Τα μηνύματα των δανειστών και το «στοίχημα» της νέας κυβέρνησης

τα-μηνύματα-των-δανειστών-και-το-στοί-433055

Οι δανειστές έχουν ήδη στείλει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τα μηνύματά τους στη νέα κυβέρνηση. Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν πρόκειται να μειωθεί κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, τουλάχιστον φέτος και του χρόνου. Από το 2021 βλέπουμε. Κι αυτό γιατί δεν θέλουν να δώσουν σήμα «χαλάρωσης» στην Ελλάδα, την ώρα που βρίσκονται στα «μαχαίρια» με την Ιταλία για το δικό της υψηλό έλλειμμα. Η Ιταλία είναι, στην παρούσα φάση, ο μεγάλος «ασθενής» στην ευρωζώνη και όχι η χώρα μας.

Για αυτό και η Γερμανίδα καγκελάριος έσπευσε να τοποθετηθεί δημόσια για το ελληνικό ζήτημα, λέγοντας ότι προς το παρόν δεν χρειάζεται καμία αλλαγή στο ισχύον πρόγραμμα και τους στόχους του. Το ίδιο μήνυμα κόμισε στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, που στις πρώτες επαφές του με τη νέα ελληνική κυβέρνηση, ως εκπρόσωπος των δανειστών, ξεκαθάρισε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να ανοίξει η συζήτηση για μείωση του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Το δεύτερο μήνυμα που έχουν στείλει οι Βρυξέλλες στην Ελλάδα είναι ότι με τη θετική στάση τους θα διευρύνουν τα περιθώρια στην κυβέρνηση της ΝΔ, ώστε να επιτύχει, φέτος και το 2020, τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, χωρίς να βγάλουν «κόκκινες» κάρτες σχετικά με τις προτεραιότητες της πολιτικής της, ιδιαίτερα στο καυτό ζήτημα της μείωσης των φόρων.

Παρότι αυτό θα είναι το κυρίαρχο θέμα στις διαπραγματεύσεις που πρόκειται να ξεκινήσουν μεταξύ του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και των δανειστών, ενόψει της κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2020, η εικόνα που υπάρχει αυτή την ώρα είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα δώσουν τελικά την έγκρισή τους σε ένα πακέτο μείωσης των φόρων, περιορισμού των δαπανών και ισχυρών μεταρρυθμίσεων, που θα στοχεύει στην επίτευξη των πλεονασμάτων. Σε ένα πακέτο με διαφορετικό μείγμα πολιτικής από αυτό που εφάρμοζε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα πακέτο που θα στηρίζεται κυρίως στην ανάπτυξη και όχι στους φόρους και τα επιδόματα.

Οσο αυτό αποδίδει, τόσο πιο κοντά θα έρχεται ο στόχος για μείωση των πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2,5%, που ούτως ή άλλως βάσει προγράμματος πρόκειται να γίνει από το 2022. Με άλλα λόγια, όσο η νέα κυβέρνηση υλοποιεί με αποφασιστικότητα τις συμφωνημένες με τους θεσμούς μεταρρυθμίσεις, στην οικονομία, την κοινωνία και το κράτος και όσο αυτό μαζί με τη μείωση των φόρων μεταφράζεται σε ανάπτυξη, τόσο πιο ισχυρά θα είναι τα επιχειρήματα της χώρας μας για να μειωθεί από το 2021 ο υψηλός στόχος των πλεονασμάτων.

Η ΔΕΗ, το Ελληνικό, τα ΕΛΤΑ, το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων στις ΔΕΚΟ, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας αναφορικά στην υλοποίηση επενδύσεων, το νοικοκύρεμα του δημόσιου τομέα και η μεταφορά του στην ψηφιακή εποχή είναι τομείς στους οποίους επιβάλλεται να προκύψουν άμεσα αποτελέσματα, ώστε με τη σειρά της η χώρα μας να στείλει το δικό της μήνυμα προς τους δανειστές. Ετσι θα είναι σε θέση να διαπραγματευτεί υπό καλύτερους όρους. Εκεί θα κριθεί το παιχνίδι και για την κυβέρνηση και για την οικονομία και για τη χώρα γενικότερα.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός αυτής της κυβέρνησης; Σε πρώτη φάση ο εαυτός της. Σε δεύτερη ο χρόνος. Ο εαυτός της, γιατί απλά έβαλε προεκλογικά τον πήχη των προσδοκιών ψηλά, πολύ ψηλά από μόνη της. Ο χρόνος, γιατί πρέπει να αντιληφθεί ότι ο αγώνας που ξεκίνησε είναι μαραθώνιος κι αν επιχειρήσει να τον κάνει σε γρήγορο τέμπο θα μείνει από δυνάμεις. Αν το καταλάβει θα έχει την ευκαιρία να πετύχει τη «διαστολή» του πολιτικού χρόνου. Υπό κανονικές, προ κρίσης, συνθήκες, το εύρος της εκλογικής νίκης που πέτυχε η ΝΔ στις 7 Ιουλίου θα της εξασφάλιζε δύο θητείες στην εξουσία. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, κανείς δεν μπορεί να της το διασφαλίσει, εκτός από την ίδια!

Και κάπου εδώ έρχεται να αναμετρηθεί με τον πρώτο από τους μεγαλύτερους εχθρούς της, τον εαυτό της. Στο ξεκίνημα δείχνει να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να κερδίσει το «στοίχημα», αν κρίνει κανείς, για παράδειγμα, από το πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο, που λειτούργησε κατά τρόπο απολύτως επαγγελματικό. Μια μικρή εισήγηση από τον πρωθυπουργό, πολλές σαφείς εντολές και ένα σαφέστερο χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους, υπό το πρίσμα μιας διαδικασίας αξιολόγησης των κυβερνητικών στελεχών, που για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία του τόπου υλοποιείται.

Ομως, το μεγαλύτερο εχέγγυο για την επιτυχία του στόχου της νέας κυβέρνησης είναι η ωρίμανση της κοινωνίας, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στην προηγούμενη κυβέρνηση, μολονότι συνεργασίας και μάλιστα στα όρια του πολιτικού τερατουργήματος, να κάνει το πρώτο βήμα επιστροφής στην κανονικότητα και να παράξει έργο σε τετραετή βάση, για πρώτη φορά από την ώρα που η Ελλάδα εισήλθε στον φαύλο κύκλο της οικονομικής κρίσης. Αυτή η δυνατότητα ουδέποτε αξιοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ

Στο ξεκίνημά του το νέο κυβερνητικό σχήμα έχει τα εχέγγυα και τις προϋποθέσεις ώστε να αφήσει το πολιτικό του αποτύπωμα σε βάθος χρόνου. Αρκεί να δουλέψει. Μπορεί να ακούγεται κοινότοπο, αλλά εκεί κρύβεται το μυστικό της επόμενης μέρας. Κι επειδή, προφανώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταλάβει ότι για να δουλέψει το σχήμα θα πρέπει να επιτηρείται, έφτιαξε ένα ασφυκτικό πρωθυπουργικό σύστημα, στο οποίο άπαντες αξιολογούνται και οι λιγότερο ικανοί θα πάνε σπίτι τους.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στον πυρήνα του εγχειρήματος. Στο πρωθυπουργικό γραφείο. Εκεί όπου αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Αν οι άνθρωποι που κινούνται γύρω του μπορέσουν να διαχειριστούν τον κυκεώνα των προβλημάτων των επόμενων μηνών, που θα είναι οι κρισιμότεροι και καταφέρουν να ανταποκριθούν επιτυχώς στα καθήκοντά τους, τότε το εγχείρημα θα έχει και διάρκεια και αποτέλεσμα. Διαφορετικά η κοινωνία θα αντιδράσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι εκτιμούν στη ΝΔ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου