Κοινωνία μειωμένων προσδοκιών

κοινωνία-μειωμένων-προσδοκιών-686421

Του Γιώργου Λαμπράκη

Το 2020 υποτίθεται ότι ήταν η χρονιά, που η χώρα μας θα άφηνε πίσω της, οριστικά, την εφιαλτική δεκαετία των μνημονίων, της καταστροφικής κοινωνικής κρίσης και της μεγάλης πολιτικής πόλωσης. Σύμφωνα με τις προσδοκίες, που είχαν καλλιεργηθεί, η Ελλάδα βρισκόταν στον προθάλαμο της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα είχε στέρεες βάσεις και δεν θα βασιζόταν στη βελτίωση κάποιων ονομαστικών οικονομικών δεικτών. Η πανδημία του κορονοϊού ανέτρεψε τις προσδοκίες και προκάλεσε νέα, ακόμη πιο βαθιά οικονομική κρίση, που καθιστά την προοπτική επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα άπιαστο όνειρο.

Το πρώτο πανδημικό κύμα αποφεύχθηκε χάρη στην έγκαιρη επιβολή περιοριστικών μέτρων, προτού ο κορονοϊός εξαπλωθεί. Ετσι αποφύγαμε τις δραματικές καταστάσεις, που έζησαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στο ισχυρό δεύτερο κύμα σημειώθηκε ολιγωρία από πλευράς κυβέρνησης και αδιαφορία από την αντίστοιχη πολιτών. Οι συνέπειες όλων αυτών είναι ακόμη ορατές, ενώ η προοπτική τρίτου πανδημικού κύματος εξακολουθεί να υφίσταται. Η χώρα μας ήδη έχει πληρώσει ακριβό τίμημα, ενώ η στάση πολιτών απέναντι στα ισχύοντα περιοριστικά μέτρα και στην προοπτική παράτασής τους εντείνει τις ανησυχίες για την πιθανότητα επανάληψης του εφιαλτικού Νοεμβρίου του 2020.

Η πανδημία δεν έχει αφαιρέσει μόνο ανθρώπινες ζωές. Εχει στερήσει ελευθερίες και έχει ανατρέψει καθημερινές λειτουργίες, που θεωρούσαμε αυτονόητες. Το μεγάλο διακύβευμα είναι τι θα αφήσει πίσω της. Την περασμένη άνοιξη δημιούργησε ισχυρό πλέγμα συλλογικής ευθύνης, που οδήγησε στην έξοδο από το πρώτο lockdown με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Τώρα αυτό δεν είναι δεδομένο. Η έννοια της συλλογικής ευθύνης αμφισβητείται καθημερινά και η στάση πολλών εξ ημών απέναντι στα μέτρα υποσκάπτει την εθνική προσπάθεια να νικήσουμε την πανδημία, προτού η οικονομία εισέλθει σε δρόμο χωρίς επιστροφή

Στην Ελλάδα η πανδημία οδήγησε σε νέα μεγάλη οικονομική κρίση. Η χώρα μας, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, έχει καταγράψει τη μεγαλύτερη συνολική ύφεση για το 2020. Στο τρίτο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς, που η Ευρώπη βρέθηκε σε τροχιά ανάκαμψης, η Ελλάδα υπέστη πραγματική καθίζηση στα έσοδα από τον τουρισμό, ενώ από τις αρχές Νοεμβρίου τέθηκαν σε ισχύ αυστηρά περιοριστικά μέτρα, τα οποία συνεχίζονται και στο πρώτο τρίμηνο του 2021. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι η συνολική οικονομική ανάπτυξη το 2021 δεν θα καλύψει τις απώλειες της προηγούμενης χρονιάς.

Η κυβέρνηση και οι φορείς της αγοράς έχουν επενδύσει στα ποσά του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, χωρίς, πάντως, να είναι δεδομένο ότι αρκούν για να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση, που προκάλεσε η πανδημία. Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει από πέρυσι πρωτόγνωρη ύφεση, η οποία ξανανοίγει τις «πληγές» της οικονομικής κρίσης την προηγούμενη δεκαετία. Η κρίση του κορονοϊού, για αρκετές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, μπορεί να αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα, ενώ ο τουρισμός, που θεωρείται η βαριά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας, πολύ δύσκολα θα ανακάμψει, αν δεν περάσει ακόμη ένας χρόνος.

Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στον χώρο της παιδείας προετοιμάζουν το έδαφος για έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, παρά την πανδημία. Η απόφαση της κυβέρνησης να νομοθετήσει την πανεπιστημιακή αστυνομία προκαλεί ήδη οξύτατες αντιδράσεις στην ακαδημαϊκή κοινότητα και ανοίγει κύκλο αντιπαραθέσεων στα Πανεπιστήμια, που δεν πρόκειται να κλείσει με την ψήφιση του επίμαχου νομοσχεδίου. Η σύγκρουση, που έρχεται, θα έχει διάρκεια και θα κοστίσει στην κυβέρνηση, με δεδομένη και την απουσία προοπτικής για τη νεολαία.

Στο ρευστό σκηνικό, η ελληνική κοινωνία καλείται να διαχειριστεί και τον καταιγισμό των αποκαλύψεων για το σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης στο θέατρο και όχι μόνο. Επιτέλους και στη χώρα μας αντικρίζουμε κατάματα την εφιαλτική πραγματικότητα των πρακτικών κακοποίησης και των σεξιστικών συμπεριφορών. Είναι, επίσης, σημαντικό ότι πλέον «ανοίγουν στόματα» και έρχονται στο φως καταγγελίες, που μέχρι πρότινος αποσιωπούνταν ή συγκαλύπτονταν. Ταυτόχρονα, η επικαιρότητα φωτίζει, επιτέλους, πώς φορείς της εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής, όλο το προηγούμενο διάστημα λειτούργησαν σαν ασπίδα προστασίας απέναντι σε συμπεριφορές και πρακτικές σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας. Πώς συνέβαλαν, δηλαδή, στη γενικότερη τάση συγκάλυψης και αποσιώπησης του ελληνικού #Metoo.

Απέναντι σε όλα αυτά, η έννοια της υπομονής επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Αλλωστε, χωρίς υπομονή (έτσι δεν έχουμε μάθει να λέμε, όταν βρισκόμαστε απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις;) δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την υφιστάμενη συνθήκη με τα περιοριστικά μέτρα και τις οδυνηρές ανατροπές στην καθημερινότητά μας. Η υπομονή μπορεί να έχει ημερομηνία λήξης, εάν υπάρχει σαφής χρονικός ορίζοντας για να μπει τέλος στα δύσκολα. Διαφορετικά, οι άνθρωποι κάνουν υπομονή από συνήθεια, χωρίς να πιστεύουν ότι τα πράγματα κάποτε θα καλυτερεύσουν. Ετσι οδηγούμαστε σε κοινωνία μειωμένων προσδοκιών, που επικρατούν η αποσυσπείρωση και η εξατομίκευση. Σε κοινωνία χωρίς τον απαιτούμενο δυναμισμό για να ξεπεράσει την κρίση. Ειδικά όταν πρόκειται για συνθήκες, όπως αυτές που προκάλεσε η πανδημία και οι οικονομικές της επιπτώσεις.

Η ελληνική κοινωνία για να μην μείνει εγκλωβισμένη σε φαύλο κύκλο κρίσης και μειωμένων προσδοκιών, χρειάζεται επειγόντως ελπίδα και προοπτική. Ελπίδα για να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα της υγειονομικής κρίσης και προοπτική για να διαχειριστεί τις συνθήκες κοινωνικής αναστάτωσης, που προκαλούν οι εντάσεις στην ακαδημαϊκή κοινότητα και οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις στον καλλιτεχνικό χώρο. Η στάση του πολιτικού προσωπικού θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο και θα επηρεάσει τις εξελίξεις. Η οχύρωση πίσω από παλαιοκομματικές αντιλήψεις και η προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης ζητημάτων, που αγγίζουν τον πυρήνα της ηθικής, ενισχύουν την εικόνα απαξίωσης κομμάτων και πολιτικών και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου