Το νοσηρό κομματικό κατεστημένο και ο κρατικός μηχανισμός

το-νοσηρό-κομματικό-κατεστημένο-και-ο-267810

Η κυβέρνηση της ΝΔ κέρδισε άνετα τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου όχι μόνο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αποδομήθηκε πολιτικά και έχασε την επαφή με τους ψηφοφόρους, αλλά κυρίως επειδή υποσχέθηκε στους πολίτες ότι θα νομοθετήσει μέτρα για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, ότι θα μειώσει τους φόρους και πως θα αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας, αντιμετωπίζοντας τις αιτίες που τροφοδοτούν και ενισχύουν τους θύλακες ανομίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύτηκε επίσης ότι θα βάλει τέλος οριστικά και αμετάκλητα στις μικροκομματικές τακτικές του βολέματος «ημέτερων» σε θέσεις ευθύνης του κρατικού μηχανισμού και καλλιέργησε προσδοκίες πως θα επιλέξει τα στελέχη του υπουργικού συμβουλίου με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να μην πληγωθεί το προφίλ της κυβέρνησης από πιθανές δυσάρεστες αποκαλύψεις.

Με τη συμπλήρωση, λοιπόν, πέντε μηνών θητείας της κυβέρνησης ΝΔ, παρατηρούμε ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις στα ζητήματα της οικονομίας υλοποιούνται με τη νομοθέτηση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου. Παράλληλα, ο σχεδιασμός για την αποκατάσταση της τάξης και τον περιορισμό των μπαχαλάκηδων αποδίδει, παρ’ ότι το αρμόδιο υπουργείο κατηγορείται για επίδειξη υπέρμετρου ζήλου στην επιβολή του νόμου.

Δυστυχώς, σε ό,τι αφορά στη στελέχωση της κυβέρνησης και την τοποθέτηση προέδρων και διοικητών σε φορείς του δημοσίου, οι αστοχίες και η προχειρότητα στιγματίζουν το κυβερνών κόμμα και τροφοδοτούν με επιχειρήματα την αντιπολίτευση, προκειμένου να επικρίνει το Μέγαρο Μαξίμου ότι όσα λέγονταν προεκλογικά περί αριστείας και αξιοκρατίας ξεχάστηκαν λίγους μήνες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης.

Η επιλογή υπουργών, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, είτε για τυπικούς λόγους, είτε για ζητήματα ηθικής τάξης, αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα του πολιτικού συστήματος της χώρας μας. Πριν τις εκλογές τα κόμματα, που διεκδικούν την εξουσία, υπόσχονται ότι θα βάλουν τέλος στις αναξιοκρατικές πρακτικές και πως θα στελεχώσουν το υπουργικό συμβούλιο και τον κρατικό μηχανισμό με ικανά πρόσωπα, τα οποία θα φέρουν εις πέρας το έργο τους χωρίς να εκτεθούν τόσο οι ίδιοι, όσο και ο πρωθυπουργός με τους συνεργάτες του, που τους επέλεξαν.

Μετά τις εκλογές οι κομματικές επετηρίδες, τα ρουσφέτια και η άρρηκτη σχέση κομματικού μηχανισμού και κυβερνητικού σχήματος επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες και φέρνουν πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους εκάστοτε πρωθυπουργούς, που με τη σειρά τους κάνουν αποδεκτές τις παραιτήσεις κυβερνητικών στελεχών ή επικεφαλής οργανισμών, κατόπιν ενοχλητικών αποκαλύψεων σχετικά με τα βιογραφικά τους, είτε ακόμη και για θέματα ηθικής τάξης. Το νοσηρό καθεστώς φανερώνει μειωμένα αντανακλαστικά από πλευράς όσων έχουν την ευθύνη των επιλογών, ενώ η αναστάτωση που προκύπτει προκαλεί αρρυθμίες στο κυβερνητικό έργο και πλήττει την εικόνα του επικεφαλής της κυβέρνησης, ο οποίος εμφανίζεται ανακόλουθος σε σχέση με τα όσα υποσχόταν προτού καθίσει στην καρέκλα της εξουσίας.

Είναι αλήθεια ότι ελάχιστοι πίστεψαν κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο ότι ένα συστημικό κόμμα, όπως η ΝΔ, που μαζί με το ΠΑΣΟΚ εφηύραν και καθιέρωσαν τα ρουσφέτια και τις κομματικές επετηρίδες, θα μπορούσε να απαλλαγεί τόσο εύκολα από τις παθογένειες, τις οποίες κουβαλά από την ίδρυσή του. Μπορεί η ηγετική του ομάδα να είχε τη διάθεση να βάλει τέλος στην αναξιοκρατία και τις παρενέργειές της, ωστόσο το κομματικό κατεστημένο και οι μηχανισμοί του, που είναι πανίσχυροι διαχρονικά, είχαν διαφορετική άποψη.

Η άποψη επιβλήθηκε στις περιπτώσεις του 80χρονου, παραλίγο διοικητή του Νοσοκομείου Καρδίτσας, του διοικητή της ΕΥΠ που δεν έχει πτυχίο και του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών με τον ανύπαρκτο μεταπτυχιακό τίτλο και τις αμφισβητούμενες επαγγελματικές δραστηριότητες σε αμερικανικές επιχειρήσεις. Οι τρεις αποτελούν παρελθόν από τον μηχανισμό, που οικοδόμησε η ΝΔ μετά τις εκλογές για να διοικήσει τη χώρα. Ωστόσο, οι εντυπώσεις, που προκάλεσε η επί της ουσίας απομάκρυνσή τους, και οι τρεις εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, ώστε να μη στιγματιστούν και ως αποπεμφθέντες, έπληξαν την εικόνα της κυβέρνησης και επηρέασαν αρνητικά την επικοινωνιακή της προσπάθεια να εμφανίσει κάτι διαφορετικό. Κάτι που δεν θα ζέχνει «κομματίλα» και δεν θα παραπέμπει στις εποχές της πολιτικής παρακμής, οι οποίες οδήγησαν στην οικονομική και αξιακή πτώχευση του τόπου μας.

Το θετικό για την παρούσα κυβέρνηση είναι πως βρίσκεται ακόμη στους πρώτους μήνες της θητείας της. Θέματα όπως τα συγκεκριμένα δεν επηρεάζουν, προς το παρόν τουλάχιστον, τις απαντήσεις που δίνουν οι πολίτες αναφορικά στη γενικότερη εικόνα, την οποία έχουν σχηματίσει για το κυβερνητικό έργο, όταν ερωτώνται στο πλαίσιο μετρήσεων της κοινής γνώμης. Ισως βρισκόμαστε ακόμη στο διάστημα της λεγόμενης περιόδου χάριτος, που πάντα δίνεται σε όλα τα νέα κυβερνητικά σχήματα. Ισως, πάλι, μετρούν περισσότερο για τον κόσμο οι θετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες της ΝΔ στα θέματα της οικονομίας και της μείωσης των φόρων. Ενδεχομένως, τέλος, ο δικός της επικοινωνιακός μηχανισμός στα ΜΜΕ να φροντίζει, ώστε οι αποκαλύψεις, που σχετίζονται με λανθασμένες επιλογές κυβερνητικών στελεχών και κρατικών λειτουργών, να μην προβάλλονται όπως πρέπει.

Για κάποιον από τους παραπάνω λόγους ή για όλους μαζί η κυβέρνηση δεν πληρώνει δημοσκοπικά τα συγκεκριμένα λάθη. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσει να τα επαναλαμβάνει. Η κατάσταση της χώρας και το βουνό που πρέπει να ανέβει, προκειμένου να αποκτήσει η οικονομία στέρεες βάσεις και να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός της για το περίφημο επιτελικό κράτος δεν επιτρέπουν άλλες στραβοτιμονιές. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, που πρώτα είπε ψέματα ως προς τον πραγματικό κυβερνητικό του σχεδιασμό και στη συνέχεια άρχισε να βολεύει «ημέτερους» στον κρατικό μηχανισμό, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή. Με βάση αυτό πρέπει να διδάσκεται στις πολιτικές επιστήμες τι δεν πρέπει να κάνει μια κυβέρνηση, ώστε να μη χάσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα κάθε ηθικό πλεονέκτημα και κατά συνέπεια κάθε επαφή με το εκλογικό σώμα, το οποίο την εμπιστεύτηκε.

Η καταστροφική πολιτική τακτική της πρώτης αριστερής κυβέρνησης της χώρας πρέπει να γίνει πολιτικό βίωμα των κομμάτων, που διεκδικούν την εξουσία και θέλουν να «σώσουν» τον τόπο. Τέτοιους «σωτήρες» δεν χρειάζεται η Ελλάδα. Πλήρωσε και ακόμη πληρώνει πολύ ακριβά τις κομματικές τους εμμονές και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό τους με τις χειρότερες παθογένειες του πολιτικού κατεστημένου της πατρίδας μας. Οι παθογένειες γεννιούνται, ενισχύονται και εδραιώνονται στους κλειστούς κομματικούς μηχανισμούς, που τροφοδοτούν τα ρουσφέτια, ανακυκλώνουν την αναξιοκρατία και προσπαθούν να ελέγξουν την εκάστοτε κυβέρνηση, επιβάλλοντας τους δικούς τους εκλεκτούς. Τώρα, αν οι συγκεκριμένοι εκλεκτοί δεν διαθέτουν καν τα στοιχειώδη προσόντα και κάποιοι ελέγχονται ακόμη και για θέματα ηθικής τάξης, αυτό είναι κάτι που ελάχιστα απασχολεί τους κομματάρχες και τα βουλευτικά γραφεία, με τα οποία έχουν αμφίδρομες σχέσεις.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου