Η αντιπαράθεση οξύνεται, η οικονομία συνεχίζει να ακροβατεί

η-αντιπαράθεση-οξύνεται-η-οικονομία-σ-283697

Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ότι οι οξύτητες επιστρέφουν και πως ο μήνας του μέλιτος μετά την εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Ιουλίου αποτελεί παρελθόν

Στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν πολύ καλά την τακτική της ακραίας πολιτικής πόλωσης, των κοινοβουλευτικών συγκρούσεων, που αρκετές φορές ξεπερνούν τα όρια της πολιτικής ευπρέπειας και της πρόκλησης έντασης για τη δημιουργία εντυπώσεων. Το κόμμα τους, όταν ήταν στο τιμόνι της χώρας, αλλά και πριν το 2015, χρησιμοποίησε αυτές τις μεθόδους κατά κόρον και κάποιες φορές τις κεφαλαιοποίησε, ειδικά σε περιόδους που η προηγούμενη κυβέρνηση βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο, εξαιτίας των επιλογών και των αποφάσεών της στα θέματα της οικονομίας.

Πλέον από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιχειρούν στον ΣΥΡΙΖΑ να επαναφέρουν στην πολιτική ζωή του τόπου το κλίμα των εντάσεων, που στο πρόσφατο παρελθόν όχι μόνο έβλαψε την εικόνα του πολιτικού συστήματος και υποβάθμισε το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου, αλλά προκάλεσε αρνητικές επιπτώσεις στη γενικότερη προσπάθεια οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης της χώρας.

Μετά το πρώτο τετράμηνο τη νέας διακυβέρνησης, που οι τόνοι της αντιπαράθεσης εντός και εκτός Βουλής ήταν χαμηλοί, εξαιτίας και της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να αρθρώσει ουσιαστικό αντιπολιτευτικό λόγο, παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ότι οι οξύτητες επιστρέφουν και πως ο μήνας του μέλιτος μετά την εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Ιουλίου αποτελεί παρελθόν.

Στον ΣΥΡΙΖΑ ίσως να μην έχουν άλλη επιλογή από το να ανεβάσουν τους τόνους και να προκαλέσουν συνθήκες ακραίας πόλωσης στο πολιτικό σκηνικό. Το κομματικό τους ακροατήριο παρουσιάζει τάσεις αποσυσπείρωσης, τα δημοσκοπικά τους ποσοστά παραμένουν καθηλωμένα σε απογοητευτικά επίπεδα και η προσπάθεια για την προσέλκυση νέων μελών κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά εξελίσσεται.

Το 31,5%, που απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, ποσοστό εντυπωσιακό για κόμμα που έχασε την εξουσία κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, δεν κεφαλαιοποιείται. Η κομματική βάση που οικοδόμησε ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ολέθριες κυβερνητικές του επιλογές και την πλήρη διάψευση των προσδοκιών των ψηφοφόρων του, παρουσιάζει σημάδια συρρίκνωσης, ενώ η ιδεοληπτική εμμονή κορυφαίων στελεχών του σε θέματα όπως η ανομία στα Πανεπιστήμια και η ανεξέλεγκτη δράση των μπαχαλάκηδων, που αποδοκιμάζει η κοινωνία, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στην εικόνα του κόμματος.

Το αντιπολιτευτικό αφήγημα, που προσπαθεί να οικοδομήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, βασίζεται σε τρεις άξονες, στη διαχείριση του μεταναστευτικού από τη νέα κυβέρνηση, στον τρόπο πάταξης της παραβατικότητας μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια και στα θέματα της διαφάνειας και της διαπλοκής, με αφορμή τις αλλαγές στον νέο ποινικό κώδικα.

Σε ό,τι αφορά στο μεταναστευτικό, η ΝΔ προσπαθεί να διαχειριστεί το χάος, που της παρέδωσαν οι προκάτοχοί της, οι οποίοι επί τεσσεράμισι χρόνια δεν κατάφεραν να καταρτίσουν ένα υποτυπώδες σχέδιο υποδοχής προσφυγών και μεταναστών, χωρίς ατέρμονες διαδικασίες χορήγησης ασύλου. Στα θέμα της παραβατικότητας οι απόψεις των πολιτών, όπως καταγράφονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, καταρρίπτουν αυτόματα το σύνολο της επιχειρηματολογίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για χρήση αυταρχικών μεθόδων από τις αστυνομικές αρχές. Σε ό,τι αφορά στα θέματα της διαπλοκής, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ δύσκολα θα πείσει την κοινή γνώμη ότι μπορεί να αποτελέσει θεματοφύλακα της διαφάνειας, όταν τον σκιάζουν καταγγελίες για στενές σχέσεις κορυφαίων στελεχών του με συγκεκριμένους επιχειρηματίες και για εμπλοκή υπουργών του σε υποθέσεις με οσμή σκανδάλου. Οτι σταμάτησε η κοινή γνώμη να ασχολείται με αυτές τις υποθέσεις δεν σημαίνει ότι ξέχασε όσα αποκαλύφθηκαν πριν τις βουλευτικές εκλογές ή ότι αυτές οι υποθέσεις έπαψαν να «μυρίζουν άσχημα».

Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται σε αυτά τα θέματα για να χτίσει το αντιπολιτευτικό του αφήγημα και αφήνει αναπάντητα ερωτήματα για τον απολογισμό της δικής του κυβερνητικής θητείας, χωρίς να δίνει εξηγήσεις ούτε για την κατάσταση στην οποία άφησε το προσφυγικό, ούτε για την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε από το 2015. Απλά οξύνει το κλίμα στο πολιτικό σκηνικό, ελπίζοντας ότι αυτή η τακτική θα του προσδώσει πολιτικούς πόντους και θα συσπειρώσει το στενό κομματικό ακροατήριο.

Το δυσάρεστο για την Κουμουνδούρου είναι, πάντως, ότι η συγκεκριμένη κριτική προσκρούει στην ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που κατέχει η κυβέρνηση της ΝΔ και στη σχεδόν αψεγάδιαστη δημοσκοπική εικόνα τόσο της κυβέρνησης, όσο και του ίδιου του πρωθυπουργού, παρ’ ότι το θέμα του προσφυγικού παραμένει μη διαχειρίσιμο, ενώ παράλληλα η κατάσταση της οικονομίας δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης, στον βαθμό τουλάχιστον που εκτιμούσαν οι κομματικοί επιτελείς του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Φαίνεται πως μέτρα όπως το πανεπιστημιακό άσυλο και ο αντικαπνιστικός νόμος επηρέασαν κάτι παραπάνω από θετικά την κοινή γνώμη και λειτούργησαν με αντισταθμιστικό τρόπο στους πόντους, που ενδεχομένως έχασε η ΝΔ στα θέματα της οικονομίας και του προσφυγικού. Ο πρωθυπουργός χαράσσει εμφανείς διαχωριστικές γραμμές από την προηγούμενη κυβέρνηση σε ό,τι αφορά στη διαχείριση βασικών θεμάτων της καθημερινότητας, που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε ήσσονος σημασίας και για αυτό αδιαφόρησε ως προς την αντιμετώπισή τους.

Βέβαια, η αποκατάσταση της νομιμότητας στα Πανεπιστήμια και η πλήρης απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς και ανοιχτούς δημόσιους χώρους δεν είναι δυνατόν να εγγυηθούν την επιστροφή της χώρας στην οικονομική κανονικότητα, που αποτελεί το κλειδί για την ουσιαστική ανάκαμψη της κοινωνίας. Η δε νομοθέτηση μέτρων για φοροελαφρύνσεις δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα από τα πολλά βήματα, που πρέπει να γίνουν, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει υλοποιήσιμο αναπτυξιακό πλάνο.

Η αίσθηση της κοινωνίας ότι τα χειρότερα πέρασαν και πως από εδώ και στο εξής μόνο καλύτερα μπορούν να γίνουν όλα, ενισχύει την πολιτική τακτική της ΝΔ, που ακόμη δεν έχει δώσει πειστικές απαντήσεις για το πώς η πραγματική οικονομία θα ανακάμψει βραχυπρόθεσμα και όχι μετά από πέντε και δέκα χρόνια. Οι εκτιμήσεις για μείωση της ανεργίας είναι θετικές και για το 2020, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφές πλάνο για τη βελτίωση των μισθών των εργαζομένων και την ποιοτική αναβάθμιση των νέων θέσεων εργασίας, που θα δημιουργηθούν. Αν αυτοί οι δείκτες δεν μεταστραφούν, το ενδεχόμενο κοινωνικής αναταραχής δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Θα είναι, λοιπόν, πολύ πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο για την κοινή γνώμη να παρακολουθήσει να εξελίσσεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαράθεση σε πολιτισμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένα επιχειρήματα, στα θέματα της οικονομίας και της ανάπτυξης της χώρας. Το γεγονός ότι τα δύο κόμματα εξουσίας διστάζουν να μεταφέρουν την αντιπαράθεσή τους σε αυτό το επίπεδο, δείχνει ότι αφενός η ΝΔ δυσκολεύεται να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αφετέρου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μη διαθέτει οικονομικό σχέδιο, που δεν θα εμπλέξει τη χώρα σε νέες περιπέτειες.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου