Το πρώτο σημαντικό μεταμνημονιακό μέτρο

το-πρώτο-σημαντικό-μεταμνημονιακό-μέ-650851

Εν αναμονή των τελικών αποφάσεων της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, πληθαίνουν τα δημοσιεύματα με εκτιμήσεις, βάσει ανεπίσημης πληροφόρησης, για το ύψος της συγκεκριμένης αύξησης και τον αριθμό των εργαζομένων που θα ευνοηθούν. Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ επιδίδονται σε ένα πραγματικό ρεσιτάλ δημιουργίας εντυπώσεων, που θα ζήλευαν και τα πιο φανατικά συστήματα προπαγανδισμού. Τα δε ΜΜΕ που ασκούν σκληρή αντιπολιτευτική κριτική στην κυβέρνηση, απαξιώνουν τον συγκεκριμένο σχεδιασμό και κάνουν λόγο για αυξήσεις κοροϊδίας.

Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι των 300 και 400 ευρώ τον μήνα γίνονται αποδέκτες αλληλοσυγκρουόμενων και αμφίσημων πληροφοριών, που από τη μία ανεβάζουν το ύψος των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό πάνω από τα 100 ευρώ τον μήνα και από την άλλη «ψαλιδίζουν» τις όποιες προσδοκίες καλλιεργεί η φιλοκυβερνητική πλευρά, υπολογίζοντας το τελικό ποσό της αύξησης στα 30 με 40 ευρώ.

Η αρμόδια υπουργός δεν ανοίγει τα χαρτιά της, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, εξαιτίας και του κλίματος αβεβαιότητας που έχουν προκαλέσει στην πολιτική σκηνή το θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών και η στάση του τέως κυβερνητικού εταίρου Πάνου Καμμένου.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ένα από τα πολλά κυβερνητικά ζητήματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα εδώ και τουλάχιστον δύο μήνες, από τότε δηλαδή που ξεκίνησε το πολιτικό μπρα ντε φερ ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον Πάνο Καμμένο. Αμφότεροι επιδόθηκαν όλο αυτό το διάστημα σε ένα σκληρό παιχνίδι εξουσίας, που άφησε στο περιθώριο μια σειρά από ζητήματα, τα οποία «καίνε» την κοινωνία και απασχολούν άμεσα τους πολίτες.

Η σχεδιαζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί βασική προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, που το 2015 υποσχόταν επαναφορά του στα επίπεδα των 751 ευρώ, όσο ήταν δηλαδή προτού η χώρα μας εισέρθει στη δίνη της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων που επακολούθησαν. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, που προηγήθηκαν της αντίστοιχης συγκυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, όχι μόνο νομοθέτησαν για τη μείωση του κατώτατου μισθού, αλλά και για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα. Η νυν κυβέρνηση φρόντισε για την καθιέρωση μισθών πείνας και εξαθλίωσης και για τη μετατροπή της εργασιακής νομοθεσίας σε πραγματικό κουρελόχαρτο, που ο κάθε εργοδότης ερμηνεύει κατά το δοκούν.

Οι εργαζόμενοι από τη δική τους πλευρά έχουν σκύψει το κεφάλι και ανέχονται αυτό το καθεστώς, υπό τον φόβο της απόλυσης ή του εφιάλτη της ανεργίας, που «χτύπησε την πόρτα» εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών όλα αυτά τα χρόνια. Η υποχώρηση των ποσοστών ανεργίας κάτω από το 19% δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η λογική συνέπεια της πλήρους επικράτησης των ελαστικών μορφών απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Οταν για παράδειγμα, μια οκτάωρη βάρδια μοιράζεται σε δύο και τρεις εργαζόμενους που αντίστοιχα αμείβονται με 200 και 300 ευρώ, τότε λογικό είναι η ανεργία να υποχωρήσει.

Τώρα ετοιμάζεται να εφαρμοστεί το κυβερνητικό σχέδιο για αύξηση του κατώτατου μισθού, έτσι ώστε να σταματήσουν να λαμβάνουν αποδοχές χαμηλότερες ακόμη και από το επίδομα ανεργίας χιλιάδες εργαζόμενοι. Αυτή η αύξηση δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 50 με 60 ευρώ τον μήνα, για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων. Οποιος πιστεύει ότι με αυτές τις αυξήσεις θα καταφέρουν οι εργαζόμενοι του πολύπαθου ιδιωτικού τομέα να ορθοποδήσουν είτε είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα, είτε εξυπηρετεί συμφέροντα. Με αυξήσεις – ψίχουλα ούτε οι εργαζόμενοι θα «ανασάνουν», ούτε βέβαια η πραγματική οικονομία μπορεί να ανακάμψει, εφόσον δεν θα αυξηθεί η κατανάλωση.

Η δε πλευρά της εργοδοσίας δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της όλο αυτό το διάστημα. Μεμονωμένες περιπτώσεις εργοδοτών αφήνουν να εννοηθεί ότι είτε δεν θα μπορέσουν να δώσουν τις σχεδιαζόμενες αυξήσεις στο σύνολο των εργαζομένων που απασχολούν (εμμέσως πλην σαφώς προειδοποιούν δηλαδή με απολύσεις), είτε δεν θα συμμορφωθούν με τη νομοθεσία και θα συνεχίσουν να πληρώνουν το προσωπικό τους με το υφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς, αφού θα έχουν εξασφαλίσει και τη συναίνεση των υπαλλήλων τους, οι οποίοι τόσα χρόνια έχουν μάθει να υποκύπτουν σε ανάλογες πιέσεις προκειμένου να μην απολέσουν τον πενιχρό μισθό που έχουν επιβάλει οι μνημονικοί νόμοι της τελευταίας οκταετίας.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό το υπουργείο Εργασίας ετοιμάζεται για τις τελικές ανακοινώσεις του, γνωρίζοντας ότι η υποχώρηση των μισθών του ιδιωτικού τομέα από το 2011 μέχρι σήμερα (για να ενισχυθεί, υποτίθεται, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας) έχει διαμορφώσει μια δεδομένη κατάσταση τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τους εργοδότες. Οι μεν εργαζόμενοι δεν μπορούν παρά να ελπίζουν ότι η επικείμενη απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού θα καλύψει έστω ένα μέρος των αναγκών τους και θα θέσει τις βάσεις για την επιθυμητή μισθολογική αποκατάσταση των πιο σκληρά εργαζόμενων Ελλήνων.

Οι δε εργοδότες πολύ δύσκολα θα αποδεχτούν έναν νόμο που τους «ξεβολεύει» και θα αναγκάσει πολλούς να καταβάλλουν στο προσωπικό τους αξιοπρεπείς αποδοχές, έτσι ώστε να τονωθεί η κατανάλωση και κατά συνέπεια να ενισχυθεί η ιδιωτική οικονομία, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας αποτελούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η νομοθέτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού εκτός από ουσιαστική (εφόσον οι αυξήσεις είναι αξιοπρεπείς), είναι και μια ιδιαίτερα συμβολική πολιτική πράξη, με την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα για το τέλος των μνημονίων. Αρκεί να αντέξει η κυβέρνηση και να μη θυσιάσουν τα στελέχη της το συμφέρον της κοινωνίας στον βωμό των μικροπολιτικών συμφερόντων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου