Στον κλοιό του κορονοϊού και του προσφυγικού

στον-κλοιό-του-κορονοϊού-και-του-προσφ-173298

Του Γιώργου Λαμπράκη

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κέρδισε τις εκλογές έχοντας σχεδιάσει πρόγραμμα για να ξαναστήσει στα πόδια της την οικονομία, να προσελκύσει επενδύσεις, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, να αναδιαμορφώσει τη δημόσια διοίκηση και να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Χωρίς να έχει πετύχει κανέναν από τους στόχους, καθώς δεν έχουν περάσει μόλις οκτώ μήνες από την ημέρα που ανέλαβε τα ηνία της χώρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, σε ό,τι αφορά στο προσφυγικό – μεταναστευτικό και υγειονομική κρίση με αφορμή την επιδημία του κορονοϊού. Στις δύο περιπτώσεις τα δεδομένα, που έχουν δημιουργηθεί τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας, είναι ιδιαίτερα δυσμενή και επηρεάζουν σε καθοριστικό βαθμό την καθημερινότητα των πολιτών.

Το προσφυγικό τείνει να μετατραπεί σε πραγματική κοινωνική βόμβα, που αν εκραγεί θα προκαλέσει τσουνάμι εξελίξεων όχι μόνο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου οι μεταναστευτικές ροές προκαλούν ασφυκτικές συνθήκες στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και στην ενδοχώρα, καθώς αργά ή γρήγορα το αρμόδιο υπουργείο θα συνειδητοποιήσει ότι χωρίς τη δημιουργία κλειστών δομών φιλοξενίας στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν είναι δυνατή η διαχείριση της κατάστασης. Ιδίως μετά τους τακτικισμούς Ερντογάν και την κατακόρυφη αύξηση των προσφυγικών ροών, που σφίγγουν πλέον τον κλοιό όχι μόνο στα νησιά, αλλά και στον Εβρο.

Οι συνέπειες της κυβερνητικής υπαναχώρησης ως προς τον αρχικό σχεδιασμό για τη δημιουργία κέντρων φιλοξενίας μεταναστών και προσφύγων στην Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, μετά τις οξύτατες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, με πρωταγωνιστές αυτοδιοικητικά στελέχη της «γαλάζιας» παράταξης, φάνηκαν, όταν οι νησιώτες ξεσηκώθηκαν και έδιωξαν κακήν κακώς τις αστυνομικές δυνάμεις. Ο σχεδιασμός για τη δημιουργία κλειστών δομών φιλοξενίας παραμένει στον αέρα, όσο και αν αρνείται να το παραδεχτεί το κυβερνητικό επιτελείο, ενώ ο χρόνος που χάθηκε από τον Αύγουστο μέχρι τώρα είναι πολύτιμος και δεν αναπληρώνεται, καθώς οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και οι προσφυγικές ροές αυξάνονται ανεξέλεγκτα.

Ακόμη και αν είχε ολοκληρώσει η κυβέρνηση τον σχεδιασμό της για τη δημιουργία κλειστών δομών φιλοξενίας, θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να διαχειριστεί τόσο μεγάλη κρίση, χωρίς τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων της χώρας, χωρίς την άσκηση πίεσης εκ μέρους τους προς τον Τούρκο πρόεδρο, προκειμένου να σταματήσει τα παιχνίδια με τα καραβάνια των προσφύγων. Η κατάσταση, που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση, είναι πρωτοφανής και η στάση των Ευρωπαίων την κάνει ακόμη χειρότερη, ενώ οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, που είτε δεν αντέχουν άλλο να υφίστανται τις συνέπειες της συνύπαρξης με χιλιάδες πρόσφυγες, είτε δεν επιθυμούν να ζήσουν όσα ζουν εδώ και χρόνια οι νησιώτες, προκαλούν αδιέξοδο. Αν δεν υπάρξει άμεσα αποκλιμάκωση της κατάστασης, οι συνέπειες για τη χώρα μας θα είναι οδυνηρές.

Στο μέτωπο του κορονοϊού, με την ένταση της επιδημίας, την ταχύτατη μετάδοση και τις τεράστιες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, η χώρα μας καλείται επίσης να διαχειριστεί πρωτοφανή κατάσταση, χωρίς την απαιτούμενη ετοιμότητα του δημόσιου συστήματος υγείας, ενώ η στάση των πολιτών δεν βοηθά να αποτραπεί ο πανικός και να δοθεί η ευκαιρία στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές να κάνουν τη δουλειά τους με τα μέσα που διαθέτουν. Κανέναν δεν καθησυχάζουν οι διαρκείς κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι η χώρα μας είναι θωρακισμένη και πως υπάρχει σοβαρό σχέδιο πρόληψης ενάντια στη μετάδοση του ιού και την αντιμετώπιση των συνεπειών από τον κορονοϊό.

Οι προσλήψεις της τελευταίας στιγμής, που αποφασίστηκαν προκειμένου να στελεχωθούν με επιπλέον προσωπικό οι αποδυναμωμένες δημόσιες δομές υγείας, δεν είναι δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες. Ούτε οι ανακοινώσεις για συνεργασία με ιδιωτικές δομές υγείας, αναφορικά με την παραχώρηση κλινών, όπως επίσης και η αξιοποίηση κλινών ξενοδοχειακών μονάδων μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρό αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς στους πολίτες. Η επιδημία του κορονοϊού ξέσπασε στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου. Η προετοιμασία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, που τώρα προκύπτουν και στη χώρα μας, έπρεπε να έχει αρχίσει εδώ και καιρό. Οχι την τελευταία στιγμή να προκηρύσσονται προσλήψεις και να αναζητούνται τρόποι, ώστε να καλυφθούν τα κενά σε κρεβάτια και υλικοτεχνική υποδομή.

Υπάρχουν νοσοκομεία αναφοράς, που οι παθολόγοι δεν επαρκούν, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού υπό κανονικές συνθήκες. Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των επιστημόνων ότι το 20% όσων νοσήσουν θα χρειαστεί να νοσηλευτεί σε δημόσιο νοσοκομείο ή ακόμη και σε μονάδα εντατικής θεραπείας, τότε οι αρμόδιοι ως προς τον σχεδιασμό αντιμετώπισης του κορονοϊού θα βρεθούν σε αδιέξοδο, καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένη εκτίμηση για τα κρεβάτια που θα απαιτηθούν, καθώς επίσης και για την πρόσληψη του επιπλέον ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο θα χρειαστεί, ώστε να λειτουργήσουν οι νέεςκλίνες.

Επιπλέον παράγοντας, που πρέπει να συνεκτιμηθεί από τις αρμόδιες κυβερνητικές και υγειονομικές αρχές, είναι η πλήρης διάλυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με τα κέντρα υγείας να βρίσκονται σε κατάσταση απαξίωσης και τον θεσμό του οικογενειακού γιατρού να υφίσταται μόνο στα χαρτιά. Η συμβολή της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε κρίσιμες καταστάσεις, όπως η επιδημία του κορονοϊού, θα μπορούσε να είναι καθοριστική, αν υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει η απαιτούμενη επάρκεια σε έμψυχο δυναμικό, με αποτέλεσμα η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών της χώρας να αναρωτιέται τι θα γίνει αν νοσήσουν γιατροί και νοσηλευτές, ενδεχόμενο διόλου απίθανο.

Πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες και με ποιον τρόπο θα μπορέσει το υποστελεχωμένο δημόσιο σύστημα υγείας να ανταποκριθεί στον ρόλο του, εν μέσω ιδιαίτερα επιθετικής επιδημίας;

Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το σύστημα είναι σε επιχειρησιακή ετοιμότητα και ικανό να αντιμετωπίσει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που αδυνατούν να διαχειριστούν συστήματα υγείας χωρών δίχως τις παθογένειες του αντίστοιχου της Ελλάδας. Με αφορμή την έκτακτη κατάσταση με τον κορονοϊό η κυβέρνηση έχει πρώτης τάξης ευκαιρία να οχυρώσει το δημόσιο σύστημα υγείας και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, που θα ενισχύσουν το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών.

Στο προσφυγικό δεν εξαρτάται από τη χώρα μας η διαχείριση του προβλήματος, με δεδομένες τις διαστάσεις που έχει λάβει. Οση διάθεση και αποφασιστικότητα και αν έχει η ελληνική κυβέρνηση, το συγκεκριμένο ζήτημα έχει ξεφύγει πλέον από τα όρια της εθνικής διαχείρισης. Προκαλεί, πάντως, έντονη ανησυχία ότι προσφυγικό και κορονοϊός θέτουν στο περιθώριο τον σχεδιασμό για την οικονομική ανάταξη της χώρας και τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου