Ο ρόλος της υπεύθυνης αντιπολίτευσης στη μεταμνημονιακή Ελλάδα

ο-ρόλος-της-υπεύθυνης-αντιπολίτευσης-425998

Η ισχυρή λαϊκή εντολή, που έλαβε η κυβέρνηση στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, της δίνει την ευχέρεια να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις χωρίς να διαταράξει τις εύθραυστες σχέσεις με τους δανειστές. Οι προκάτοχοί της το 2015 αφενός απέτυχαν να κάνουν πράξη όσα υποσχέθηκαν στον λαό, αφετέρου συγκρούστηκαν με τους θεσμούς σε μια μάχη με προκαθορισμένο νικητή και αναπόφευκτο αποτέλεσμα, την ψήφιση ενός ακόμη προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, του πιο σκληρού, σε σχέση με τα δύο μνημόνια που είχαν προηγηθεί.

Αυτή τη φορά η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να κάνει πράξη το δυνατόν συντομότερα τον βασικό πυρήνα των προεκλογικών της υποσχέσεων σε θέματα οικονομίας, ανάπτυξης και ασφάλειας. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, την οποία εξασφάλισε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, της δίνει τη δυνατότητα να νομοθετήσει χωρίς συμβιβασμούς και κρυφές συμφωνίες μέτρα, που μπορούν να κάνουν καλύτερη την καθημερινότητα των πολιτών.

Η μείωση του ΕΝΦΙΑ από τον ερχόμενο μήνα και οι φοροελαφρύνσεις, που θα ψηφιστούν μέχρι τις αρχές φθινοπώρου, αποτελούν ένα πρώτο ικανοποιητικό δείγμα των προθέσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αν και το «σπάσιμο» του φορολογικού νομοσχεδίου σε δύο μέρη φανερώνει διάθεση υποχώρησης από τα όσα λέγονταν προεκλογικά. Αυτό και το θέμα της διαπραγμάτευσης για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, που μετατίθεται για την επόμενη χρονιά, φανερώνουν υπαναχώρηση, μετά τα ξεκάθαρα μηνύματα τα οποία έστειλαν οι εκπρόσωποι των θεσμών για πιστή υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Από την άλλη μεριά, η νέα κυβέρνηση, μεταθέτοντας τη διαπραγμάτευση στο θέμα του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2020, κερδίζει πολύτιμο χρόνο, έτσι ώστε να εφαρμόσει χωρίς «κίτρινες κάρτες» και αρνητικές δημόσιες τοποθετήσεις από τους δανειστές το πρόγραμμά της για μείωση των έμμεσων και άμεσων φόρων από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της θητείας της. Εφόσον οι πολίτες δουν από την αρχή ξεκάθαρα δείγματα των προθέσεων του νέου κυβερνητικού σχήματος και πειστούν για την αποφασιστικότητα των προσώπων που έστειλαν στη Βουλή, η δημοφιλία του πρωθυπουργού και των κυβερνητικών στελεχών θα παραμείνει υψηλή, η κοινωνική ειρήνη θα είναι διασφαλισμένη και η αντιπολίτευση θα έχει χάσει ένα βασικό όπλο, στην προσπάθειά της να αμφισβητήσει το κυβερνητικό έργο και να καλλιεργήσει κλίμα αναστάτωσης, ανησυχίας και αντίδρασης στις τάξεις των πολιτών.

Η αποστροφή του πρωθυπουργού, στην εισαγωγική του ομιλία στη Βουλή κατά τη συζήτηση των προγραμματικών θέσεων της κυβέρνησής του, ότι δεν θα συγκρουστεί με την αντιπολίτευση, αλλά με τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών και της κοινωνίας, δίνει το στίγμα της πολιτικής, την οποία θέλει να εφαρμόσει όχι μόνο για να φανεί συνεπής ως προς τις προεκλογικές του υποσχέσεις, αλλά και για να αποδυναμώσει την αξιωματική αντιπολίτευση, που από την επομένη των εκλογών εμφανίστηκε, διά στόματος του αρχηγού της, έτοιμη να επιστρέψει στους δρόμους και να πρωτοστατήσει σε μορφές αντίδρασης κατά κυβερνητικών αποφάσεων, που η ίδια εκτιμά ότι μπορεί να ληφθούν, ενάντια σε λαϊκές κατακτήσεις.

Αν η νέα κυβέρνηση μείνει πιστή στα όσα έχει υποσχεθεί, αν αφοσιωθεί στην υλοποίηση του προγράμματός της για λιγότερους φόρους, περισσότερες δουλειές και βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας για τους πολίτες, ενώ παράλληλα δεν θίξει μέτρα με φιλολαϊκό πρόσημο που νομοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε η κοινωνική ειρήνη δεν θα διασαλευθεί, παρά τους σχεδιασμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στην Κουμουνδούρου μπορεί να έχουν σχεδιάσει ένα πρόγραμμα αντικυβερνητικής δράσης με διάφορες μορφές διαμαρτυρίας ενάντια στην πολιτική που θα εφαρμόσει η ΝΔ, ωστόσο δεν λαμβάνουν υπόψη μια βασική παράμετρο, ότι η επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία δεν είναι η ίδια, σε σχέση με την περίοδο από το 2012 μέχρι το 2014, καθώς και στους πρώτους μήνες του 2015, προτού δηλαδή ο ελληνικός λαός αντιληφθεί ότι είχε πέσει θύμα μιας καταστροφικής πολιτικής μπλόφας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν το κυβερνών κόμμα του Αλέξη Τσίπρα βρέθηκε απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις. Νομοθέτησε σκληρά οικονομικά μέτρα, απογοήτευσε τη συντριπτική μερίδα των πολιτών που το ψήφισαν, όχι μία, αλλά δύο φόρες το 2015, πέταξε στα σκουπίδια το εκκωφαντικό «όχι» του δημοψηφίσματος, πολέμησε την ιδιωτική οικονομία, αφήνοντας στη μοίρα τους την αγορά και τους ελεύθερους επαγγελματίες και υιοθέτησε παλαιοκομματικές μεθόδους, βολεύοντας στρατούς υμετέρων σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες. Ολα αυτά απομάκρυναν τον ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνία. Προκάλεσαν με τους απλούς πολίτες ένα «ρήγμα», που μόνο ο Αλ. Τσίπρας και οι επιτελείς του δεν έχουν αντιληφθεί.

Η νέα κυβέρνηση το μόνο που έχει να κάνει είναι να αποφύγει τα λάθη των αντιπάλων της. Αν μάθει από αυτά και παράλληλα φανεί συνεπής στον βασικό πυρήνα των δικών της δεσμεύσεων, τότε δεν μπορεί να απειληθεί από τα σχέδια της αντιπολίτευσης. Αναφερόμαστε στα «εξωκοινοβουλευτικά» σχέδια, γιατί εντός της εθνικής αντιπροσωπείας η αντιπολίτευση έχει μείζονα ρόλο να διαδραματίσει, ασκώντας αυστηρό και διαρκή κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να αποδείξει ότι έχει ωριμάσει πολιτικά και έχει εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα τον κινηματικό του χαρακτήρα. Αλλωστε, όπως αναφέρεται σε προηγούμενο σημείο του παρόντος σημειώματος, η σχέση του με τα κινήματα έχει διαρραγεί και οι δίαυλοι επικοινωνίας που υπήρχαν προτού αναρριχηθεί στην εξουσία έχουν διακοπεί. Κατά συνέπεια, οφείλει να ασκήσει υπεύθυνη αντιπολίτευση, επενδύοντας στον εποικοδομητικό κοινοβουλευτικό λόγο και όχι στην τακτική του «ανταρτοπόλεμου».

Πλέον η πορεία της χώρας και της οικονομίας επιτάσσει κυβερνήσεις με σχέδιο, που παράγουν έργο με αποτελεσματικότητα και συνέπεια, χωρίς να μηδενίζουν όσα παρέλαβαν από τους προκατόχους και δίχως να τους αντιμετωπίζουν με ρεβανσιστική διάθεση.

Από την άλλη, χρειάζονται σοβαρές αντιπολιτεύσεις, που ελέγχουν ασφυκτικά την εξουσία, συμβάλλουν στη ψήφιση νομοθετημάτων με θετικό πρόσημο για την κοινωνία και καταθέτουν εποικοδομητικές προτάσεις, στο πλαίσιο του συνταγματικά κατοχυρωμένου ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αυτός ο ρόλος είναι καθοριστικός για την ποιοτική λειτουργία της δημοκρατίας και δεν σχετίζεται με τη στρεβλή και αναχρονιστική φιλοσοφία πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θεωρούν ότι επειδή βρίσκονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης πρέπει να λένε υποχρεωτικά «όχι» σε όλα, μόνο και μόνο για να ικανοποιούνται ο κομματικός μηχανισμός και το φανατισμένο ακροατήριο των υμετέρων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου