Οι τουρκικές προκλήσεις και η εφαρμογή του κυβερνητικού οικονομικού προγράμματος

οι-τουρκικές-προκλήσεις-και-η-εφαρμογ-259632

Το έργο του οικονομικού επιτελείου και των υπουργείων, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την προσπάθεια επιστροφής της οικονομίας στην κανονικότητα, είναι εξαιρετικά δύσκολο εκ των πραγμάτων.

Η κορύφωση της τουρκικής προκλητικότητας και η όξυνση, που προκάλεσε στις σχέσεις με την Ελλάδα, είναι παράγοντας, που δεν είχε εκτιμήσει πριν τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουλίου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Τότε ο μοναδικός του αντίπαλος ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές που εφάρμοζε υπό συνθήκες άκρατου λαϊκισμού. Η νέα κυβέρνηση εκλέχτηκε άνετα και ανέλαβε τα ηνία της χώρας με σκοπό να ανατάξει την οικονομία και να στηρίξει τις κοινωνικές ομάδες, που υπέστησαν τα πάνδεινα την τελευταία δεκαετία.

Ειδικά επί συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, η μεσαία τάξη επιβαρύνθηκε με άδικους φόρους και υπέστη οδυνηρά χτυπήματα από την ανεργία και τους περιορισμούς στις τραπεζικές συναλλαγές. Οι όποιες οικονομίες της εξαντλήθηκαν, οι κόποι μιας ζωής εξανεμίστηκαν και την ίδια στιγμή η φορολόγηση στην ακίνητη περιουσία και όχι μόνο μετατράπηκε σε πραγματική θηλιά για χιλιάδες οικογένειες, οι οποίες υποδέχτηκαν το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ με ικανοποίηση και της έδωσαν με την ψήφο τους την ευκαιρία να αναλάβει τις τύχες της χώρας για την επόμενη τετραετία.

Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ότι θα μειώσει τους φόρους, θα επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία με τους δανειστές για δυσβάστακτα υπερπλεονάσματα και θα επαναφέρει την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με την ενίσχυση των επενδύσεων και την τόνωση της αγοράς. Το έργο του οικονομικού επιτελείου και των υπουργείων, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την προσπάθεια επιστροφής της οικονομίας στην κανονικότητα, είναι εξαιρετικά δύσκολο εκ των πραγμάτων.

Οι αρμόδιοι υπουργοί έχουν να αντιμετωπίσουν και την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, με τον ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα κόμματα να προσπαθούν να οικοδομήσουν το αντιπολιτευτικό τους αφήγημα στα σαθρά θεμέλια του λαϊκισμού και της στείρας κριτικής. Από τη μια η δυσπιστία και οι επιφυλάξεις, με τις οποίες αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι εταίροι την Ελλάδα και από την άλλη οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις εξακολουθούν να αποτελούν επιπρόσθετους αρνητικούς παράγοντες, στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να φέρει την ανάπτυξη και να στηρίξει τις κοινωνικές ομάδες, που σήκωσαν δυσβάστακτο φορτίο τα προηγούμενα χρόνια.

Η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελεί επιπρόσθετο αρνητικό παράγοντα σε όλη την προσπάθεια, καθώς χωρίς ηρεμία στις σχέσεις της χώρας μας με τους γείτονές της θεωρείται δύσκολο να αποδώσει καρπούς ο σχεδιασμός για την ουσιαστική ανάταση της οικονομίας. Αν, δηλαδή, η προσοχή του πρωθυπουργού και των άμεσων συνεργατών του είναι διαρκώς στραμμένη στις προκλήσεις των Τούρκων και τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας αντικαταστήσουν τα υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων ως προς την πρόοδο του κυβερνητικού έργου, τότε θα πάει πίσω ολόκληρος ο σχεδιασμός για την υλοποίηση του προεκλογικού προγράμματος της ΝΔ, αναφορικά με την ανάπτυξη, τις φοροελαφρύνσεις και τη δημιουργία νέων και ποιοτικών θέσεων εργασίας.

Οσο αποδοτικά και εργατικά να είναι τα κυβερνητικά στελέχη, όσο καλός συντονισμός να υπάρχει μεταξύ τους, όση θέληση και αν διαθέτουν, ώστε να υλοποιήσουν όσα υποσχέθηκαν πριν τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, οι κυβερνητικές προτεραιότητες θα αλλάξουν, αν κλιμακωθεί η ένταση με την Τουρκία. Με τα σημερινά δεδομένα, το ενδεχόμενο εκτόνωσης δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Το αντίθετο μάλιστα. Οι προθέσεις των γειτόνων μας, σε συνδυασμό με την παθητική στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Αμερικανών, προϊδεάζουν για συνέχιση της έντασης, μέχρι να συμβεί το κακό.

Πιθανό θερμό επεισόδιο θα αποτελούσε τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη, όχι μόνο γιατί θα ενέπλεκε τη χώρα μας σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά γιατί θα απειλούσε με πλήρη κατάρρευση όσες προσπάθειες έχουν γίνει και όσες σχεδιάζονται, προκειμένου η ελληνική οικονομία να ξανασταθεί στα πόδια της. Αν επαληθευτεί το σενάριο, ουδείς μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις, τόσο για την ελληνική κοινωνία, όσο και για την οικονομία. Αν δεν επικρατήσει η λογική και δεν πέσουν οι τόνοι, η κατάσταση θα οδηγηθεί στα άκρα. Η τουρκική πλευρά, που επιδιώκει την όξυνση και προκαλεί με την εξωτερική της πολιτική, έχει μόνο να κερδίσει από την τακτική των προκλήσεων και την ευθεία αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου, καθώς και της κοινής λογικής.

Πλέον, δεν τίθεται μόνο το θέμα των ευαίσθητων πολιτικών ισορροπιών, τις οποίες θέλει να διατηρήσει στο εσωτερικό της χώρας του ο Τούρκος πρόεδρος. Ο έλεγχος των εξορύξεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς και του ευαίσθητου γεωπολιτικού παιχνιδιού, που παίζεται στην περιοχή, δημιουργούν νέα δεδομένα και αλλάζουν τους κανόνες της διπλωματίας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να βάλει τέλος στις επεκτατικές ορέξεις του προέδρου της Τουρκίας, επιβάλλοντας πλήρες εμπάργκο στα τουρκικά προϊόντα, τα οποία εξάγονται στην Ευρώπη. Ωστόσο, περιορίζεται στην έκδοση αυστηρών ανακοινώσεων και απευθύνει προειδοποιήσεις κενές περιεχομένου, φοβούμενη τον τρόπο με τον οποίο θα εκμεταλλευτεί ο Ερντογάν το προσφυγικό.

Τα όπλα που έχει στα χέρια του ο σουλτάνος είναι ισχυρά και η θέση της χώρας μας δύσκολη, όχι μόνο επειδή πιθανή έκρηξη του προσφυγικού θα καταστήσει μη διαχειρίσιμη μία έτσι κι αλλιώς οριακή κατάσταση, αλλά κυρίως γιατί οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Η χώρα μας μόλις βγήκε από δεκαετή κρίση, που «γονάτισε» την κοινωνία και έπληξε τον παραγωγικό της ιστό σε δραματικό βαθμό. Για να επανέλθει στα επίπεδα προ του 2010 απαιτείται σκληρή δουλειά και εφαρμογή πολιτικών με συγκεκριμένη στόχευση.

Με άλλα λόγια, η χώρα μας έχει άμεση ανάγκη από επενδύσεις, μείωση των φόρων και τόνωση της απασχόλησης. Οι αμυντικές δαπάνες και ο εξοπλιστικός πυρετός, έτσι ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα και την εθνική της κυριαρχία, θα στερήσουν πολύτιμους πόρους από τομείς της οικονομίας, που απαιτούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Οσο, λοιπόν, διατηρείται το κλίμα έντασης στα ελληνοτουρκικά, το κυβερνητικό έργο δεν μπορεί να προχωρήσει και να υλοποιηθεί, στον βαθμό τουλάχιστον που απαιτούν οι περιστάσεις και με βάση τις προεκλογικές υποσχέσεις της ΝΔ.

Το μεγάλο ζητούμενο αφορά, ωστόσο, στις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και στη διάθεσή της να περιμένει να γίνουν πράξη όσα της υποσχέθηκαν πριν τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουλίου. Οσοι ψήφισαν για αλλαγή του πολιτικοοικονομικού σκηνικού, ήταν και παραμένουν σε δυσχερή θέση. Ασφυκτιούν εξαιτίας των δεινών που υπέστησαν, κυρίως από το 2015 και μετά και αξιώνουν ταχεία βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης. Το ζητούμενο σε ό,τι αφορά στην κυβέρνηση είναι αν διαθέτει το κατάλληλο σχέδιο, έτσι ώστε να υλοποιήσει αφενός το οικονομικό της πρόγραμμα με ταχύτητα, αφετέρου να διαχειριστεί τις προκλήσεις των Τούρκων, με τρόπο που δεν θα θέτει υπό αμφισβήτηση την προσπάθεια συνολικής ανάτασης της χώρας μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου