Το σχέδιο ανάκαμψης της οικονομίας και οι αισιόδοξες εκτιμήσεις επενδυτών και διεθνών οίκων

το-σχέδιο-ανάκαμψης-της-οικονομίας-κα-514881

Του Γιώργου Λαμπράκη

Είναι γεγονός ότι η πανδημία προκάλεσε τόσο παγκόσμια, όσο και στην Ελλάδα νέα οικονομική κρίση, προτού καν η χώρα μας βγει από την περιπέτεια των μνημονίων και ολοκληρώσει τη διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής, με βάση τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών. Η μείωση τόσο του ΑΕΠ, όσο και του διαθέσιμου εισοδήματος ξεπέρασε το 25%, κατά την προηγούμενη δεκαετία, ενώ σήμερα καταγράφεται αντίστοιχη ρευστότητας, μετά το πάγωμα του συνόλου σχεδόν των οικονομικών δραστηριοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, είναι θετικό ότι η ΕΕ ανακοίνωσε σημαντικό πρόγραμμα επιχορηγήσεων των κρατών μελών από το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα δώσει σημαντική ώθηση στις χρηματοδοτήσεις και στις επενδύσεις στη χώρα μας.

Ομως για να μπορέσει η Ελλάδα να ανακάμψει πραγματικά, απαιτούνται σαφές σχέδιο δράσης, ξεκάθαρος οδικός χάρτης εξόδου από την οικονομική κρίση, που προκάλεσε η πανδημία, και το πιο σημαντικό συνεργασία του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας και των εκπροσώπων των παραγωγικών και οικονομικών φορέων. Πιο συγκεκριμένα, η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι απολύτως απαραίτητη με ολοκληρωμένο σχέδιο, με το οποίο οι επιχειρήσεις θα μπορούν, με απλές και γρήγορες διαδικασίες, να υποβάλλουν τις προτάσεις τους και να εντάσσονται στα προγράμματα χρηματοδότησης, με διαδικασία ταχείας αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι θα μπορούν να χρηματοδοτούνται για την υλοποίηση νέων δράσεων, που θα δημιουργούν μόνιμες θέσεις εργασίας και θα συμβάλλουν τα μέγιστα στη συνολική προσπάθεια επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Στον συγκεκριμένο σχεδιασμό εξέχουσα θέση πρέπει να έχουν οι δράσεις πράσινης ανάπτυξης, που σέβονται το περιβάλλον και διασφαλίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας με την αειφορία. Επιπλέον, η μείωση του ενεργειακού κόστους και οι φοροαπαλλαγές θα δώσουν επιπρόσθετη οικονομική ώθηση όχι μόνο στη βιοτεχνική και βιομηχανική δραστηριότητα, αλλά και στα φορολογικά έσοδα του κράτους. Παράλληλα, η συνεργασία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, κυρίως στα μεγάλα έργα υποδομής στη χώρα, μπορεί να ενισχύει ακόμη περισσότερο την εθνική οικονομία, από τη στιγμή που θα συνδυαστούν η παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και η ρευστότητα του κράτους. Ολα αυτά μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας και να διασφαλίσουν σταθερή αναπτυξιακή τροχιά για όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας.

Ολες οι παραπάνω προϋποθέσεις αποτελούν βασικά προαπαιτούμενα για να μπορέσει να ανακάμψει η ελληνική οικονομία, με συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Υιοθετώντας νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, που θα σέβεται το περιβάλλον, τον πολίτη και τις ανάγκες του, η ελληνική οικονομία μπορεί να ανακτήσει τη χαμένη της θέση στο νέο παγκόσμιο τοπίο, που διαμορφώνεται στη μετά τον κορονοϊό εποχή.

Η συγκυρία είναι ιδανική, καθώς η χώρα μας, μετά από δέκα χρόνια αρνητικών αξιολογήσεων, γίνεται αποδέκτης συνεχών θετικών εκθέσεων, με αφορμή τη διαχείριση της πανδημίας. Ποιος περίμενε, άραγε, ότι, παρά την πανδημική κρίση, η Ελλάδα θα βρισκόταν στο επίκεντρο θετικών προβλέψεων και εγκωμιαστικών σχολίων για το πώς η κυβέρνηση αντιμετώπισε όχι μόνο τις υγειονομικές, αλλά και τις οικονομικές επιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα, καθώς οι παράγοντες, που οδηγούν τους εγχώριους και ξένους αναλυτές να προβαίνουν σε θετικές προβλέψεις, μπορεί να τελικά να ρίξουν στα Τάρταρα την ελληνική οικονομία, αν διαψευστούν οι προσδοκίες, που έχουν καλλιεργηθεί.

Τα κορυφαία στοιχήματα της Ελλάδας είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η εφαρμογή του σχεδίου ανάπτυξης, ειδικά την κρίσιμη τριετία μέχρι το 2024, και η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που αναμένεται για φέτος να ανέλθουν στα 7,8 δισ. ευρώ και το 2022 στα 10 δισ. Ωστόσο, αν η χώρα μας δεν υλοποιήσει τις προγραμματισμένες δράσεις και τα έργα του σχεδίου ανάκαμψης, δεν προχωρήσει το πρόγραμμα των επενδύσεων και δεν γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, που έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι προσδοκίες θα γκρεμιστούν και μαζί τους η εικόνα των ξένων επενδυτών για την Ελλάδα.

Ο βασικότερος παράγοντας για τις θετικές προβλέψεις, που διατυπώνουν για τη χώρα μας οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, είναι οι εκτιμήσεις για ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, της τάξης του 6% με 7% το 2022. Οι προβλέψεις είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές, κυρίως λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις εκτιμήσεις να ανεβάζουν την άνοδο του ΑΕΠ μεταξύ 8% – 18% μτα επόμενα έξι χρόνια, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις για ανάπτυξη της τάξης του 7% το 2022.

Η Ελλάδα, παράλληλα, έχει σχεδιάσει να μειώσει τα υψηλά ελλείμματα, επιστρέφοντας ξανά στα πλεονάσματα, με στόχο πλεόνασμα 2% το 2023 και 3% το 2024, ενώ, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το πρωτογενές έλλειμμα φέτος θα διαμορφωθεί πάνω από το 7%, για να υποχωρήσει το 2022 κάτω από το 0,5%. Το ταμειακό μαξιλάρι παραμένει σε ιδιαίτερα ικανοποιητικά επίπεδα και κυμαίνεται γύρω στα 33 δισ. ευρώ, η διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων είναι ικανοποιητική, παρά την πανδημία, ενώ οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους είναι χαμηλές για τα επόμενα χρόνια (το 2023 θα είναι στα 11,5 δισ. ευρώ), γιατί η εξυπηρέτηση του χρέους είναι πιο βιώσιμη, λόγω των χαμηλών επιτοκίων, που διαμορφώνονται λίγο πάνω από 1,7%. Υπενθυμίζεται ότι το 2011 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πάνω από 4,5%.

Συμπερασματικά, οι εκθέσεις καλλιεργούν προσδοκίες για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, όμως οι αναλυτές θέτουν σειρά από προϋποθέσεις. Κοινή τους συνισταμένη αποτελεί η εκτίμηση ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2021 η Ελλάδα εισέρχεται σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αρκεί να υπάρχει πολιτική σταθερότητα, που ερμηνεύεται ως διάψευση των σεναρίων περί πρόωρων εκλογών, να αξιοποιούνται σωστά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, που σημαίνει απαρέγκλιτη τήρηση του σχεδίου, που κατέθεσε η χώρα μας και εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, που προϋποθέτει πολιτική βούληση και εξάλειψη της γραφειοκρατίας και σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας, που εξαρτάται άμεσα από την αποφυγή νέων μέτρων εγκλεισμού και αναστολής λειτουργίας της αγοράς, προκειμένου να ελεγχθεί το επερχόμενο τέταρτο πανδημικό κύμα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου