Η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ και οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία

η-απαξίωση-του-πολιτικού-συστήματος-κ-7113

Του Γιώργου Λαμπράκη

Τα μεγαλύτερα προβλήματα του πολιτικού συστήματος της χώρας μας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς πολιτών και η επικίνδυνη εκτίμηση ότι «λίγο ώς πολύ όλοι ίδιοι είναι». Πάνω σε αυτή την εκτίμηση «πάτησαν» οι ακραίοι λαϊκιστές και οι νεοναζί και κατάφεραν να περάσουν οι μεν το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου, οι δε το αντίστοιχο του Κοινοβουλίου. Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης, που ταυτόχρονα αποτέλεσε δεκαετία βαθιάς κρίσης των θεσμών και κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι του πολιτικού προσωπικού, φαίνεται πως δεν δίδαξε στα κόμματα, που διεκδικούν την εξουσία.

Το νοσηρό κλίμα, που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες, με τις καταγγελίες από τη μία μεριά για χρηματοδότηση ΜΜΕ με αδιαφανείς διαδικασίες, στο πλαίσιο της καμπάνιας ενημέρωσης κατά του κορονοϊού και οι αποκαλύψεις από την άλλη για τις συνομιλίες του τέως υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά με τον επιχειρηματία Σ. Μιωνή γενικεύει το αίσθημα απαξίωσης του πολιτικού σκηνικού, γεγονός το οποίο είναι ιδιαίτερα αρνητικό για την ίδια τη δημοκρατία και την ποιότητα των θεσμών στη χώρα.

Στο θέμα της καμπάνιας κατά του κορονοϊού και των χρημάτων, που δόθηκαν σε ΜΜΕ – φαντάσματα, σύμφωνα με καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η στάση της κυβέρνησης τροφοδοτούν το νοσηρό σκηνικό, αφαιρώντας από τους λειτουργούς της ενημέρωσης ακόμη περισσότερους πόντους αξιοπιστίας. Ο ρόλος των ΜΜΕ κατά το διάστημα της γενικευμένης καραντίνας ήταν καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να αντιληφθούν οι πολίτες τη σπουδαιότητα της πιστής τήρησης των μέτρων.

Τα χρήματα που δόθηκαν, ωστόσο, για τη συγκεκριμένη καμπάνια και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο δόθηκαν σε μερίδα των ΜΜΕ πλήττουν το κύρος της ενημέρωσης και απαξιώνουν έναν ολόκληρο επαγγελματικό κλάδο, που τα τελευταία χρόνια στήθηκε στο απόσπασμα εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας μιας μικρής μειονότητας δημοσιογράφων με αμφιλεγόμενο ρόλο και ύποπτη ατζέντα. Δημοσιογράφοι και ΜΜΕ, που μαζί με την εκάστοτε εξουσία προσπάθησαν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη και να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα, πάντα προς όφελος παραγόντων με υστερόβουλες επιδιώξεις.

Στην καμπάνια ενημέρωσης για την πανδημία του κορονοϊού τα ΜΜΕ της χώρας επέδειξαν υπευθυνότητα και συντάχθηκαν με τους επιστήμονες, που με τη σειρά τους χάραξαν τη στρατηγική εξόδου από την υγειονομική κρίση με τα λιγότερα δυνατά θύματα, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας στην εποχή μετά την άρση των απαγορεύσεων. Οσα καταγγέλθηκαν για αδιαφανείς διαδικασίες χρηματοδότησης, στο πλαίσιο της επίμαχης καμπάνιας και κυρίως η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να «τσουβαλιάσει» το σύνολο των δημοσιογράφων, αφαιρούν και άλλους πόντους αξιοπιστίας από έναν έτσι κι αλλιώς πληγωμένο, ως προς την εικόνα του έναντι των πολιτών, επαγγελματικό κλάδο και ενισχύουν το αίσθημα καχυποψίας για τα ΜΜΕ, γενικότερα.

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λειτούργησε με τρόπο, που παραπέμπει σε φασίζουσες νοοτροπίες, που η λάσπη εξαπολύεται κατά πάντων, έτσι ώστε να δημιουργηθούν όσο το δυνατό μεγαλύτερες εντυπώσεις και να στραφεί η προσοχή της κοινής γνώμης στην κατεύθυνση που βολεύει όσους μετέρχονται ανάλογων τακτικών.

Μόνο που η επικοινωνιακή επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης και των ΜΜΕ σκιάστηκε τις τελευταίες ημέρες από το σκάνδαλο των ηχογραφημένων συνομιλιών, με πρωταγωνιστή κορυφαίο υπουργό της προηγούμενης κυβέρνησης, που ήταν και από τους στενότερους συνεργάτες του τέως πρωθυπουργού. Οι καταγγελίες της νυν κυβέρνησης για παρακρατικές μεθόδους και εμπλοκή εξωθερμικών παραγόντων σε ζητήματα πολιτικής, σε συνδυασμό με το σκάνδαλο της υπόθεσης Παπαγγελόπουλου και τα όσα ειπώθηκαν στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής, προκαλούν δυσώδες σκηνικό.

Το μείγμα γίνεται πραγματικά αηδιαστικό, αν συνδυαστεί με την υπόθεση της χρηματοδότησης της καμπάνιας κατά του κορονοϊού. Ο δείκτης εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι των κομμάτων και των ΜΜΕ βρίσκεται στο ναδίρ. Η σκανδαλολογία και οι θεωρίες συνομωσίας στο ναδίρ. Το χειρότερο είναι, ωστόσο, ότι ενώ η χώρα προσπαθεί να ανακτήσει τον βηματισμό της στο νέο οικονομικό περιβάλλον, που έχουν διαμορφώσει οι συνθήκες της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού και να χαράξει τον σχεδιασμό της για την αντιμετώπιση πιθανού δεύτερου κύματος της πανδημίας, προκαλούνται κίνδυνοι για νέους διχασμούς.

Το πολιτικό σύστημα, αντί να επικεντρώσει την προσοχή του στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας, αλληλοσπαράσσεται για υποθέσεις, που ίσως έπρεπε να απασχολούν τη δικαιοσύνη. Στην περίπτωση της χρηματοδότησης των ΜΜΕ και σε αυτή των συνομιλιών Παππά – Μιωνή, αν έχουν σημειωθεί παράνομες πράξεις, ο θεσμός της δικαιοσύνης είναι αυτός, που πρέπει να παρέμβει για τη διερεύνησή τους και την απόδοση τυχόν ευθυνών στους υπευθύνους.

Από την άλλη μεριά βέβαια, υπάρχει η αίσθηση ότι και πάλι δεν πρόκειται να πέσει άπλετο φως και σε αυτές τις υποθέσεις. Οι πολίτες είναι σχεδόν βέβαιοι ότι ούτε τώρα θα έρθει η κάθαρση. Οτι το μαχαίρι δεν πρόκειται να φτάσει στο κόκκαλο ούτε αυτή τη φορά. Οχι γιατί η δικαιοσύνη δεν μπορεί να βρει την άκρη του νήματος, αλλά γιατί υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, που αρέσκονται να περιπλέκουν το έργο της και να τροφοδοτούν νοσηρές καταστάσεις, οι οποίες στρέφουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μακριά από τον πραγματικό στόχο.

Πίσω όμως από το αρρωστημένο κλίμα και τη γενικευμένη αίσθηση αηδίας για το σύνολο του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ, κρύβεται μεγάλος κίνδυνος για τη δημοκρατία, η απειλή των ακραίων φωνών και των λαϊκιστών, που, όπως ο λύκος, χαίρονται στην αναμπουμπούλα. Το πολιτικά κόμματα πρέπει να αποφασίσουν, αν επιθυμούν την κάθαρση ή την εξόντωση του πολιτικού αντιπάλου. Στο πρώτο ενδεχόμενο ας αφήσουν τους θεσμούς να κάνουν τη δουλειά τους. Στο δεύτερο ας αναλάβουν τις ευθύνες τους για τις συνέπειες των επιλογών τους έναντι των πολιτών.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου