Οι εκλογές ως ευκαιρία επανεκκίνησης της χώρας

οι-εκλογές-ως-ευκαιρία-επανεκκίνησης-700258

Η ένταση του πολιτικού λόγου και το επίπεδο των επιχειρημάτων, που χρησιμοποιούν ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις αλλεπάλληλες κόντρες τους στη Βουλή, προεξοφλούν το κλίμα οξύτητας, σχεδόν στα όρια της πολιτικής ακρότητας που θα χαρακτηρίσει την ερχόμενη προεκλογική περίοδο. Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί απέχουν πλέον ελάχιστα από το να αρχίσουν να εκτοξεύουν εκατέρωθεν κατηγορίες και να ανταλλάσσουν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο. Αμφότεροι προσπαθούν να οικοδομήσουν μια προεκλογική στρατηγική που θα οδηγήσει τα κόμματά τους στην προσεχή αναμέτρηση με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά στη διεκδίκηση της νίκης.

Σε ό,τι αφορά βέβαια στον ΣΥΡΙΖΑ οι πιθανότητες να κερδίσει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές έχουν σχεδόν εξανεμιστεί και αυτό επιβεβαιώνεται μετά τη δημοσιοποίηση κάθε νέας δημοσκόπησης. Με αυτό το δεδομένο η προεκλογική στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου επικεντρώνεται στον μέγιστο δυνατό περιορισμό της διαφοράς από τη ΝΔ και την εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων εδρών στην επόμενη Βουλή, έτσι ώστε η επάνοδος στην εξουσία να αποτελέσει ισχυρή πιθανότητα στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση. Από την πλευρά της ΝΔ η στρατηγική που αναπτύσσουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του βασίζεται στην ολοκληρωτική αποδόμηση της κυβέρνησης με καθημερινές ολομέτωπες επιθέσεις στο σύνολο των τομέων του κυβερνητικού έργου.

Τα θέματα της οικονομίας παρατηρούμε πως τίθενται σε δεύτερη μοίρα, καθώς αυτό το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση επιδίδεται σε ένα μπαράζ παροχών είτε με τη μορφή αποσπασματικών μέτρων όπως το κοινωνικό μέρισμα, είτε με τον χαρακτήρα νομοθετικών μεταρρυθμίσεων στον τομέα της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών. Μοιραία λοιπόν επικεντρώνει η αξιωματική αντιπολίτευση στα θέματα της δημόσιας ασφάλειας και της κατάστασης στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Το καθεστώς ανομίας, που κυριαρχεί σε χώρους όπου υποτίθεται ότι έπρεπε να κυριαρχούν η μάθηση και η έρευνα, μετατρέπεται σε ένα πολύτιμο όπλο στα χέρια της αντιπολίτευσης για την άσκηση σκληρής κριτικής στους κυβερνώντες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ως «ταμπού» το μείζον ζήτημα της αποκατάστασης της κανονικότητας στα δημόσια πανεπιστήμια, έστω και αν χρειαστεί να γίνουν γενναίες αλλαγές στο θέμα του ασύλου.

Ολο αυτό το σκηνικό αδυσώπητης αντιπαράθεσης εμπλουτίζεται και τροφοδοτείται από το κλίμα σκανδαλολογίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση με σκοπό να πλήξει τους πολιτικούς της αντιπάλους, άσχετα αν δεν υπάρχει το κατάλληλο νομικό και θεσμικό υπόβαθρο, ώστε να διερευνηθούν σε βάθος οι εκκρεμούσες υποθέσεις και να αποδοθεί δικαιοσύνη στις περιπτώσεις των πολιτικών προσώπων που όντως έχουν βάλει το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι.

Ας επιχειρήσουμε όμως να προσεγγίσουμε την προεκλογική τακτική της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη σκοπιά των απλών πολιτών. Προφανώς τους ενδιαφέρει να διαλευκανθούν πλήρως οι υποθέσεις με σκιές σκανδάλων. Πότε όμως αυτό έγινε πράξη στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία της χώρας, με εξαίρεση ορισμένες κραυγαλέες υποθέσεις, οι οποίες δυστυχώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα;

Στο θέμα της ανομίας στα πανεπιστήμια, η ανεξέλεγκτη δράση ομάδων με κίνητρα που δεν έχουν καμία σχέση με τα κίνητρα της ακαδημαϊκής κοινότητας ουδέποτε αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς ούτε θέλει, ούτε μπορεί να συμμαζέψει την υφιστάμενη κατάσταση. Η δε πρόθεση της ΝΔ περί πλήρους κατάργησης του ισχύοντος νόμου για το πανεπιστημιακό άσυλο ίσως οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις με δεδομένη τη γιγάντωση του αντιεξουσιαστικού ρεύματος στα Εξάρχεια και σε άλλες περιοχές της Αττικής, όπου τα τελευταία χρόνια η παρουσία της Αστυνομίας είναι ανύπαρκτη με άνωθεν εντολές. Το αν μπορεί μια πιθανή κυβέρνηση της ΝΔ να αντιμετωπίσει τη σημερινή χαοτική κατάσταση χωρίς να καταπατηθούν οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες της ακαδημαϊκής κοινότητας και το πιο σημαντικό χωρίς να παραδοθεί η Αθήνα στις ορδές των μανιασμένων κουκουλοφόρων, είναι κάτι που μένει να διαπιστωθεί μετά τις επόμενες εκλογές.

Στο μεταξύ, η κοινωνία παραμένει σε οικονομικό τέλμα και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για καταβολή επιδομάτων ή για την υλοποίηση μέτρων που αποτελούν στην ουσία σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει η ελληνική οικογένεια μετά από τρία μνημόνια και αμέτρητους εφαρμοστούς νόμους, δεν αρκούν για να αλλάξει το κλίμα και να μειωθεί η διψήφια δημοσκοπική διαφορά από τη ΝΔ. Οι δε δεσμεύσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι θα κυβερνήσει τη χώρα με γνώμονα τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα και την υλοποίηση πολιτικών για τη μείωση των δαπανών του δημοσίου και την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν επενδύσεις και κατά συνέπεια νέες θέσεις εργασίας, αντιμετωπίζονται από πολλούς με δυσπιστία, καθώς πρόκειται για υποσχέσεις που έχουν ακουστεί πολλές φορές.

Παρ’ όλα αυτά οι πολίτες που έχουν απογοητευθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ θα στηρίξουν την πολιτική πρόταση της ΝΔ, αφενός για να τιμωρήσουν τη νυν κυβέρνηση, η οποία τους εξαπάτησε με κυνικό τρόπο και αφετέρου επειδή οι Έλληνες ψηφοφόροι είναι διαχρονικά ευκολόπιστοι, ξεχνούν γρήγορα και αναζητούν σε κάθε προεκλογική περίοδο κάποιον φανταστικό πολιτικό σωτήρα που ποτέ δεν έρχεται.

Μέχρι να στηθούν λοιπόν κάλπες ας προετοιμαστούμε για την ανελέητη εκλογική μάχη που αναμένεται, αξιολογώντας τις υποσχέσεις των διεκδικητών της εξουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και όχι με βάση τις υπερβολές που συνήθως εκτοξεύονται. Μπροστά στην κάλπη πρέπει να δημιουργήσουμε με την ψήφο μας εκείνες τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν στη χώρα μια ισχυρή κυβέρνηση, η οποία δεν θα είναι δέσμια ούτε των ιδεοληψιών, ούτε των ψευδαισθήσεών της.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου