Μνήμες Γ. Δροσίνη από Ζαγορά – Χορευτό

μνήμες-γ-δροσίνη-από-ζαγορά-χορευτό-593339

ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ (ΜΕΡΟΣ Α’)

Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης στις βιωματικές του καταγραφές, σε μορφή αυτοτελών αφηγημάτων με γενικό τίτλο «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου» (ΣΦΖ), μνημονεύει κάποιες φορές πτυχές του βίου του από τη διαμονή του στο Χορευτό και τις αλιευτικές του ασχολίες εκεί, από τα τέλη του 19ου αιώνα και ολόκληρη την πρώτη δεκαετία του 20ού, όπου πραγματικά έζησε αλησμόνητες στιγμές, έως ότου διαλυθεί ο γάμος του με τη Ζαγοριανή αρχοντοπούλα Μαίρη Δημ. Κασσαβέτη στα 1911 (1). Ετούτες τις αναφορές εντοπίσαμε και συγκεντρώσαμε σε παλιότερο άρθρο μας (2), μαζί με τις σχετικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν και τα ημερολόγια του ποιητή στη δεκαετία του ’40, που ο καταγραφέας ανασύρει νοσταλγικά από το πλούσιο σε μνήμες παρελθόν του και θύμησες της περιόδου του Χορευτού, έπειτα βέβαια από κάποια σχετική αφορμή. Ηδη έχουμε επαναδημοσιεύσει απόσπασμα ημερολογίου με ημερομηνία 15/6/1943, που περιλαμβάνει ο Κώστας Στούρνας στο βιβλίο του «Το σκολειό της θάλασσας» (1968), όπως επίσης και άλλο ένα από τις 27/3/1948, που εμπεριέχεται στον 4ο τόμο των ΣΦΖ, εκδ. 1986, που ο ποιητής αποκαλύπτει σε αναγνώστρια – φίλη του τις ταυτίσεις προσώπων και τοπίων στο μυθιστόρημά του «Ερση», οι οποίες παραπέμπουν στο Χορευτό και τους ανθρώπους του (3).

***

Στον 11ο τόμο των Απάντων του Δροσίνη, που εξέδωσε ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» (ΣΩΒ) το 2003, περιλαμβάνονται όλα τα ανευρεθέντα ημερολόγια του ποιητή από το 1940 έως τις 12/10/1949, δεκαπέντε μήνες περίπου πριν τον θάνατό του. Στην εισαγωγή (σελ. 7 – 11), αλλά και στην «Περιγραφή των ημερολογίων» (σελ. 385 – 389) ο επιμελητής των Απάντων του Δροσίνη, Γιάννης Παπακώστας, παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για ετούτα τα προσωπικά κείμενα του ποιητή. Στα 1940 υπάρχει μόνο μια καταγραφή στις 14/6/1940, με αφορμή την κατάληψη του Παρισιού από τους Γερμανούς και ο κύριος όγκος των ημερολογιακών καταγραφών αρχίζει από τις 29/1/1941, καλύπτοντας πέντε σημειωματάρια (ατζέντες). Σε αυτά ο ποιητής καταγράφει:

  • Γεγονότα ημέρας
  • Αναμνήσεις – μνήμες προσώπων και γεγονότων
  • Αναφορές σε λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα
  • Περιγραφές ονείρων της περασμένης νύχτας, που τον αναστάτωσαν
  • Εκφράζει την αγωνία του για τις εξελίξεις στα χρόνια του πολέμου της Κατοχής και του Εμφυλίου
  • Καταθέτει σκέψεις, κρίσεις, απόψεις για διάφορα θέματα
  • Αναφέρεται στις απώλειες γνώριμων και προσφιλών του προσώπων.

Επειδή πρόκειται για κείμενα ατομικού και εκμυστηρευτικού χαρακτήρα, οι διάφορες γραφές προκύπτουν ειλικρινείς και ενίοτε αποκαλυπτικές. Ανάμεσά τους εντοπίζονται και 13 αναφορές σε Χορευτό – Ζαγορά, αλλά και Βόλο, κυρίως με ανάσυρση αναμνήσεων και άλλες αιτίες, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

  1. Με αφορμή μια πρωινή εικόνα, ήρεμη και ειδυλλιακή, που αντικρίζει ο ποιητής από την κατοικία του, τη βίλα Αμαρυλλίς στην Κηφισιά, τον πρώτο καιρό της Κατοχής, φέρνει στο μυαλό του μνήμες από τα χρόνια, που παραθέριζε στο Χορευτό: «Τι αντίθεση! Τα μεσάνυχτα με ξύπνησαν οι σειρήνες των συναγερμών και τα μακρινά κανόνια και η βοή αεροπλάνου. Το πρωί μόλις άνοιξα το παράθυρο ο ήλιος λαμπερός κι ο ουρανός ολογάλανος. Δύο πουλάκια φθινοπωρινά, το ένα τ’ ακούω, ειν’ ένας φλώρος, και το άλλο το βλέπω, ειν’ ένας μυιγοχάφτης. Γνωρίζεται από το στριφογυριστό πέταμά του, για να αρπάξει τις μυίγες στον αέρα κι από το θρόνιασμά του στις κορυφές των δένδρων και σε κάθε ψηλό μέρος για να τις παραμονεύει. Θυμήθηκα το πλήθος που γέμιζε για λίγες ώρες το Χορευτό. Οι βάρκες και τα καΐκια πλεύριζαν, σαν να μπαρκάρονταν για να φύγουν. Υστερα από μια ώρα χάνονταν όλα». Καταγραφή στις 7/10/1941, σελ. 30 – 31.
  2. Στις 23/10/1941, ο Δροσίνης μακαρίζει τον φίλο του, καθηγητή γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκό Κων/νο Δημητριάδη, που θα ξεχειμώνιαζε στο Χορευτό, κάτι που ο ίδιος ποτέ δεν είχε βιώσει, αφού διέμενε εκεί μόνον τα καλοκαίρια από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο. Μόνο μια φορά, όπως λέει, κάθισε ίσαμε τα μέσα του φθινοπώρου και χάρηκε την επίσης γοητευτική διαφορετικότητα του τοπίου. Η καταγραφή προκύπτει παραστατική και νοσταλγική, καθώς οι μνήμες παραμένουν αξεθώριαστες: «Ζηλεύω τον Δημητριάδη, που θα πάη πάλι στο Χορευτό και θα περάση εκεί τον χειμώνα. Δεν ξεχειμώνιασα ποτέ εκεί, αλλά δεν ξεχνώ τον χρόνο, που έμεινα ως τέλος 8βρ. με τα πρωτοβρόχια. Ανάβαμε το τζάκι με ρίζες από λεμονιά, που την είχε ξεράνει ο πάγος και μοσχοβολούσε η μεγάλη χειμωνιάτικη τραπεζαρία. Εξω έβρεχε και φυσούσε δυνατός αέρας. Η θάλασσα άφριζε. Οι λεύκες τίναζαν τα φύλλα τους. Τα πουλιά μαζεύονταν στο ακρογιάλι για να φύγουν. Μόλις έκοβε η βροχή και έβγαινε ήλιος κάναμε έξοδο προς τη Γαλιάγρια και τον ανήφορο του Λογιωτάτου για μανιτάρια, τα γνωστά κοκκινομανίταρα, τα ακίνδυνα, κάτω από τις ελιές. Κάποτε με την καραμπίνα Φλομπέρ τουφέκιζα μυιγοχάφτες για πιλάφι. Αμα ξανάβρεχε, πίσω στο σπίτι. Διάβασμα ξαπλωμένος στον απέραντο καναπέ ή στίχοι επάνω σ’ ένα παράθυρο προς τον γιαλό» (σελ. 39).
  3. Ο Δροσίνης συχνά στις ημερολογιακές του καταγραφές περιγράφει και σχολιάζει όνειρα της προηγούμενης νύχτας, που ήταν ζωντανά και περίεργα και τον αναστάτωσαν. Στις 16/11/1941 αναφέρει ένα τέτοιο όνειρο με εικόνες, έστω και μπερδεμένες, από τα χρόνια της Ζαγοράς και του Χορευτού, αλλά κατάληξη… στην Αθήνα: «Εξωφρενικό όνειρο. Ημουν μόνος στο Χορευτό και κίνησα πεζός ν’ ανέβω στη Ζαγορά. Πώς παραπλανήθηκα και έχασα τον δρόμο δεν ξέρω. Αντί να περνώ μέσα από δέντρα, βρέθηκα σε πυκνοκατοικημένους συνοικισμούς, που δεν ήταν πριν. Ανδρες, γυναίκες, παιδιά μπαινόβγαιναν σε σπίτια και σε αυλές χωρίς να με προσέχουν, που ζητούσα να μου δείξουν τον δρόμο για τη Ζαγορά. Απελπίστηκα. Νύχτωσε. Είδα απάνω τον ουρανό γεμάτο άστρα περισσότερα από τα συνηθισμένα. Ούτε μπαστούνι δεν είχα. Στα τυφλά κίνησα πάλι. Συλλογιζόμουν την ανησυχία των απάνω που μ’ έχασαν. Θα νόμιζαν ίσως πως πνίγηκα σε ψάρεμα ή πως στον δρόμο έπαθα κάτι. Μετά πολλά βρέθηκα στην Αθήνα – γιατί; – σ’ ένα καφενείο μεγάλο με μουσική και ξύπνησα με αγωνία» (σελ. 51).
  4. Με πρωτοβουλία του ίδιου του Δροσίνη θεσπίστηκε η διοργάνωση σκοπευτικών αγώνων πανελλήνιας εμβέλειας, τα «Ελευθέρια», κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Για πρώτη φορά έγιναν στην Πάτρα το 1910 και ακολούθησε την επόμενη χρονιά ο Βόλος, όπου ήρθε και ο ποιητής με την οργανωτική επιτροπή των αγώνων. Στην καταγραφή της 4ης Δεκεμβρίου 1941, με αφορμή τον θάνατο του φίλου του ολυμπιονίκη σκοπευτή Γ. Ορφανίδη, αναθυμάται τη συνάντησή τους στα «Ελευθέρια» του Βόλου, αλλά και σε άλλες πόλεις (4): «Αλλος ένας συνοδοιπόρος της ζωής έφυγεν, ο Γεώργιος Ορφανίδης. Συνοδοιπορούσαμε από το σχολείο Σουρμελή, παιδιά 10 – 12 ετών. Με περνούσε ώς δύο χρόνια και δύο τάξεις στο σχολείο. Ο πατέρας του ήταν ο αγαπημένος γιατρός του σπιτιού και μάλιστα των παιδιών. Πήγαινα κάποτε στο σπίτι του και με τον Γιώργη και μου έδειχνε το πρώτο τουφεκάκι Φλομπέρ, που σκότωνε πουλιά στον κήπο τους. Για χρόνια χωριστήκαμε και ξανασμίξαμε στα «Ελευθέρια». Σκοπευτής ολυμπιονίκης στα 1896, έγινε πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής και πήγαμε μαζί στας Πάτρας πρώτα κ’ ύστερα στον Βόλο και στα Τρίκαλα. Ενας τύπος μοναδικός. Μανιώδης φίλος της μουσικής και αυτοδίδακτος συνθέτης…» (σελ. 59 – 60).
  5. Ο ερχομός της άνοιξης του 1942, έπειτα από εκείνον τον ιδιαίτερα οδυνηρό πρώτο χειμώνα της Κατοχής, δίνει μηνύματα αισιοδοξίας στον ποιητή, κυρίως με την ανθοφορία λουλουδιού στον κήπο του, που προερχόταν από τη Ζαγορά: «11 Φεβρουαρίου 1942. Ηρθε η άνοιξη. Το πρώτο μήνυμα το έφερε σήμερα η ελληνική Primavere του κήπου, η ζαγοριανή πασχαλούδα, ανθισμένη με τον πρωινό ήλιο. Μέρα, σαν καθυστερημένη Αλκυονίς. Να ιδούμε μόνον αν θα κρατήση ο καιρός αυτός και δεν τα χαλάση πάλι. Παρατήρησα στα παλιά μου καλαντάρια πως και πέρυσι και πρόπερσι αυτές οι μέρες του Φλεβάρη ήταν ωραίες και ύστερα χάλασεν ο καιρός. Πάντα μια παρηγοριά είναι και μια προσδοκία να βλαστήσουν τα λαχανικά για τον πεινασμένο κόσμο» (σελ. 87).
  6. Στην ανθοφορία της ζαγοριανής πασχαλούδας επανέρχεται ο ποιητής έναν χρόνο αργότερα, επισημαίνοντας την κατά τέσσερις ημέρες καθυστέρησή της. Μας δίνει επίσης πληροφορίες για το όμορφο φυτό, που του το έφεραν από τη Ζαγορά και στέριωσε και απλώθηκε στην κήπο του: «15 Φεβρουαρίου 1943. Ανοιξεν η πρώτη πασχαλούδα του κήπου λευκή, πέρυσιν είχεν ανοίξη στις 11 Φεβρουαρίου. Είναι η ελληνική Primavere και μας έφεραν το πρώτο φυτό από τη Ζαγορά προ τεσσάρων – πέντε χρόνων. Εκτοτε επλήθυναν κι απλώθηκαν στον κήπο χωρίς καμία καλλιέργεια. Μερικές είναι λευκές, άλλες ροδίζουν ή γαλαζοφέρνουν. Στα βουνά ανθίζουν κατά το Πάσχα κι απ’ αυτό πήραν τα’ όνομά τους, εδώ είναι πρωιμότερες. Αμύριστο βοτάνι, πολύ καλόδεχτο, γιατί προμηνά την άνοιξη μαζί με τη μυγδαλιά. Το πρώτο το φύλαξα για την Ε. Νζ.» (5) (σελ. 135 – 136).
  7. Στις 29/3/1943 ο ποιητής επανέρχεται στη ζαγοριανή πασχαλούδα, καθώς περιγράφει την ειδυλλιακή εικόνα του κήπου του, τον ερχομό της άνοιξης και τη γενικότερη όψη της Κηφισιάς. Σημειώνει ανάμεσα στ’ άλλα: «…Πρώτη μέρα βγήκα περασμένο μεσημέρι στο κηπάκι μας και είδα με τα μάτια μου περίανθες τις ζαγοριανές πασχαλούδες και χλοασμένους τους δρόμους…» (σελ. 146).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Σύμφωνα με τις έρευνες του Γιώργου Θωμά, που άντλησε πολύτιμες πληροφορίες για τον Δροσίνη κατά τη διδασκαλική του θητεία στη Ζαγορά (1958 – 1966).

2) Βλ. Γρηγ. Καρταπάνης: «Σκόρπια φύλλα… του Χορευτού», εφ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 6/12/2020.

3) Βλ. Γρηγ. Καρταπάνης: «Ο Γ. Δροσίνης για τον Ν. Χριστόπουλο», εφ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 10/1/2021.

4) Πρόκειται για τη μοναδική φορά στα ημερολόγια, που ο ποιητής κάνει λόγο για την έλευσή του στον Βόλο το 1911.

5) Εννοεί ο Δροσίνης τη φίλη του Εδλα Νάζου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου