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα έτοιμα τελείωσαν. Οι πολίτες δεν θα ανεχθούν άλλα μέτρα εγκλεισμού και οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν πρόκειται να αποφασίσουν για νέο Ταμείο Ανάκαμψης.

Ο πακτωλός των δισ., που αναλογεί στη χώρα μας, άρχισε να εισρέει στα κρατικά ταμεία από τον Αύγουστο. Πάνω από τρία δισ. τον χρόνο θα λαμβάνει η Ελλάδα, από τα 32 δισ. του Ταμείου Συνοχής, που προορίζονται για τον μετασχηματισμό της οικονομίας, με έμφαση στην πράσινη μετάβαση, τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων, την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την αναμόρφωση της δομής του ελληνικού κράτους, μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού.

Υπάρχουν, δηλαδή, αυστηροί περιορισμοί για τη χορήγηση και την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, καθώς οι εταίροι γνωρίζουν ότι είμαστε ικανοί να «χύσουμε την καρδάρα με το γάλα», ενώ μας παρέχεται η ευκαιρία να κλείσουμε το κεφάλαιο της υγειονομικής κρίσης όσο το δυνατό πιο αναίμακτα και παράλληλα να βάλουμε τις βάσεις για ισχυρή και βιώσιμη οικονομία, που δεν θα βασίζεται στα δανεικά, αλλά στις παραγωγικές και αναπτυξιακές της δυνατότητες.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου