Η πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και οι προκλήσεις στο δεύτερο μισό της θητείας της

η-πολιτική-κυριαρχία-της-κυβέρνησης-μ-495495

Του Γιώργου Λαμπράκη

Διανύοντας ήδη το δεύτερο μισό της συνταγματικής θητείας της, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει διασφαλίσει όρους πολιτικής κυριαρχίας, καθώς διατηρεί σταθερά διψήφιο δημοσκοπικό προβάδισμα της τάξεως του 12% με 14% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, σε σύγκριση με την εικόνα, που είχαν δημιουργήσει στα μισά της θητείας τους στο τιμόνι της χώρας όλες ο κυβερνήσεις που προηγήθηκαν κατά την ταραχώδη δεκαετία των μνημονίων, φαίνεται ότι βάζει τέλος και στη συνθήκη πολιτικής συμπίεσης, την οποία είχε διαμορφώσει η περίοδος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, δημιουργώντας κλίμα εκλογικής συρρίκνωσης για όλα ανεξαιρέτως τα κυβερνητικά σχήματα, που κλήθηκαν να διοικήσουν την Ελλάδα, υπό καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής εποπτείας και αναγκαστικής εφαρμογής αντιλαϊκών πολιτικών.

Σύμφωνα με όλες τις τελευταίες πανελλαδικές δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη άνοιξε ήδη νέο πολιτικό κύκλο με τους δικούς της όρους, χωρίς την πίεση που δέχονταν οι προκάτοχοί της, οι οποίοι, με τη συμπλήρωση της δικής τους πρώτης κυβερνητικής διετίας, βρίσκονταν, στην πραγματικότητα, αντιμέτωποι με αλλαγή πολιτικού σκηνικού, χωρίς μάλιστα να κληθούν να διαχειριστούν τις έκτακτες συνθήκες πρωτοφανούς υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, η πανδημία δεν καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις από το κοινωνικό σύνολο ως δυσμενής περίοδος, αντίστοιχη με τον δεκαετή μνημονιακό εφιάλτη, αλλά πιστώνεται στην κυβέρνηση η επιτυχής της διαχείριση, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να καρπώνεται τόσο κομματικά, όσο και προσωπικά οφέλη με τα υψηλά ποσοστά αποδοχής και τη σταθερά διψήφια δημοσκοπική διαφορά από τον Αλέξη Τσίπρα, στο ερώτημα «Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό;».

Αν συγκρίνουμε, λοιπόν, το πρώτο μισό της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ με τις τρεις κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου, διαπιστώνουμε ότι δημιουργείται νέο πολιτικό σκηνικό, που προφανώς δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό, που διαμορφώθηκε από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Τον Σεπτέμβριο του 2011, δύο χρόνια μετά την εντυπωσιακή εκλογική της νίκη, η αυτοδύναμη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου όχι μόνο υπολειπόταν της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπό τον Αντώνη Σαμαρά, αλλά έχασε το ένα τρίτο της εκλογικής της δύναμης, ως απόρροια των κυβερνητικών της επιλογών, με βάση το πρώτο μνημόνιο, προεξοφλώντας επί της ουσίας την κυβερνητική αλλαγή.

Δύο μήνες αργότερα, η παραίτηση του Γ. Παπανδρέου άνοιξε κύκλο αναγκαστικών κυβερνητικών συνεργασιών, που συνεχίστηκε έως τον Ιούλιο του 2019. Τον Απρίλιο του 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά τέθηκε σε φθίνουσα πολιτική πορεία με προδιαγεγραμμένη κατάληξη, εξαιτίας της ταχείας δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, ενώ στις δημοσκοπικές μετρήσεις του 2017 ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ άρχισε να μετρά αντίστροφα.

Η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν προκύπτει, ωστόσο, μόνο από την αξιολόγηση της κυβέρνησής του από την κοινή γνώμη κατά την πρώτη της διετία, αλλά και από σειρά δημοσκοπικών ευρημάτων, που επιβεβαιώνουν τη διείσδυσή του στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Στις πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφεται θετική αποτίμηση του κυβερνητικού έργου, που δεν έχει προηγούμενο από τη δεκαετία του ’90 και την πρώτη θητεία της κυβέρνησης Σημίτη. Συγκεκριμένα, σχεδόν το 54% των ερωτηθέντων κρίνουν θετικά την πορεία της κυβέρνησης, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό αυτό φθάνει στο 77% στους ψηφοφόρους, οι οποίοι στην εκλογική αναμέτρηση του 2019 ψήφισαν το Κίνημα Αλλαγής.

Οι δύο μεγάλες κρίσεις, που κλήθηκε να διαχειριστεί η κυβέρνηση της ΝΔ, δηλαδή η πανδημία του κορονοϊού με τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις και η διαρκώς κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι αποτελούν τα μεγαλύτερα όπλα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά αποδοχής. Σχεδόν το 68% των ερωτηθέντων κρίνει θετικά τις κυβερνητικές επιλογές στα Ελληνοτουρκικά, ενώ ποσοστό 55% επικροτεί τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην υγειονομική κρίση του κορονοϊού. Εντυπωσιακό είναι, ωστόσο, το αποτέλεσμα των δημοσκοπήσεων σε ό,τι αφορά στο κυβερνητικό σχέδιο ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, που εγκρίνεται από το 73% των ερωτηθέντων και αποτελεί, στην ουσία, το πιο δυνατό «χαρτί» της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία θα αποτελέσει κυρίαρχο ζήτημα το επόμενο χρονικό διάστημα, με τους κυβερνώντες να καλούνται να υλοποιήσουν πρόγραμμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων, με τις οποίες θα τεθούν οι βάσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και παράλληλα θα διασφαλίσουν ότι τα απόνερα της υγειονομικής κρίσης δεν θα παρασύρουν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν και τα προβληματικά σημεία της παρούσας διακυβέρνησης, που ίσως καθορίσουν το δεύτερο μισό της θητείας της.

Με το εργασιακό στην κορυφή της λίστας με τις αρνητικές γνώμες, την ασφάλεια και την εγκληματικότητα, την παιδεία και την οικονομική κατάσταση να αποτελούν προβληματικά πεδία, η κυβέρνηση καλείται να βελτιώσει τις επιδόσεις και στους συγκεκριμένους τομείς, που, όταν έρθει η ώρα της επόμενης κάλπης, θα βαρύνουν ιδιαίτερα στην κρίση των ψηφοφόρων. Αλλωστε, έως τότε η πανδημική κρίση θα έχει περάσει, αλίμονο αν δεν συμβεί, ενώ και στο πεδίο των Ελληνοτούρκικων η κατάσταση θα παραμένει προβληματική όσο ασκεί εξουσία ο πρόεδρος Ερντογάν. Τα κόμματα εξουσίας στη χώρα μας και οι ηγετικές τους ομάδες γνωρίζουν άριστα ότι οι εκλογές κερδίζονται με βάση το έργο και τις υποσχέσεις στα θέματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι με βάση τους χειρισμούς έκτακτης κατάστασης ή τη στρατηγική απέναντι στους διαχρονικά προκλητικούς και πολεμοχαρείς γείτονές μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου