ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ναυπηγικά του Βόλου 1920 – ‘21

ναυπηγικά-του-βόλου-1920-21-701879

Υπενθυμίζουμε πως η ναυπηγική δραστηριότητα στον τομέα των κατασκευών στον Βόλο εμφανίζεται λίγο πριν το 1920 στην παραλιακή περιοχή Αγίου Κωνσταντίνου – Αναύρου. Εκεί για έξι, περίπου, δεκαετίες πραγματοποιούνται ναυπηγήσεις ξύλινων σκαφών από 4 έως 20 περίπου μέτρα διαφόρωνχρήσεων και τύπων: βάρκες, μποτάκια, μικρά αλιευτικά, τράτες, τρεχαντήρια, βενζινάκατοι, εμπορικά περάματα, έως ότου, έπειτα από μια διαρκή συρρίκνωση της παραγωγής, από το 1955 και μετά, θα φθάσουμε στα τελευταία μικρά ναυπηγεία περίπου ως τα μέσα της δεκ. ’70. Το ναυπηγείο στα Πευκάκια του Βόλου που υπήρχε από το 1880, ήταν, όπως έχουμε ξαναπεί, ανελκυστήριο – επισκευαστήριο, όπου εκτελούνταν μόνο συντηρήσεις και επισκευές, αποτελούσε δηλαδή μια καθαρά ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα. Βέβαια, περιστασιακά, είχαν ναυπηγηθεί και κάποια μικρού μεγέθους σκάφη, λέμβοι κυρίως. Κατασκευαστική ναυπηγική δραστηριότητα εμφανίζεται περίπου την ίδια εποχή (1920) και στη Μηλίνα, ενώ στη Σκιάθο και στη Σκόπελο υπήρχαν ναυπηγεία από τα τέλη του 18ου αιώνα ακόμη, όπου ναυπηγούνταν ευμεγέθη ιστιοφόρα.

***

Η ανάπτυξη του λιμανιού του Βόλου, παρά τις πολεμικές και άλλες ανώμαλες καταστάσεις (Βαλκανικοί, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εθνικός Διχασμός), στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, με σπουδαία αύξηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας σε όλες της τις μορφές (εμπόριο, μεταφορές, αλιεία, επιβατική κίνηση, παράκτιοι πλόες) επέβαλε την ίδρυση ναυπηγείων για κατασκευές νέων σκαφών ώστε να καλύπτονται οι αυξημένες απαιτήσεις. Έως τότε οι υποψήφιοι καπεταναίοι αναγκάζονταν ν’ απευθύνονται σε ναυπηγεία των Βόρειων Σποράδων ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας και κυρίως στη Λίμνη της Εύβοιας (1). Η έλευση, το 1914 του πρώτου κύματος των προσφύγων προκάλεσε επαύξηση στη ζήτηση νέων σκαφών, παράλληλα με τις ντόπιες απαιτήσεις, μιας και πολλοί ασχολούνταν με ναυτικά επαγγέλματα. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς πότε εμφανίστηκαν οι πρώτοι κατασκευαστές ναυπηγοί στο Βόλο που κατέφθασαν από νησιωτικές περιοχές και στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τη Σύμη. Σύμφωνα με την υπάρχουσα προφορική ναυπηγική παράδοση (2) αναφέρεται ο Δημήτριος Μαυρής με καταγωγή από τη Σύρο, ως ο πρώτος ναυπηγός που εμφανίστηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο, μάλλον το 1918 και ήταν σπουδαίος τεχνίτης με γνώσεις «σάλας», μιας κατασκευαστικής μεθόδου που χαρακτήριζε τους πιο «μορφωμένους» εμπειροτέχνες ναυπηγούς. Όπως λέγεται όμως, είχε αδυναμία στο πιοτό και τον άσωτο βίο, με αποτέλεσμα ετούτες οι κακές του συνήθειες ν’ αποβαίνουν σε βάρος των ικανοτήτων του αλλά και της επαγγελματικής του συνέπειας. Γι’ αυτό και μερικά χρόνια αργότερα, πιθανόν γύρω στο 1925 έφυγε από το Βόλο, αφήνοντας μάλιστα και κάποια μισοτελειωμένα σκαριά. Την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή στα 1919-20 εμφανίζεται στο Βόλο ο συμιακός ναυπηγός Αντ. Γιαννάς, ο οποίος διαβλέποντας τις προοπτικές που παρουσιάζονταν στο ναυπηγικό τομέα προσκάλεσε λίγο καιρό μετά, τους ομότεχνους συμπατριώτες και συγγενείς του, Δημ. Μοσχάτο και Γρηγ. Καρταπάνη που ήδη εργάζονταν από νεαρότερη ηλικία στα ονομαστά ναυπηγεία Ψαρρού, στον Πειραιά. Η ήδη αυξημένη ζήτηση νέων σκαφών διάφορων τύπων και χρήσεων, κορυφώθηκε από το 1922 και μετά με τη μαζική εγκατάσταση προσφύγων στο Βόλο, όπου οι περισσότεροι προέρχονταν από παράλια μέρη και δραστηριοποιούνταν στην αλιεία ή τις θαλάσσιες μεταφορές κυρίως. Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις δραστηριοποιούνται και άλλοι έμπειροι ναυπηγοί, όπως ο σμυρναίικης καταγωγής Εμμ. Κτενάς και ο επίσης συμιακός Δημ. Παλιούρας που ήδη εργάζονταν στη Μηλίνα. Όλοι ετούτοι αποτέλεσαν την πρώτη μαγιά στην κατασκευαστική ναυπηγική του Βόλου πλαισιωμένοι με πολλούς ακόμη ικανούς τεχνίτες και βοηθούς, όλων των ειδικοτήτων, που συγκεντρώθηκαν στην νέα «ναυπηγική ζώνη», προερχόμενοι από τη Μηλίνα, το Τρίκερι, τη Σκιάθο, τη Σκόπελο αλλά και διάφορα μέρη της Ελλάδας (3). Την πατροπαράδοτη τέχνη ακολουθούν και τα παιδιά αυτών των πρώτων ναυπηγών, βεβαιώνοντας την κληρονομικότητά της, που μνημονεύεται άλλωστε και στον Παπαδιαμάντη (4). Κατασκευάζονταν μικρές βάρκες, μποτάκια, αλιευτικά διαφόρων τύπων, τράτες, τρεχαντήρια, βενζινάκατοι, επιβατικά σκάφη και περάματα για εμπορική – μεταφορική χρήση. Οι παραγγελίες προέρχονταν όχι μόνον από το Βόλο και τη γύρω περιοχή, αλλά και από διάφορα μέρη γιατί οι βολιώτες πια ναυπηγοί θεωρούνταν από τους ικανότερους, αξιόπιστους και συνεπέστερους σε όλη την επικράτεια.

***

Οργανωμένα ναυπηγεία, με οριοθετημένο χώρο και μόνιμες εγκαταστάσεις δεν υπήρχαν. Οι αρχιναυπηγοί (πρωτομάστορες – κατασκευαστές) που αναλάμβαναν την κατασκευή, σκάρωναν τα πλεούμενα, όπου υπήρχε βολικός, διαθέσιμος χώρος σε ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο από τον «παλιό» Άγιο Κωνσταντίνο (5) (όπου σήμερα η είσοδος του ξενοδοχείου Ξενία) ως τις εκβολές του χειμάρρου Αναύρου. Συγκροτούνταν βέβαια πλήρη συνεργεία τεχνιτών και βοηθών, όλων των ειδικοτήτων που απαιτούνταν για τη ναυπήγηση: ναυπηγοξυλουργοί, πριονιστές, τρυπανιστές, διανάκτες (καλαφάτες), εργάτες και άλλοι με δευτερεύουσες αρμοδιότητες. Υπήρχε δηλαδή μία επαγγελματική, άριστη συγκρότηση στα αυτοσχέδια και υπαίθρια ναυπηγεία, όπου κι αν αυτά στήνονταν. Διέθεταν ακόμη αποθηκευτικούς χώρους όσο πιο κοντά γίνονταν, για τη φύλαξη εργαλείων, υλικών κλπ.

***

Στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης της κατασκευαστικής ναυπηγικής δραστηριότητας στον Βόλο, συναντούμε συχνά στον τοπικό τύπο δημοσιεύματα ή σχόλια σχετικά με αυτή την ενδιαφέρουσα επαγγελματική κίνηση που έδινε νέα πνοή στην οικονομία του τόπου, παράλληλα με την ανάδειξη του σε σημαντικό ναυπηγικό κέντρο. Στην καθημερινή (σχεδόν) στήλη σχολίων από τα τεκταινόμενα στην πόλη, με τίτλο «Πεννιές» στην εφ. Ταχυδρόμος, γίνεται λόγος και για στιγμές από τη ναυπηγική δραστηριότητα, με επισήμανση για την πλούσια κινητικότητα που εμφανίζονταν, με την κατασκευή αρκετών πλεούμενων. Διαβάζουμε σχετικά:

«Το νέον ναυπηγείον παρά τον Άγιον Κωνσταντίνον έχει υπό κατασκευήν αρκετά ιστιοφόρα, προς αποπεράτωσιν των οποίων καταβάλλεται γοργή εργασία… Οι ακούραστοι ναυτικοί μας καταβάλλουν τας οικονομίας των προς επέκτασιν του έργου των, αυξάνοντες ούτω την ελληνικήν ναυτιλίαν…» (19/5/1920).

Πιθανόν, ο συντάκτης του σχολίου να θεωρεί ως ενιαίες τις διάφορες ναυπηγικές εγκαταστάσεις. Ομοίως στις αρχές του 1921 συναντούμε πάλι στις «Πεννιές» την είδηση για την καθέλκυση ιστιοφόρου, σημαντικού εκτοπίσματος με τις συνακόλουθες δυσκολίες, καθώς η εργασία απαιτούσε προσεκτικές κινήσεις και γίνονταν με παραδοσιακό τρόπο. Όπως συνηθίζονταν πλήθος κόσμου παρατηρούσε την καθέλκυση η οποία αποτελούσε σπουδαίο, εορταστικό γεγονός:

«Από προχθές ήρχισεν η καθέλκυσις ενός μεγάλου ιστιοφόρου από το παρά τον Άγιον Κωνσταντίνον, ναυπηγείον. Πολύς κόσμος το παρακολουθούσε, ιδίως προχθές εις την βραδείαν καθέλκυσίν του, γενομένην με πρωτόγονα μέσα» (12/1/1921).

***

Στις αρχές του 1921 καταχωρίζεται στην εφ. Ταχυδρόμος επίσης, ανακοίνωση του ναυπηγείου του Δημ. Μαυρή, του αναφερόμενου, όπως είπαμε πιο πάνω, ως πρώτου ναυπηγού που εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου. Η ενημερωτική καταχώριση δείχνει μια οργανωμένη επιχείρηση με ευρεία γκάμα ποιοτικών κατασκευών αλλά και συμφέρουσες τιμές. Σημειώνεται επίσης και η ανάληψη επισκευών κάτι που συχνά γίνονταν. Τα προς επισκευή πλεούμενα όμως ανελκύονταν κυρίως στονταρσανά των Πευκακίων και οι ναυπηγοί από τον Άγιο Κωνσταντίνο μετέβαιναν εκεί (6). Παραθέτουμε την ανακοίνωση:

«Ναυπηγείο Δημητρίου Μαυρή. Εν Βόλω

(Συνοικία Αγίου Κωνσταντίνου)

Εις τα ανωτέρω ναυπηγεία κατασκευάζονται και επισκευάζονται παντός είδους πλοία, ιστιοφόρα, βενζινόπλοια, βενζινάκατοι και οιασδήποτε κινητηρίας δυνάμεως πλοία, λέμβοι κλπ. φορτηγίδες παντός τύπου και μεγέθους. Τιμαί εκτός συναγωνισμού. Απλή επίσκεψις εις τα ανωτέρω ναυπηγεία εξαλείφει πάσαν αμφιβολίαν.

Διεύθυνσις: Δημήτριον Μαυρήν, Ναυπηγόν Βόλον» (29/1/1921).

***

Ανάλογη, πιο σύντομη, ανακοίνωση συναντούμε τρία χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με αυτή το ναυπηγείο του Δημ. Μαυρή ανακαινίστηκε και επαναλειτουργεί ως Ναυπηγείο Δημ. Μαυρή και Σία. Πιθανόν αυτή η επανεκκίνηση με την ιδιοκτησιακή διαφοροποίηση να έχει σχέση με τις «αδυναμίες» του ικανότατου ναυπηγού που ήταν όπως είπαμε επιρρεπής στο πιοτό και τον έκλυτο βίο, γι’ αυτό και δεν πρόκοψε. Σημειώσαμε και πιο πάνω πως έφυγε από τον Βόλο γύρω στα 1925, μάλλον αλκοολικός, αφήνοντας πίσω του μισοτελειωμένα πλεούμενα:

«Ναυπηγείον Αναύρου Δ. Μαυρή και Σία.

Το ναυπηγείον Αναύρου ανακαινισθέν τελείως, άρξηται των εργασιών από 19 τρεχ. μηνός. Ηγγυημένη ειλικρίνεια και ταχύτης εργασίας.

Δ. Μαυρής και Σία» (16/3/1924).

***

Εκτός από τα ναυπηγεία που ασχολούνταν αποκλειστικά με τις κατασκευές, ιδρύθηκε το 1920 και ταρσανάς (ανελκυστήριο) μόνο για ανελκύσεις, συντηρήσεις και επισκευές στον Άναυρο, στην ανατολική πλευρά του ομώνυμου χείμαρρου εκεί που σήμερα βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Ναυτικού Ομίλου Βόλου και του κέντρου ΝΟΒ, ίσαμε περίπου στο ναΐδριο της Παναγίας Τρύπας. Η σχετική ανακοίνωση που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια, κάνει λόγο για την έγκριση διεξαγωγής πλειοδοσίας της εκμίσθωσης του χώρου από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες. Το Υπουργείο Οικονομικών ανέθεσε την σχετική διαδικασία στην τοπική Οικονομική Εφορεία που βέβαια ήταν και η αρμόδια γι’ αυτές τις ενέργειες:

«Ναυπηγεία εις Άναυρον.

Επεστράφη εις την Οικονομικήν Εφορείαν εγκεκριμένη παρά του Υπουργείου, η διακήρυξις δημοπρασίας ενοικιάσεως του μεταξύ εκκλησιδίου Γορίτσης και Αναύρου, παραλιακού χώρου, προς εγκατάστασιν ναυπηγείων. Η δημοπρασία θα γίνη την 28 Ιουνίου» (Ταχυδρόμος 17/6/1920).

Πράγματι ο χώρος ετούτος προσφερόταν, έπειτα από ορισμένες παρεμβάσεις για τη δημιουργία ταρσανά ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα τα πλεούμενα του Βόλου και της ευρύτερης περιοχής, καθώς πολλές φορές στα Πευκάκια παρατηρούνταν το αδιαχώρητο. Το ναυπηγείο (ανελκυστήριο – ταρσανάς) του Αναύρου λειτούργησε ως το 1940, επί μια εικοσαετία δηλαδή, στην περίοδο του Μεσοπολέμου, για να διακοπεί η λειτουργία του λόγω του πολέμου κι έκτοτε δεν επαναδραστηριοποιήθηκε ποτέ. Μάλιστα, το 1940 πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος, στη δημοπρασία που έγινε για ανανέωση της εκμίσθωσης του χώρου, πλειοδότησαν οι αδερφοί Χριστόπουλοι που θέλησαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και εκτός των Πευκακίων. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν απέτρεψαν κάθε προσπάθεια επαναλειτουργίας του ταρσανά στον Άναυρο. Αλλά και μεταπολεμικά κάθε σχετική προσπάθεια ματαιώθηκε, μιας και προκρίθηκε η προοπτική εξωραϊσμού και τουριστικής ανάπτυξης ολόκληρου του παραλιακού μετώπου στη νότια πλευρά της πόλης. Η ίδια πρακτική εφαρμόστηκε και για την υπόλοιπη ακτογραμμή, ως τον Άγιο Κωνσταντίνο από τα μέσα της δεκ. του ’50, με το συνακόλουθο περιορισμό και της κατασκευαστικής ναυπηγικής δραστηριότητας της περιοχής, έως την τελική εξαφάνιση της δύο δεκαετίες αργότερα (7).

Η ναυπηγική ζώνη Αγίου Κωνσταντίνου – Αναύρου διέγραψε τη δική της δημιουργική πορεία περίπου για εξήντα χρόνια από το 1918 έως γύρω στα 1975. (8)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  • Αυτά αναφέρονται στην προφορική ναυπηγική παράδοση, μέσα από τις μαρτυρίες ναυπηγών, χωρίς όμως να δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες. Το βέβαιο είναι πως στη Λίμνη υπήρχαν αξιόλογα ναυπηγεία, όπως άλλωστε και στη Χαλκίδα
  • Μέσα από τις μαρτυρίες παλιών ναυπηγών που γνώρισαν πρόσωπα και καταστάσεις. Κυρίως επικαλούμαι τις αφηγήσεις του πατέρα μου Παντελή Καρταπάνη και κάποιων συναδέλφων του.
  • Η δημιουργία ενός παραγωγικού ναυπηγικού κέντρου προκάλεσε την «εισροή» τεχνιτών από διάφορα μέρη, με αποτέλεσμα σε περιόδους ύφεσης των παραγγελιών να παρατηρούνται προσωρινά φαινόμενα ανεργίας.
  • Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στη «Φόνισσα», όπως και σε άλλα διηγήματα (Τα δύο κούτσουρα, Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια κα.)
  • Στη θέση του παλιού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης υπάρχει σήμερα μικρό προσκυνητάρι, έξω από τον περίβολο του ξενοδοχείου Ξενία, αριστερά από την είσοδο του. Η καινούρια εκκλησία άρχισε να οικοδομείται από το 1927 και με αρκετές καθυστερήσεις ολοκληρώθηκε το 1936. Ίσαμε τότε χρησιμοποιούνταν κανονικά ο παλιός ναός.
  • Σε κατάλογο του ταρσανά των Πευκακίων, στον οποίο μνημονεύονται όλοι οι ναυπηγοί που εργάστηκαν, έστω και περιστασιακά, σε αυτόν από το 1880 έως το 1960 περίπου, αναφέρονται και όλα σχεδόν τα ονόματα των ναυπηγών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου.
  • Σε τούτο βέβαια συντέλεσαν και άλλοι καθοριστικοί λόγοι, όπως η μείωση των ναυπηγήσεων, η αποχώρηση ναυπηγών και η μετάβαση τους αλλού, η έλλειψη διάδοχης κατάστασης για παλιούς τεχνίτες κ.α.
  • Τελευταία (περ. ως το 1975) είχαν απομείνει δυο μικρά ναυπηγεία που σκάρωναν κυρίως βάρκες, απέναντι από την είσοδο του Ξενία, επί της οδού Ν. Πλαστήρα, εκεί όπου σήμερα υπάρχει ταβέρνα.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου