Ασφυκτικά χρονικά περιθώρια για την προσέλκυση επενδυτών

ασφυκτικά-χρονικά-περιθώρια-για-την-π-382114

Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς 60 ημέρες από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχημάτισε κυβέρνηση και όπως είναι φυσικό ορισμένα πρώτα συμπεράσματα για τους στόχους της διακυβέρνησής του μπορούν να εξαχθούν με ασφάλεια. Για παράδειγμα, είναι προφανές ότι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα του πρωθυπουργού είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ηταν άλλωστε σαφής η πρόσκληση, που απηύθυνε σε Γάλλους, Γερμανούς και Ολλανδούς επιχειρηματίες.

Το ίδιο μήνυμα θα στείλει και από τη Σαγκάη τον Νοέμβριο στην ΕΧΡΟ 2019, όπου θα εγκαινιάσει το περίπτερο της Ελλάδας, ενώ θα έχει μεσολαβήσει το προσκλητήριο στα αμερικανικά funds σε λίγες ημέρες στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ.

Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι το προσκλητήριο, αλλά η ανταπόκριση, που, προς το παρόν, είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ως ένα βαθμό αυτό είναι λογικό. Ολοι εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται ο πρωθυπουργός, άκουσαν πολλά τα τελευταία χρόνια και είδαν ελάχιστα. Οσοι προσπάθησαν να έρθουν με σχέδιο, έφυγαν άρον άρον όταν κατάλαβαν ότι κινδύνευαν να μπλέξουν με ένα περίπλοκο και άκρως γραφειοκρατικό και αντιαναπτυξιακό διοικητικό και δικαστικό σύστημα, εμπλουτισμένο με υψηλούς φόρους. Ολα αυτά αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τον ιδανικό αποτρεπτικό συνδυασμό για τους επίδοξους επενδυτές

Αλλοι, πάλι, που θεωρούν εαυτούς πιο «πονηρούς» και περίμεναν την υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, απλά βαρέθηκαν να περιμένουν. Διαγωνισμοί που εκκρεμούν, αρχαιολογικές υπηρεσίες που παραμονεύουν, υποθέσεις που μπλοκάρουν σε δασαρχεία, κτηματικές υπηρεσίες κ.λπ. φρόντισαν να διώξουν κάθε σοβαρή ή λιγότερο σοβαρή επενδυτική απόπειρα.

Το χειρότερο όλων είναι πως αυτές οι παθογένειες δεν είναι απότοκο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής «κανονικότητας». Υπήρχαν πριν από την κρίση, θέριεψαν κατά τη διάρκειά της και όσα συστήματα τις «τρέφουν», γιατί απλά ζουν από αυτές, στοιχηματίζουν ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά την επιστροφή στην ανάπτυξη.

Κάπου εδώ μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα, που, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να απαντήσει η κυβέρνηση. Είναι αποφασισμένη να συγκρουστεί με όλο αυτό το σύστημα και να σπάσει αβγά; Είναι αποφασισμένη να πάρει δύσκολες αποφάσεις; Αν ναι, θα πρέπει να το κάνει τώρα, που το νικηφόρο εκλογικό αποτέλεσμα είναι νωπό, που η αντιπολίτευση, γενικότερα, πελαγοδρομεί και η αξιωματική αντιπολίτευση, ειδικότερα, ως γνήσια αριστερή, ομφαλοσκοπεί. Μετά, θα είναι αργά. Συνεπώς, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει, δεν έχει ένα περιθώριο έξι μηνών για να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα της προσέλκυσης επενδύσεων.

Υστερα από αυτό το χρονικό διάστημα, η κατάσταση που θα διαμορφωθεί θα είναι όπως εκείνη που περιγραφόταν σε έγγραφο ξένης πρεσβείας το 2006, που, ούτε λίγο, ούτε πολύ, η Ελλάδα παρουσιαζόταν ως μια χώρα αναξιόπιστη και επισφαλής για τους επενδυτές, γιατί το πολιτικό της προσωπικό δεν ευνοεί την προώθηση των επενδύσεων. Εννοείται ότι αν παρέλθει αυτό το κρίσιμο εξάμηνο, τα όποια κυβερνητικά προσκλητήρια απευθύνονται θα έχουν μηδενική αξία, όπως και οι πρόσφατοι πανηγυρισμοί, επειδή έπεσε σε ιστορικά χαμηλά η απόδοση του ελληνικού ομολόγου.

Γνωρίζουμε ότι αυτό είναι θετική οικονομική είδηση, καθώς δείχνει ότι δεν υπάρχει φόβος για ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση της χώρας, ενώ ταυτόχρονα σημαίνει ότι μπορεί το δημόσιο να δανειστεί πιο χαμηλά. Ταυτόχρονα υπάρχουν και άλλες «θετικές οικονομικές ενδείξεις» για το επιχειρηματικό κλίμα ή την προοπτική των επενδύσεων. Ομως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συντριπτική πλειονότητα των οικογενειών στην Ελλάδα δεν έχει κρατικά ομόλογα στην κατοχή της, ούτε μπορεί να ζήσει με δάνεια, ακόμη και εάν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά.

Οι άνθρωποι ζουν με μισθούς και μεροκάματα. Με αυτά πληρώνουν ενοίκια και λογαριασμούς, σπουδάζουν παιδιά, ξεχρεώνουν δάνεια και στην Ελλάδα οι μισθοί είναι χαμηλοί. Οπως και εάν τους μετρήσει κανείς.

Επειδή για κάμποσα χρόνια είχε εκτιναχθεί η ανεργία στα ύψη και ο κόσμος δεχόταν να δουλεύει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, συνηθίσαμε ότι το βασικό είναι κάποιος να έχει μισθό και να πρέπει να λέει κι ευχαριστώ από πάνω. Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε ότι 650 ευρώ (μεικτά) είναι αξιοπρεπής μισθός. Πως είναι «μια καλή αρχή» να εργάζεται κάποιος με μερική απασχόληση για 300 – 400 ευρώ. Θεωρούμε «πετυχημένο» τον πτυχιούχο με μεταπτυχιακό, που παίρνει 800 ευρώ.

Πιθανότατα, διάφοροι θα παρουσιάσουν ισολογισμούς και διαγράμματα, κόστη και δυναμικές της αγοράς για να αποδείξουν ότι οι μισθοί στη χώρα μας δεν γίνεται να πάνε πιο πάνω αυτή τη στιγμή. Μπορεί και να έχουν δίκιο. Ομως, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, ότι πλέον συνηθίσαμε να θεωρούμε «ανάπτυξη» το να έχουν χαμηλό μισθό οι εργαζόμενοι, να υπάρχει ένας πενιχρός μισθός σε κάθε οικογένεια, εφόσον έτσι αποφεύγεται ο εφιάλτης της ανεργίας. Στατιστικά τουλάχιστον.

Ομως, αυτό δεν αναιρεί το άδικο του πράγματος. Δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενικότερη παραδοχή, ότι δηλαδή σήμερα η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας απλά επιβιώνει. Οτι δεν μπορεί επί μακρόν να συνεχιστεί μια κατάσταση, που εργαζόμενοι που δουλεύουν σκληρά, που έχουν γνώσεις και δεξιότητες, πτυχία και μεταπτυχιακά, θα αμείβονται πολύ πιο χαμηλά από όσο αξίζουν.

Η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, η κίνηση στην αγορά, η βελτίωση των οικονομικών δεικτών έχουν νόημα, όταν μεταφράζονται σε καλύτερους μισθούς, όταν σημαίνουν πραγματική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων. Διαφορετικά θα επαναλαμβάνεται το έργο με τίτλο «Οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν». Το τέλος αυτού του έργου δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί όσο καθυστερεί η υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδίου για την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων και τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς αποδοχές και κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα.

Ο πρωθυπουργός έχει μπροστά του πολλά να κάνει και περιορισμένο χρονικό περιθώριο για να τα καταφέρει. Μεγάλος του αντίπαλος δεν είναι η αντιπολίτευση, αλλά οι παθογένειες της γραφειοκρατίας και η σθεναρή στάση ενός συστήματος, που δεν θέλει να αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον τόπο, προκειμένου αυτοί που το υπηρετούν να μην απολέσουν τα προνόμιά τους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου