Γιώργος Λαμπράκης: Ανεπίδεκτοι μαθήσεως

γιώργος-λαμπράκης-ανεπίδεκτοι-μαθήσ-47740

Μετά τα σενάρια για μείωση του αφορολογήτου με θύματα τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους των 500 και 600 ευρώ, το οικονομικό επιτελείο διαρρέει σκέψεις και προτάσεις για δραματικές αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, που θα επηρεάσουν αρνητικά τόσο τους καταναλωτές, όσο και τους πρατηριούχους. Η κυβέρνηση, υπό το βάρος της αγωνίας της να κλείσει την αξιολόγηση και να καλύψει το δημοσιονομικό κενό που έχουν εντοπίσει οι θεσμοί, εφευρίσκει τρόπους είσπραξης εσόδων από μια κοινωνία η οποία έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της φοροδοτικής της ικανότητας. Οι σχεδιαζόμενες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, είτε μέσω της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου κίνησης με αυτόν της αμόλυβδης βενζίνης, είτε μέσω της περαιτέρω ανόδου του ΕΦΚ με αποτέλεσμα το σκαρφάλωμα των τιμών κοντά στο 1,50 ευρώ το λίτρο, θα οδηγήσουν αναμφίβολα σε ένα και μόνο αποτέλεσμα. Στη μείωση της ζήτησης, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους πρατηριούχους και στην αύξηση των τιμών μιας σειράς αγαθών και υπηρεσιών, από τη στιγμή που θα ακριβύνει το μεταφορικό κόστος. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκτός από τους πολίτες, μεγάλος χαμένος θα είναι το ίδιο το κράτος το οποίο θα δει τις προβλέψεις του για επιπλέον δημόσια έσοδα να διαψεύδονται πανηγυρικά. Κανένας αντίστοιχος σχεδιασμός δεν μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα και το παράδειγμα του πετρελαίου θέρμανσης, όπου πριν από δύο χρόνια αυξήθηκε η τιμή του στα ύψη και έπεσε κατακόρυφα η κατανάλωση, είναι το πλέον χαρακτηριστικό. Κι όμως επιμένουν στην ίδια λανθασμένη συνταγή, έχοντας εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο λήψης αδιέξοδων αποφάσεων και εφαρμογής εγκληματικών οικονομικών πολιτικών, οι οποίες το μόνο που καταφέρνουν είναι να διευρύνουν ακόμη περισσότερο την ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Η περίπτωση της πολιτικής των τιμών στα καύσιμα είναι χαρακτηριστική της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις, διαχρονικά, τα ελλείμματα στα δημόσια έσοδα. Μόλις προκύψει κάποιο σχετικό ζήτημα η πρώτη σκέψη είναι η αύξηση των ειδικών φορών κατανάλωσης χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες στην κοινωνία. Η αγορά έχει τους δικούς της απαράβατους νόμους και κανόνες. Η λογική λέει πως από τη στιγμή που ένα προϊόν ή μια υπηρεσία ακριβαίνει, πέφτει αυτομάτως η αντίστοιχη ζήτηση. Αυτό το απλό σκεπτικό δείχνουν να το αγνοούν στο οικονομικό επιτελείο και επιμένουν στη λήψη μέτρων τα οποία αναγκάζουν τους πολίτες, οι οποίοι ήδη αδυνατούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τα κράτος, να βάλουν ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Από τη στιγμή λοιπόν που δεν δείχνουν να μαθαίνουν από τα λάθη τους, ας προχωρήσουν για άλλη μια φορά στην υλοποίηση ενός σχεδιασμού, ο οποίος μετά από λίγο καιρό θα καταρρεύσει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο. Εως ότου όμως καταλάβουν το νέο λάθος που ετοιμάζονται να διαπράξουν το κακό θα έχει γίνει. Η κατανάλωση θα έχει «παγώσει», ακόμη περισσότερα πρατήρια θα βάλουν λουκέτο και οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία θα είναι και πάλι οδυνηρές. Τα χτυπήματα που έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια έχουν γονατίσει τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ενώ οι όποιες προσπάθειες να στηριχτεί η ελληνική οικονομία από τις εναπομείνασες υγιείς δυνάμεις του τόπου εξαφανίζονται στο άκουσμα και μόνο των προθέσεων του οικονομικού επιτελείου να επιβάλει και άλλα δυσβάστακτα μέτρα σε μια κοινωνία η οποία δεν έχει άλλες αντοχές.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου