ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Από την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τζ. Φίνλεϊ –Σε μετάφραση Αλ. Παπαδιαμάντη

από-την-ιστορία-της-ελληνικής-επανασ-661214

Οπως γνωρίζουμε, ο Παπαδιαμάντης δεν βιοποριζόταν τόσο από τη δημοσίευση διηγημάτων και άλλων πρωτότυπων κειμένων σε εφημερίδες και περιοδικά έντυπα, αλλά κυρίως από το μεταφραστικό του έργο, που καταδεικνύεται ευρύτατο, δίχως ακόμη να έχουν προσδιοριστεί, ίσως, οι πραγματικές του διαστάσεις. Οι μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη ξεπερνούν κατά πολύ σε όγκο την πρωτότυπη δημιουργία του και αφορούν, συνηθέστερα, σε ενδιαφέροντα λογοτεχνικά έργα, κατά κύριο λόγο δημοφιλή μυθιστορήματα δόκιμων συγγραφέων, ενώ δεν λείπουν βέβαια και διαφορετικής θεματολογίας κείμενα. Αυτού του είδους οι καταχωρίσεις προσέδιδαν στο έντυπο κύρος και αναγνωσιμότητα, καθώς επιζητούνταν από το αναγνωστικό κοινό εκείνης της εποχής. Η επισήμανση του συνόλου των παπαδιαμαντικών μεταφράσεων αποτελεί επίπονο έργο, επειδή πολλές είναι ανυπόγραφες και οι έμπειροι μελετητές τις ταυτοποιούν από τη γλώσσα και το ύφος της γραφής.

Ανάμεσα στα έργα, που μετέφερε στα ελληνικά ο Παπαδιαμάντης, συγκαταλέγονται και δύο αγγλόγλωσσα ομοιοθεματικά και ομότιτλα, ιστορικά, εκτενή συγκράματα, η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Θωμά Γόρδωνος και η αντίστοιχη του Τζορτζ Φίνλεϊ. Τα δύο έργα τα μεταγλώττισε ο Σκιαθίτης συγγραφέας κατά την τελευταία δεκαετία του βίου του, έπειτα από προτροπή του γνωστού ιστοριοδίφη και λογοτέχνη Ιωάν. Βλάχογιάννη. Ετούτος υπήρξε φίλος και συνεργάτης, από το 1900 περίπου, του Παπαδιαμάντη και του εξασφάλιζε συχνά εργασία, που τον έβγαζε από τα συνήθη οικονομικά του αδιέξοδα. Ο Γόρδων ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1904 στη Σκιάθο, περίπου ταυτόχρονα με την εκδήλωση της ψυχικής ασθένειας του αδερφού του Παπαδιαμάντη, Γεώργιου, ο οποίος «έπαθε τας φρένας», όπως φαίνεται σε επιστολή του προς τον Βλαχογιάννη στις 10/3/1904. Στο ίδιο γράμμα ανακοινώνεται πως πρόκειται να αρχίσει και η μετάφραση του ομότιτλου έργου του Φίνλεϊ, η οποία ολοκληρώθηκε με καθυστέρηση προς τα τέλη του 1908, όταν ο Παπαδιαμάντης είχε αποσυρθεί οριστικά στο νησί του, όπως πληροφορούμαστε από άλλη επιστολή, πάλι προς τον Βλαχογιάννη στις 24/12/1908. Το περίεργο είναι πως και τα δύο μεταφρασμένα έργα, παρά τις προθέσεις του ναυπάκτιου ιστοριοδίφη και την επιμονή για τη μετάφρασή τους, δεν εκδόθηκαν στα επόμενα χρόνια, πιθανόν γιατί δεν βρέθηκαν τα απαιτούμενα χρήματα και έπρεπε να παρέλθει ένας και πλέον αιώνας έως ότου πραγματοποιηθεί η έκδοσή τους.

Η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Φίνλεϊ μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια αργότερα από τις εκδόσεις Κόσμος, χωρίς χρονολογία και όνομα μεταφραστή (η έκδοση πραγματοποιήθηκε το 1953 και μεταφραστής ήταν ο Αλ. Κοτζιάς, όπως σημειώνεται στην επανέκδοση του 1954 από τις εκδόσεις Ατλας), με πρόλογο του Γιάννη Κορδάτου. Ο Ζαγοριανός ιστορικός και διανοητής ανάμεσα στα άλλα επισημαίνει πως η προϋπάρχουσα παπαδιαμαντική μετάφραση δεν ευοδώθηκε, γιατί ο συγγραφέας «έκρινε πρόσωπα και πράγματα με πολλήν αυστηρότητα και είπε πολλές τσουχτερές αλήθειες». Να σημειώσουμε πως η παραπάνω έκδοση πραγματοποιήθηκε από την αγγλόφωνη του 1861 (και οι δύο τόμοι της βρίσκονται στη βιβλιοθήκη Κορδάτου στην Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών), ενώ ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε από την κατοπινή του 1877. Ακολούθησε άλλη μια μεταφρασμένη έκδοση του Φίνλεϊ από τις εκδόσεις Τολίδη, το 1972.

Είναι αλήθεια πως ο Σκωτσέζος ιστορικός, νομικός, αλλά και φιλέλληνας περιλαμβάνει στο έργο του θέσεις και εκτιμήσεις, αρνητικές ή συζητήσιμες, που οφείλονται κατά ένα μέρος στην αδυναμία του να κατανοήσει ως αλλοδαπός την ψυχοσύνθεση και τον τρόπο σκέψης και συμπεριφορών των Ελλήνων. Δεν παύει, όμως, να παραμένει οξυδερκής παρατηρητής, συγκροτημένος ιστορικός με ορθές αιτιάσεις, ενδιαφέρουσα γραφή και το κυριότερο είναι πως έζησε τα γεγονότα, αφού συμμετείχε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Να επισημανθεί πως ο Φίνλεϊ ασχολήθηκε συστηματικά με την ελληνική ιστορία, που την κατέγραψε από τους απώτατους ιστορικούς χρόνους, ίσαμε τα μέσα του 19ου αιώνα. Το τελευταίο μέρος του πολύτομου έργου ζωής αποτελεί η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Στα 2008, ακριβώς εκατό χρόνια μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης του Παπαδιαμάντη, το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία εξέδωσε σε δύο τόμους την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Φίνλεϊ, με φιλολογική επιμέλεια του καθηγητή Αγγελου Γ. Μαντά. Στα εισαγωγικά σημειώματα του καθηγητή Κων. Σβολόπουλου, αλλά και του ίδιου του επιμελητή δίνονται ενδιαφέροντα και επαρκέστατα στοιχεία για τον Σκωτσέζο ιστορικό και το έργο του, όπως επίσης και για τις περιπέτειες της παπαδιαμαντικής μετάφρασης. Ετούτη, όπως επισημαίνεται, αποτελεί κείμενο με ατόφιο παπαδιαμαντικό λόγο, όπως και όλες οι μεταγλωττίσεις του Σκιαθίτη συγγραφέα, στις οποίες καταθέτει η σφραγίδα του, χάρη στην ξεχωριστή του γραφίδα.

Η Επανάσταση του 1821 στο Πήλιο

Ο Φίνλεϊ στις σελ. 247 – 248 (α’ τόμος) κάνει λόγο για τον ξεσηκωμό του Πηλίου στις αρχές Μαΐου του 1821 με πρωτοστάτη τον δάσκαλο του Γένους και σημαντικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας Ανθιμο Γαζή στις Μηλιές. Αρχικά ο Βρετανός ιστορικός παρέχει ορισμένα στοιχεία για την άσχημη κατάσταση, που επικρατούσε στο Πήλιο στην Τουρκοκρατία, ενώ κάνει αναφορά και στο Τρίκερι, τη ναυτική πολιτεία:

«Η Ζαγορά (Πήλιον όρος) ήταν ακμαίον διαμέρισμα κατοικούμενον υπό Ελλήνων, χαιρόντων το προνόμιον εγχωρίου αυτοδιοικήσεως και αιρετής αρχοντείας. Αλλά περί τας αρχάς της Ελληνικής Επαναστάσεως υπέφερε πολύ από το βάρος της φορολογίας και από την αφορίαν της μετάξης και του ελαίου κατά το προλαβόν έτος. Ο λαός επείνα και πυκνός ήτο ο πληθυσμός. Εικοσιτέσσαρες κοινότητες χωρίων επί του όρους περιείχον 45 χιλιάδας κατοίκων. Μόνο εις τα Λεχώνια υπήρχον τουρκικαί τίνες οικογένειαι. Η πόλις Τρίκερι, κειμένη επί βραχώδους ισθμού κατά την είσοδον του κόλπου του Βώλου, εκατοικείτο από τολμηρόν και ακμαίον ναυτικόν πληθυσμόν ως δισχιλίων ψυχών και είχε πολλά πλοία ασχολούμενα εις την ακτοπλοΐαν μεταξύ της Ελλάδος, Σαλονίκης, Σμύρνης και Κωνσταντινουπόλεως».

Ακολούθως αναφέρεται στο ξέσπασμα της Επανάστασης στο Πήλιο, στις 7 Μαΐου 1821, τον είσπλου του ελληνικού στόλου στον Παγασητικό με ζητούμενο την άλωση του Κάστρου του Βόλου, όπου βρισκόταν τουρκική φρουρά. Σημειώθηκε, όμως, αδικαιολόγητη καθυστέρηση, που οφειλόταν στον ανύπαρκτο συντονισμό και τις έριδες ανάμεσα στους σωματάρχες. Επιπλέον, οι ένοπλοι επιδίδονταν σε αρπαγές, χωρίς στρατιωτική πειθαρχία και προσήλωση στο στρατηγικό στόχο:

«Ο Ανθιμος Γαζής, εκ των κορυφαίων μελών της Εταιρείας, εκατοίκει εις Ζαγοράν ως Ελλην διδάσκαλος και πολλοί των Ελλήνων εμυήθησαν εις τα της Εταιρείας. Οταν ο ελληνικός στόλος έφθασε παρά την ακτήν, ο λαός αμέσως εκήρυξε την ανεξαρτησίαν του. Την 7 Μαΐου, σώμα ενόπλων ανδρών εισήλθεν εις Λεχώνια, έκοψε τον Αγάν, κ’ εθανάτωσεν εξακοσίους μουσουλμάνους, ομού άνδρας και γυναικόπαιδα. Αλλ’ αντί να βαδίση εν ακαρεί όπως προκαταλάβη τον Βώλον, ευάλωτον όντα και η κατοχή του οποίου μόνη θα ησφάλιζε την ελευθερίαν της πατρίδος των, εσπατάλησαν τον χρόνον ερίζοντες περί διανομής των υπαρχόντων των σφαγέντων Τούρκων. Οι Ελληνες του Πηλίου επί μακρόν υπήρξαν έρμαιον κομματικής διχονοίας και οι δημοτικοί θεσμοί των είχον θρέψει βιαίας διαφωνίας. Η σφαγή των Τούρκων ενεψύχωσεν όλα τα κακά πάθη των και η αρμονία απηλάθη από των συμβουλίων των. Επέτυχον εντοσούτω αφού έχασαν πολύτιμον καιρόν, να ιδρύσωσι κυβέρνησιν την οποίαν ωνόμασαν Γερουσίαν της Θετταλομαγνησίας και τέλος συνήθροισαν στρατιωτικήν δύναμιν προς αποκλεισμόν του Βώλου. Ο λαός όμως δεν έδειξεν ούτε ενθουσιασμόν υπέρ του αγώνος της εθνικής ελευθερίας, ούτε ανδρείαν προς υπεράσπισιν της τοπικής ανεξαρτησίας του».

***

Συνεχίζοντας ο Φίνλεϊ, μέσω του Παπαδιαμάντη, περιγράφει τη συντονισμένη τουρκική αντίδραση με την εκστρατεία του Δράμαλη από τη Λάρισα, που ήταν στρατιωτικό κέντρο. Δίχως να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση, διέλυσε ασυντόνιστα σώματα των επαναστατών και εδραίωσε ξανά την οθωμανική κυριαρχία στο Πήλιο. Η συμπεριφορά των Τούρκων υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή, κυρίως προς τον άμαχο πληθυσμό:

«Η πρώτη επιχείρησις του Δράμαλη από του εν Λαρίσση στρατοπέδου του κατά το θέρος του 1821 υπήρξε το να προσβάλη τους επαναστάτας του Πηλίου. Επροχώρησε προς απαλλαγήν του Βώλου και οι Ελληνες ήραν τον αποκλεισμόν άμα τη προσεγγίσει του. Περί τους τετρακισχιλίους Τούρκοι τότε εισεχώρησαν εις το όρος κ’ εστρατοπεύδευσαν εις τα κυριότερα χωρία, όπου διέπραξαν τας ωμοτέρας σκληρότητας, προς εκδίκησιν της σφαγής των ομοεθνών των εις Λεχώνια, όσον και προς κορεσμόν της εμφύτου θηριωδίας των. Αναχωρούντες απεκόμισαν πολλά γυναικόπαιδα, τα οποία επώλησαν εις τα δουλαγωγεία της Λαρίσσης και Θεσσαλονίκης. Οι άνδρες εν γένει επέτυχον να κρυφθώσιν εις τας φάραγγας και τους δρυμώνας, όπου οι Τούρκοι δεν ετόλμησαν να τους καταδιώξωσι. Ο Ανθιμος Γαζής και οι ηγέται της επαναστάσεως έφυγον εις Σκιάθον και Σκόπελον. Ο Δράμαλης εδέχθη την υποταγήν όλων των χωρίων, επανώρθωσε τας τοπικάς αρχάς των κ’ εφοδίασε τον λαόν με δελτάρια προστασίας, άνθ’ ων οι αξιωματικοί του απήτουν μεγάλα χρηματικά ποσά».

***

Η αναφορά του Φίνλεϊ στην Επανάσταση στο Πήλιο και τη Θεσσαλομαγνησία ολοκληρώνεται στις παραπάνω σελίδες, με τη δίχρονη περίπου συνέχιση των εχθροπραξιών στον θύλακα αντίστασης στην περιοχή του Τρικερίου, όπου είχαν οχυρωθεί τα σώματα των Θεσσαλομακεδόνων οπλαρχηγών, απασχολώντας με επιδρομές τις τουρκικές δυνάμεις. Επειτα από συμφωνία, στα 1823 αποσύρθηκαν στις Β. Σποράδες:

«Τέσσαρα χωρία επί του ακρωτηρίου των Τρικέρων ηψήφησαν την εξουσίαν του (σ.σ. του Δράμαλη), ωχύρωσαν τον ισθμόν και διετήρησαν την ανεξαρτησίαν των. Πολλοί αρματωλοί και κλέφται εζήτησαν άσυλον εντός των γραμμών τούτων κ’ εξετέλουν συχνάς επιδρομάς κατά τε των Τούρκων της Θεσσαλίας και κατά των συμπατριωτών των όσοι είχον τύχη συγγνώμης και προστασίας παρά του Δράμαλη. Η μεγάλη εκστρατεία των Τούρκων από της Θεσσαλίας εις τον Μορέαν ησφάλισε δι’ αυτούς την ατιμωρησίαν κατά το 1822 και μόνον τω 1823 υπετάχθη το Τρίκερι. Ο Καπετάν – πασάς τότε του απένειμεν αμνηστίαν, υπό τον όρον να παραδώση όλα τα πλοία του και να δεχθή τουρκικήν φρουράν».

***

Αρκετά πιο κάτω (σελ. 361) ο Φίνλεϊ επανέρχεται στον οριστικό αφανισμό, από τον Κιουταχή και το τουρκικό ναυτικό, κάθε εστίας αντίστασης στο Πήλιο, το 1823, με την αποχώρηση των Ολύμπιων (Θεσσαλομακεδόνων) αγωνιστών από το Τρίκερι, οι οποίοι διεκπεραιώθηκαν στη Σκιάθο και τη Σκόπελο. Εκεί επιδόθηκαν σε λεηλασίες και αρπαγές προκαλώντας την αγανάκτηση των νησιωτών, αλλά και την παρέμβαση του ναυάρχου Μιαούλη:

«Ο Ρεσίτ Πασάς (Κιουταχής) ήρχισε τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις του έτους 1823, καταπατήσας την τέφραν της Επαναστάσεως την υποκαίουσαν ακόμη στο Πήλιον. Υπέταξε το Τρίκερι εν συμπράξει μετά του Καπετάν – πασά και εξήλασε τους Ολυμπίους αρματωλούς από το τελευταίον άσυλόν των εν Θεσσαλία. Οι Ολύμπιοι αρματωλοί έφυγον εις Σκιάθον και Σκόπελον, όπου έζησαν λαφυραγωγούντες τους κατοίκους».

***

Σε αδρές γραμμές, αλλά και με εύστοχες αιτιάσεις περιγράφει ο Φίνλεϊ την αποτυχημένη έναρξη της Επανάστασης στο Πήλιο και την ευρύτερη περιοχή. Οι καταγραφές φθάνουν σε μας με τον ελκυστικό και μοναδικό παπαδιαμαντικό λόγο, δημιουργώντας την αίσθηση πως διαβάζουμε Παπαδιαμάντη.

Ας θεωρηθεί η σημερινή μας αναφορά ως ταπεινή επετειακή συμβολή για την τοπική μας ιστορία και τα 200 χρόνια από την εθνεγερσία του 1821.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου