Γρηγόρης Καρταπάνης: Η ακτογραμμή Βόλου – Αλμυρού πριν το 1900

γρηγόρης-καρταπάνης-η-ακτογραμμή-βόλ-600882

ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στα απομνημονεύματά του ο λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος, περιλαμβάνει περιγραφές από τον παλιό Βόλο και τη γύρω περιοχή κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ανατρέχοντας στα παιδικά και πρώτα νεανικά του χρόνια (γενν. 1880) ο απομνημονευματογράφος αποτυπώνει με την γραφίδα του, σημεία της πόλης από το 1884 ως το 1900 πάνω κάτω.

Το παραλιακό μέτωπο, άλλα κεντρικά σημεία της νέας πόλης, το Κάστρο (Παλιά) που το πρόλαβε προτού κατεδαφιστούν τα τοίχοι του το 1889 ή ακόμη οι παρυφές του διαρκώς διευρυνόμενου πολεοδομικού ιστού αποτελούν αντικείμενο καταγραφών του Χριστόπουλου ογδόντα και πλέον χρόνια όταν συνέγραφε τις αναμνήσεις του βίου του στις αρχές της δεκ. του ’60.

Ακόμη, τα Πευκάκια και τα γύρω μέρη περιγράφονται από τον ζωγράφο, αφού εκεί υπήρχε η οικογενειακή επιχείρηση και διέμενε από το 1892 έως τον θάνατό του. Από την θέση αυτή έχουμε μνημονεύσει ορισμένες φορές τέτοιες τοπιογραφικές μνήμες του, συνήθως με αφορμή την απελευθέρωση του Βόλου από τον οθωμανικό ζυγό (2-11-1881).

Για τον ίδιο λόγο ας κάνουμε ένα ακόμη μικρό επετειακό αφιέρωμα, με κείμενο του Χριστόπουλου για την ευρύτερη περιοχή του Βόλου προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ένα αυτόνομο ‘’οδοιπορικό’’ τριών περίπου χειρόγραφών σελίδων, το οποίο περιλαμβάνει μια διαδρομή από την δυτική έξοδο της πόλης, ως την παραλία του Αλμυρού, με περιγραφή της ακτογραμμής από τη Μπουρμπουλήθρα και μετά.Γιαλό – γιαλό προχωράει ο απομνημονευματογράφος και καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια την περιοχή που την γνώριζε άριστα μέσα από τις βιωματικές του εμπειρίες.

Δίνονται οι απαραίτητες διευκρινήσεις – επισημάνσεις, μέσω του κειμένου με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το γραφτό του Χριστόπουλου προσφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία επιζητούν επιπλέον διερεύνηση και αφορούν πρόσωπα και καταστάσεις όχι μόνο εκείνης της εποχής αλλά και παλαιότερα. Για την καλύτερη παρουσίαση του κειμένου το χωρίζουμε σε 4 επιμέρους τμήματα, με παράλληλες διευκρινήσεις και ταυτίσεις του τότε με το σήμερα.

Α΄ Από το Βόλο ως τη Μπουρμπουλήθρα

«Mετά την απελευθέρωση του Βόλου

Τώρα θα γράψω διάφορα ονόματα από την περιφέρειά μας. Εκεί που ήταν η μάνδρα του Αερόφωτου ήταν όλο τούρκικα μνήματα, εκεί που είναι το εργοστάσιο του Αξελού ήταν όλο γύφτοι σιδεράδες, εκεί που είναι η γέφυρα ήταν ένα παλιογεφύρι πέτρινο. Από κει και πέρα όλο χωράφια. Εκεί που είναι το ΕΒΟΛ γίνονταν τα αλώνια. Παρακάτω ήταν η Αρμιθιά. Οι πρώτοι κάτοικοι που φκιάσαν σπίτια ήταν ο Γ.Σαμαλτάνης ή Σαμιώτης ο Νικ. Σαλματάνης, ο Μανώλης Σαμαλτάνης, πατέρας και παιδιά, ο Γιάννης ο Τσεργής, ο Κωστίκας ο Μαργαρίτης και άλλοι.

Παρακάτω ήταν ένας λόφος από χώμα που έκανε ο στρατός σκοποβολή. Παρακάτω ήταν ο Ξεριάς που όταν έβρεχε πλημμύριζε, γίνονταν λίμνη, δεν ημπορούσες να περάσεις. Ερχόμαστε στη Μπουρμπουλήθρα, βούιζαν τα νερά ολοκάθερα αλλά γλυφά. Απάνω στο λόφο ήταν το μανδρί του Καραίσκου που σώζεται ακόμα. Παραδώ ήταν η λούμπα που πότιζαν τα ζώα…».

Διευκρινίζει αρχικά ο Χριστόπουλος δύο πράγματα: α) χρονικά η περιγραφή αναφέρεται μετά το 1881 και β) προτίθεται να παραθέσει τοπωνυμία της ευρύτερης περιοχής, αντιλαμβανόμενος προφανώς τις διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει 80 και πλέον χρόνια μετά, δηλ. κατά το χρόνο της συγγραφής.

Ξεκινά την περιδιάβασή του με αφετηρία από τη δυτική πλευρά του Κάστρου και το τούρκικο νεκροταφείο. Το εργοστάσιο παραγωγής και διανομής αεριόφωτος (φωταέριο ) λειτουργούσε από το 1894 στο σημείο του σημερινού σταθμού των λεωφορείων. Διαγώνια απέναντι ήταν το εργοστάσιο, κατασκευής κινητήρων πετρελαίου, Αξέλου.

Δεν επισημαίνει ακολούθως αν είχε γίνει κατά την περιγραφή, η μεταφορά και διευθέτηση της κοίτης του Κραυσίδωνα δυτικά του Κάστρου, ή ακόμη υπήρχε κάποιο αποστραγγιστικό ρέμα. Ερημιά στην περιοχή των Αγ. Αναργύρων – Νεάπολης – πληροφορίες για τους πρώτους οικιστές. Ο Ξηριάς και το έλος της Μπουρμπουλήθρας αποτελούσαν, σε περίοδο βροχοπτώσεων αξεπέραστο εμπόδιο.

B’ Aπό τα Πευκάκια στις Αλυκές

«Παραδώ ήταν το καρακόλι όπου ήταν η σκάλα των Παγασών. Ήταν δυο οργές νερά και όταν φρεσκάριζε η μπουκαδούρα μαζεύονταν εκεί όλες οι βάρκες οι ψαράδικες, όπου ήταν και το ιχθυοτροφείο. Πιο εδώ ήταν το κτήμα του γέρο Ζώτου και η βίλα του Χριστομάνου καθώς και το πηγάδι που είχε ωραίο νερό χωνευτικό. Αλλά ο δρόμος ήταν όλο βάτα και βούρλα. Πιο εδώ ήταν ο ταρσανάς που σώζεται ακόμα.

Πιο πέρα είναι ο λόφος των Πευκακίων και το λαζαρέτο που ήταν όλο μνήματα. Πιο πέρα ήταν η Αγία Βαρβάρα, σώζονταν τα ερείπια και ανάβαμε τα καντήλια. Είχε από κάτω στην παραλία και αρχαία σκάλα όπου σώζονται ακόμα οι κολώνες. Πιο πέρα ήταν η καρβουνόσκαλα και η καρβουναποθήκη, καθώς και μια πυριταποθήκη και ένα καρακόλι και ένας πύργος. Πιο πέρα ήταν το κόκκινο φανάρι.

Η πρώτοι φαροφύλακες ήταν ο καπετάν Λάζαρος ο Υδραίος και ο καπετάν Γιάννης ο Μάργαρος ο Μιτζελιώτης, που ήταν χρόνια στο φανάρι μέχρι το 1895. Παρακάτω είναι μια αγκαλίτσα την λέγαμε Αη Σώστη…».

Σκάλα των Παγασών εννοεί τη λίθινη αποβάθρα που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες των λιμενικών έργων κατά το 1892 ή λίγο αργότερα. Διακρίνεται ακόμη προεξέχοντας, ενσωματωμένη στη πολύ νεώτερη (1975) κεκλιμένη προβλήτα, στα όρια με το ναυπηγείο.

Προφανώς εκεί υπήρχε φυλάκιο (καρακόλι). Ιχθυοτροφείο ονομάζονταν ολόκληρη η αβαθής περιοχή μεταξύ Πευκακίων – Ν. Παγασών – Μπουρμπουλήθρας που μισθώνονταν σε ιδιώτη για την εκμετάλλευση των αλιευμάτων. Αναφέρονται κατόπιν κάποιοι ιδιοκτήτες της περιοχής, δεν γνωρίζω για ποιο πηγάδι κάνει λόγο -μάλλον δεν υπάρχει πλέον- και φθάνει και στην οικογενειακή του επιχείρηση ο Χριστόπουλος (ταρσανάς) σημειώνοντας το δύσβατο της έρημης γύρω περιοχής.

Υπολείμματα του ναΐσκου της Αγ. Βαρβάρας υπάρχουν ελάχιστα,ανηφορίζοντας από το ‘’Μπούρτζι ‘’.Στοιχεία για την χρήση της περιοχής ως απομονωτηρίου ασθενών δεν έχω υπόψη μου. Τα ενάλια αρχαιολογικά ευρήματα σε μικρή απόσταση από την ακτή, κάτω από την είσοδο του κτήματος Σέφελ αναφέρονται και σε άλλο σημείο των απομνημονευμάτων με την έλευση του έφορου αρχαιοτήτων, Αρβανιτόπουλου.

Ιδιαίτερη αναφορά, με πρόσθετες πληροφορίες για τους πρώτους φαροφύλακες, στον ιστορικό φάρο Σέσκλο που λειτουργεί ως σήμερα από το 1864.Αη- Σώστη εννοεί προφανώς την βοτσαλωτή παραλία στο τέλος του κατήφορου, μετά τον φάρο.

Γ’ Αλυκές – Σωρός -Αγκίστρι

«Παρακάτω από κει που είναι η βίλα του Βούργαρη αρχινούν οι Πλάκες. Ητανε και οι παλιές αλυκές που βγάζαν αλάτι σαν το κρύσταλλο. Ήταν εργολάβος ο Καιμάκης και τοποτηρητής ο Παλαμάς και αρχιεργάτης ο Δημήτριος Ευθυμιάδης. Παρακάτω από τις πλάκες ήτανε το ποτόκι που έπαιρνε θάλασσα μέσα στα τηγάνια της αλυκής. Παρακάτω από το ποτόκι ήταν η αλαταποθήκη, αυτού που είναι σήμερα το κέντρο του Θεοδώρου. Ήταν και η μεγάλη καλάδα για τις τράτες. Όλη η ακρογιαλιά μέχρι τον Σωρό ήταν ερημιά. Άμα νύχτωνε δεν έβλεπες πουλί πετάμενο αλλά λύκοι και τσακάλια ούρλιαζαν όλη την νύχτα. Παρακάτω από την αλαταποθήκη ήταν τα Καβάκια μέχρι εκεί που είναι τώρα το κτήμα του Βούλγαρη. Αμα έκανε μεγάλη βροχή βούιζε το ποτάμι το Λιγαρόρεμα. Παρακάτω ήταν η μικρή αλυκή, ίσαμε το μικρό ποτόκι.Παρακάτω ήτανε το ψαράδικο όνομα ή Πατήσα, γιατί είναι ρηχοπατιά και μόλις πιάναν την άκρη της τράτας ξεφέλιζαν όλου οι φελοί της τράτας. Παρακάτω είναι ο σωρός. Από κει από τον Σωρό είναι η Καραβοστασιά, παραπέρα είναι το Βαθύ, παραπέρα είναι τ’ Αγκίστρι. Παραπάνω από τον κάβο είναι το Δασκαλιό μια αρχαία σπηλιά. Εκείνα τα χρόνια ήταν καθαρή είχε σκαλοπάτια και κατέβαινες κάτω. Παρακάτω ήταν η περιστεριώνα, πλήθος αγριοπερίστερα είχαν φωλιές…»

Βίλα του Βούργαρη είναι το παράλιο οίκημα προτού την ευθεία των Αλυκών -ερειπωμένο σήμερα- απ’ όπου και ξεκινούν τα απομεινάρια του νότιου λιμανιού της αμφιλίμενης Δημητριάδας, γνωστά ως «πλάκες».

Αμέσως μετά άρχιζαν οι αλυκές που παρήγαγαν αλάτι ως το 1956 και ονόμασαν ολόκληρη την περιοχή από τις αρχές του Μεσοπολέμου. Στα χρόνια που αναφέρεται ο Χριστόπουλος υπήρχε πλήρης ερημιά, με λίγα καλύβια σε κτήματα ή ποιμνιοστάσια που κατοικούνταν περιστασιακά, κατάσταση που συνεχίζονταν και στις πρώτες δεκαετίες του 20’ αιώνα.

Η αλαταποθήκη βρίσκονταν στο ύψος της σημερινής πλαζ. Ακολουθούσε πιο κάτω μικρότερο συγκρότημα αλυκών. Πίσω από την Κυανή Ακτή είναι η αβαθής περιοχή ( Πατήσια) όπου έως πρόσφατα αλίευαν οι τράτες. Μετά το Σωρό, με την ονομασία Καραβοστασιά, επειδή προφανώς αποτελούσε αγκυροβόλιο καϊκιών, μνημονεύεται ο πρώτος όρμος, στην αρχή του οικισμού του Αγ.Στέφανου,γνωστός σήμερα ως Ρετζέπι. Δεν αναφέρεται διπλανός όρμος της περιοχής, αλλά αντίθετα σημειώνεται ο τρίτος, τελευταίος πριν από το Αγκίστρι, το Βαθύ. Η «σπηλιά» με την ονομασία Δασκαλιό είναι μία τετράγωνη κάθοδος μέσα στη γη η οποία είναι πλέον γεμάτη από χώμα, κοντά στη βορειοανατολική πλευρά της περίφραξης των εγκαταστάσεων του βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων.

Δ’ Αγκίστρι – Μιτζέλα

«Παρακάτω είναι η Βρωμοπηγάδα, ήταν ένα πηγάδι είχε νερό αλλά βρωμούσε. Παρακάτω είναι τα νησάκια. Το πρώτο του Αγίου Νικολάου συγκοινωνούσε με την στεριά. Παρακάτω είναι ο χονδρός κάβος όπου λένε οι ψαράδες στα Χονδρά. Παρακάτω είναι ο φούρνος, μια μεγάλη σπηλιά. Από κει από την σπηλιά είναι το λιμάνι της Κριθαριάς, έχει και νερό καλό.

Εκεί μαζεύονταν οι Τρικεριώτικες ψαρόβαρκες και είχαν στίβα το δαδί για τα πυροφάνια, από τις μεγάλες αποκριές μέχρι την πασχαλιά. Παρακάτω ήταν το Ζαβό, από κει από το Ζαβό ήταν ο Άγιος Γεώργιος, παραπέρα ήταν οι παλιές αλυκές, παραπέρα είναι το λιμάνι του Καντήραγα. Είχε και μαγαζί και καφενείο, σώζονταν και το άγαλμα του Καντίρ – Αγά. Παραπέρα ήταν τα κόκκινα και παραπέρα η σκάλα του Μαργαρίτη του Αποστολίδη. Έφερνε το χρώμιο από το Περσουφλί και το φόρτωνε στα παπόρια Παρακάτω ερημιά.

Ήταν ένα τεχνικό λιμανάκι, το είχε ο Αποστολίδης που είχε το Καραρουμάνι όπου έβγαζε πολλά ξυλοκάρβουνα και έρχονταν οι κουλουριώτικες τρεχαντήρες και φόρτωναν για τον Πειραιά και την Αθήνα. Ήταν στίβες σωροί τα ξυλοκάρβουνα. Παρακάτω άρχιζε ο κόλπος του Αρμυρού, μέχρι το Λουτράκι της Μιτζέλας».

Βρωμοπήγαδα ονομάζεται ο μικρός ορμίσκος στο σημείο που καταλήγει σήμερα ο δρόμος μετά το Αγκίστρι. Πηγάδι δεν υπάρχει πλέον. Ακολούθως ο Χριστόπουλος αναφέρεται στη βραχονησίδα του Αγ. Νικολάου (επίσημη ονομασία Δευκαλίων) και τον άλλον ξερόβραχο ανοιχτότερα (Πύρρα) με την περίεργη και ενδιαφέρουσα πληροφορία σύνδεσης με τη απέναντι ακτή.

Τα βάθη όμως του ενδιάμεσου διαύλου αποκλείουν κάποια τέτοια περίπτωση, εκτός αν επρόκειτο για παράδοση αιώνων. Χονδρά ονομάζονται οι απόκρημνες ακτές που ακολουθούν, στο σημείο των εγκαταστάσεων -δε λειτουργούν πια- του εργοστασίου των τσιμέντων. Το φυσικό λιμάνι της Κριθαριάς αποτελούσε και τότε ασφαλές αγκυροβόλιο για τα ψαροκάικα, που αποθήκευαν και τις προμήθειές τους. Ζαβό είναι μάλλον ο Μάραθος και στη συνέχεια ο Αγ. Γεώργιος των κυνηγών μνημονεύεται με το ίδιο όνομα γεγονός που ερμηνεύεται με τη ύπαρξη από τότε ομώνυμου προσκυνήματος.

Αλυκές υπήρχαν στη ‘’χαμηλή’’ περιοχή της σημ. Γαλάζιας Ακτής (Μαμιδάκη). Ενδιαφέρουσα η πληροφορία για το άγαλμα του Καντήρ Αγά -αγνώστων λοιπών στοιχείων Τούρκου αξιωματούχου- στον ομώνυμο όρμο που επίσημα ονομάζεται Χρυσή Ακτή Παναγίας. Πιο κάτω υπήρχαν εγκαταστάσεις φόρτωσης χρωμίου, όχι βέβαια από το Περσούφλι ( Αερινό) αλλά από το Τσαγκλί (Ερέτρια) όπου υπήρχαν ορυχεία.

Ομοίως διεξάγονταν και εμπορία ξυλοκάρβουνων στη ίδια περιοχή με κατάθεση της πληροφορίας πως υπήρχε γι αυτό το σκοπό το λιμανάκι της (κατοπινής) Ν. Αγχιάλου. Και καταλήγει στο παραλιακό οδοιπορικό του ο Χριστόπουλος με λιτή αναφορά στον κόλπο του Αλμυρού και στο Λουτράκι, το πίσω λιμάνι της Μιτζέλας.

Το ενδιαφέρον οδοιπορικό του Χριστόπουλου, από το Βόλο και τον όρμο του Αλμυρού νομίζω πως παραθέτει αξιόλογα στοιχεία για τα παλιά τοπωνύμια της ακτογραμμής όπως και άλλες τοπογραφικού χαρακτήρα πληροφορίες. Αναφέρεται όμως και σε πρόσωπα και καταστάσεις, ακόμη και παλιότερων εποχών, από το χρόνο της περιγραφής για τα οποία επιβάλλεται επιπλέον διερεύνηση. Οι δικές μας επισημάνσεις -εντελώς συνοπτικές- στοχεύουν μόνο στη σύνδεση και ταύτιση των διάφορων σημείων της περιγραφόμενης διαδρομής με τη σημερινή πραγματικότητα.

Το ακρ. Αγκίστρι που αναφέρει και ο Χριστόπουλος σε πρόσφατη φωτογραφία

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου