Κατώτεροι των περιστάσεων

κατώτεροι-των-περιστάσεων-812177

Του Γιώργου Λαμπράκη

Την περασμένη άνοιξη συμφωνήσαμε ότι έπρεπε να μπει λουκέτο στη χώρα, να καταβαραθρωθεί η οικονομική δραστηριότητα, να διακυβευτούν και στο τέλος να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας, να ζήσουμε τραυματική εμπειρία συλλογικού εγκλεισμού, να δούμε συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες μας να αναστέλλονται, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να κερδίσουμε χρόνο και να προετοιμαστεί κατάλληλα το εθνικό σύστημα υγείας, ώστε να αντιμετωπίσει πρωτοφανές επιδημιολογικό κύμα.

Η κυβέρνηση μας ζήτησε, στην ουσία μας ανάγκασε, να κάνουμε υπομονή και να αποδεχτούμε ως μέρος της καθημερινότητάς μας σκληρά μέτρα, όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας, γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα περιοριζόταν η διασπορά του κορονοϊού και θα εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες υγειονομικές υποδομές, δηλαδή οι διαθέσιμες μονάδες ΜΕΘ, τα αναγκαία μέσα και το κατάλληλο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.

Οι πολίτες θυσίασαν τις ατομικές τους ελευθερίες για να δώσουν χρόνο στην πολιτεία να οργανώσει το σύστημα υγείας με περισσότερες κλίνες ΜΕΘ, να δημιουργήσει περισσότερες κλινικές με απλά κρεβάτια για τους ασθενείς με COVID – 19, να διαμορφώσει κατάλληλα τις δομές στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, έτσι ώστε όταν ερχόταν το δεύτερο κύμα, που γνωρίζαμε εξαρχής ότι ήταν αναπόφευκτη εξέλιξη, το σύστημα υγείας να μπορεί να αντέξει περισσότερα κρούσματα και ει δυνατόν να αποφύγουμε δεύτερο lockdown ή έστω να πάμε ξανά σε μέτρα, που θα είναι μεν περιοριστικά, αλλά δεν θα γονατίσουν πλήρως την πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση την κοινωνία.

Τώρα, είναι σαν να έχουμε γυρίσει ξανά στο σημείο, όπου βρισκόμασταν την περασμένη άνοιξη. Το σύστημα υγείας βρίσκεται σε δραματική κατάσταση, οι διαθέσιμες ΜΕΘ για τους ασθενείς, που δίνουν μάχη με τον θάνατο, έχουν γεμίσει ασφυκτικά, οι απλές κλίνες για τους ασθενείς με COVID – 19 έχουν σχεδόν εξαντληθεί, παρ’ ότι οι διοικήσεις των νοσοκομείων προχώρησαν σε ανακατατάξεις κλινικών και σε επανασχεδιασμό του εσωτερικού οργανογράμματος, ενώ τα εκρηκτικά κενά σε προσωπικό επιχειρείται να καλυφθούν με κινήσεις απελπισίας, όπως οι μετακινήσεις γιατρών και νοσηλευτών από κλινική σε κλινική, η επίταξη ιδιωτικών δομών υγείας, όπου δεν υπάρχει η κατάλληλη γνώση για τη διαχείριση πανδημικής κρίσης και η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για την αξιοποίηση ιδιωτών γιατρών από το ΕΣΥ.

Επιπρόσθετα, βρισκόμαστε σε νέο lockdown, που ουδείς γνωρίζει πότε θα αρθεί, ποιες θα είναι οι πραγματικές του επιπτώσεις στην οικονομία, καθώς επίσης και στην κοινωνία. Επίσης, εξακολουθούν να υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα για τα αίτια της αναποτελεσματικότητας της νέας καραντίνας, που, ενώ έχει παραλύσει την οικονομική δραστηριότητα, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα στον κρίσιμο τομέα των επιδημιολογικών δεδομένων.

Η κυβέρνηση, που πιέζεται ασφυκτικά από τις εξελίξεις, πληρώνει το τίμημα της ολιγωρίας της, όταν, δηλαδή, έπρεπε να πάρει μέτρα για την ανάσχεση του δεύτερου πανδημικού κύματος και των επιλογών της, όταν άνοιξε το καλοκαίρι τα σύνορα της χώρας χωρίς να λάβει τα κατάλληλα μέτρα στις πύλες εισόδου.

Ανάλογη ολιγωρία επέδειξε και στο μείζον ζήτημα της οχύρωσης του ΕΣΥ, παρά την επικοινωνιακή της προσπάθεια να πείσει την κοινή γνώμη ότι αύξησε τις κλίνες ΜΕΘ σε σχέση με πέρυσι, όταν, δηλαδή, αναλογούσαν μόλις 6 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους, τη στιγμή που στην Ευρώπη η τάση είναι το 15% με 20% των κρεβατιών νοσηλευτικού ιδρύματος να χρησιμοποιείται στην εντατική θεραπεία. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση παρουσιάζει σαν επίτευγμα την υποχρέωσή της να προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση κατάστασης, που θυμίζει πόλεμο, χωρίς, ωστόσο, να έχει κάνει όσα έπρεπε και φαίνεται καθημερινά στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και της Θεσσαλίας.

Εξάλλου, ενδεικτικές της έλλειψης σχεδίου, παρά το γεγονός ότι οι πολίτες έδωσαν στην κεντρική εξουσία τον κατάλληλο χρόνο να προετοιμάσει τον κρατικό μηχανισμό για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, είναι η μετατροπή μονάδων ΜΕΘ, που πρέπει να είναι διαθέσιμες για άλλα περιστατικά, σε μονάδες εντατικής για ασθενείς με κορονοϊό, καθώς και η ακύρωση όλων σχεδόν των τακτικών χειρουργείων.

Ολα αυτά προκαλούν ήδη τεράστιο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, ωστόσο πιο σημαντικό είναι το κοινωνικό κόστος, μετά την επιστροφή σε ακραία περιοριστικά μέτρα, για να μην καταρρεύσει το σύστημα υγείας. Ολα θα ήταν εντελώς διαφορετικά, αν εγκαίρως είχε γίνει η κατάλληλη επένδυση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Επένδυση, που θα παραμείνει και μετά το τέλος της πανδημίας.

Οι πολίτες δεν περιμένουν θαύματα ούτε από τη συγκεκριμένη, ούτε από κάποια άλλη κυβέρνηση. Είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν περιοριστικά μέτρα, όπως υπομονετικά το έκαναν το προηγούμενο διάστημα και να υποστούν τις συνέπειες στην καθημερινότητά τους από τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Περίμεναν, ωστόσο, από την παρούσα κυβέρνηση, που εκλέχθηκε με κεντρικό προεκλογικό αφήγημα την επίλυση ή έστω την άμβλυνση διαχρονικών προβλημάτων και την καλύτερη οργάνωση του κράτους μετά την πλήρη αποδιοργάνωση της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, να τηρήσει τις υποσχέσεις της. Σήμερα αποδεικνύεται ότι όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά ούτε καν προσπάθησε να αξιοποιήσει τον χρόνο, που τις έδωσαν οι πολίτες, έτσι ώστε να προετοιμάσει τη χώρα για τον εφιάλτη, που ζούμε τον τελευταίο μήνα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου