Ο χωρισμός του ποιητή Γ. Δροσίνη

ο-χωρισμός-του-ποιητή-γ-δροσίνη-803292

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ, Μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Kοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός πως ο ποιητής Γ. Δροσίνης (1859 – 1951) πέρασε τα πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια της ζωής του στο Χορευτό, που το επισκεπτόταν με την οικογένειά του για δεκατρείς συνεχείς χρονιές (1899 – 1911), προκειμένου να κάνουν τις θερινές διακοπές τους.

Στην ιδιαίτερη πατρίδα της συζύγου του Μαίρης Δ. Κασσαβέτη διέμενε από τον Ιούνιο ώς τα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου και κατέφθανε στην πηλιορείτικη ακρογιαλιά είτε με ζώα από τον Βόλο, είτε, το συνηθέστερο, με το ατμόπλοιο της γραμμής Πειραιά – Θεσσαλονίκης, που πλησίαζε στην ακτή, όπου οι ντόπιοι με βάρκες παραλάμβαναν τους εκλεκτούς επισκέπτες μαζί με τη συνοδεία τους και τις αποσκευές τους. Βέβαια, όπως προκύπτει από μαρτυρία του ίδιου του Δροσίνη (1), πρέπει να υπήρξαν και νωρίτερα επισκέψεις στην περιοχή, μετά τον γάμο του, το 1891 και πριν από τον πόλεμο και την πρόσκαιρη τουρκική κατοχή το 1897 – ‘98. Οι μέρες του Χορευτού παρέμεναν αξεθώριαστες στη μνήμη του συγγραφέα και τις αναθυμόνταν νοσταλγικά σε κάποια σημεία των βιωματικών του καταγραφών με γενικό τίτλο «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου» (ΣΦΖ) (2).

Η ανομολόγητη αιτία

Η οικογενειακή γαλήνη του Δροσίνη, όμως, διασαλεύτηκε ανεπανόρθωτα στα 1911, όταν η γυναίκα του τον εγκαταλείπει μαζί με τα παιδιά τους, έπειτα από είκοσι χρόνια γάμου. Η εξέλιξη τούτη άφησε βαθύ τραύμα στην ψυχή του ευαίσθητου ποιητή, ώστε να αποφεύγει, όπως θα δούμε, τις αναφορές στην οικογένειά του στις καταγραμμένες αναμνήσεις του. Απότοκη του οδυνηρού χωρισμού και η παύση των επισκέψεων στο Χορευτό, που τόσο είχε αγαπήσει. Σημειώνει ο Γιώργος Θωμάς: «Αυτά έως και το καλοκαίρι του 1911, όσο κρατούσε ακέραιος ο γάμος του με τη γυναίκα του. Είχε αρχίσει να κλονίζεται πια και η ρήξη ήταν αναπόφευκτη. Ας μου επιτραπεί να μην αποκαλύψω την αιτία, την οποία μου τόνιζαν ηλικιωμένοι πληροφοριοδότες μου στη Ζαγορά, που είχαν γνωρίσει από κοντά τον ποιητή. Στα 1911 – 1912, λοιπόν, ο Δροσίνης και η γυναίκα του Μαίρη λύνουν τον γάμο τους κι αποχωρίζονται για πάντα…» (3). Η αιτία του χωρισμού, που δεν αποκαλύπτει ο Γ. Θωμάς σεβόμενος την επιθυμία των συνομιλητών του, όταν κουβέντιαζε μαζί τους για τον Δροσίνη, στη διάρκεια της οκταετούς διδασκαλικής του θητείας στη Ζαγορά, ήταν σε όλους γνωστή, αλλά παρέμενε, για κάποιον λόγο, ανομολόγητη, αν και είχαν παρέλθει αρκετές δεκαετίες. Η Μαίρη Κασσαβέτη – Δροσίνη σύναψε σχέση με τον γνωστό πολιτικό του Βόλου, εκείνη την εποχή, Κωστή Δ. Τοπάλη, φίλο του ποιητή και της οικογένειάς τους, αλλά και κουμπάρο τους. Μαζί με τα παιδιά της μετακόμισε στο σπίτι του Τοπάλη στην Αθήνα, όπου και διέμενε έως τον θάνατο του τελευταίου λίγα χρόνια αργότερα (1915). Ο λόγος, λοιπόν, της διάστασης παρέμενε κρυφός από σεβασμό στον άρχοντα Δημήτριο Κασσαβέτη, αλλά και για τον αρνητικό αντίκτυπο που θα είχε στην τοπική κοινωνία, η οποία εκείνη την εποχή απέρριπτε και καταδίκαζε τέτοιες συμπεριφορές (4).

Οδυνηρός χωρισμός

Ο χωρισμός πόνεσε πολύ τον ποιητή, που δεν ήθελε καν να θυμάται την απιστία της γυναίκας του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που στις απομνημονευματογραφικές του σελίδες (ΣΦΖ) δεν κάνει ποτέ λόγο για τη γυναίκα του, ενώ και στα παιδιά του σπάνια αναφέρεται, δείχνοντας εμφανή διάθεση αποφυγής λεπτομερειών για την προσωπική, οικογενειακή του ζωή. Το επισημαίνει, άλλωστε, στον πρόλογο του α’ τόμου των ΣΦΖ ο επιμελητής της έκδοσής τους Γιάννης Παπακώστας: «Ο προσεκτικός αναγνώστης, ωστόσο, δεν θα δυσκολευθεί να επισημάνει και κάποιες παραλήψεις, παρασιωπήσεις θα έλεγα, γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα, που δεν τα είπε ποτέ και το περίεργο είναι ότι ενώ έρχεται και επανέρχεται στο πατρικό του περιβάλλον και πολλές φορές επιμένει να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια… εν τούτοις στην ιδιαίτερη ατομική και οικογενειακή του ζωή επιμελέστατα αποφεύγει να αναφερθεί. Σε ελάχιστες περιπτώσεις και μόνο ευκαιριακά αναφέρεται στα παιδιά του και ποτέ στη γυναίκα του και θα μας ήταν τελείως άγνωστα όλα τούτα, αν τελευταία δεν έρχονταν στην επιφάνεια και κάποια προσωπικά του ημερολόγια, που άνοιξαν κάποιες προοπτικές διερεύνησης προς την κατεύθυνση αυτή και έδωσαν τη δυνατότητα να εξετασθεί βαθύτερα η ζωή του» (5). Για τις εκούσιες σιωπές του ποιητή, ο Παπακώστας σημειώνει στον πρόλογο του γ’ τόμου των ΣΦΖ, πως ενώ γίνονται λεπτομερείς αναφορές στους προγόνους «πουθενά δεν γίνεται λόγος για την οικογενειακή του ζωή» (6). Πάνω στο ίδιο ζήτημα ο επιμελητής των ΣΦΖ παραθέτει σε υποσελίδια σημείωση την άποψη του Μ.Γ. Μερακλή: «Ενας τύπος σαν αυτόν του Δροσίνη αποφεύγει επίσης να κοινολογεί τα προσωπικά του ζητήματα. Γι’ αυτό υπήρχε μυστήριο γύρω από την οικογενειακή του κατάσταση, ώστε να μην είναι καν σε ευρύτερο φιλολογικό κοινό γνωστό αν δημιούργησε ή όχι οικογένεια, αν ήταν παντρεμένος ή όχι» (7).

Υπάρχουν όμως και ομολογίες του Δροσίνη για τον άτυχο γάμο του. Σε ημερολογιακή καταγραφή του στις 23/10/1947 σημειώνει με νόημα: «…Τάχα στην οικογενειακή μου ζωή δεν είχα μια φοβερή αποτυχία στα 1891…» (8).

Οι σχέσεις Τοπάλη – Δροσίνη

Ας δούμε ποιος ήταν «το τρίτο πρόσωπο» ο Κ. Τοπάλης (1868 – 1915) (9) και ποια σχέση είχε με τον Δροσίνη και την οικογένειά του.

Ο Τοπάλης υπήρξε δημοφιλής, δυναμικός πολιτικός του Βόλου, που είχε εκλεγεί συνολικά τέσσερις φορές βουλευτής από το 1895 έως το 1910, ενώ για έναν περίπου χρόνο (1901 – 1902) διετέλεσε και υπουργός Δικαιοσύνης (10). Αν και μεγαλοαστός, υιοθέτησε προοδευτικές απόψεις για το αγροτικό και το γλωσσικό ζήτημα και διακρινόταν για τη ρητορική, αλλά και το προσεγμένο πάντοτε ντύσιμό του. Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, αν και αποδέχεται τις θέσεις και τις προθέσεις του Τοπάλη, τον μέμφεται πως έμεινε στα λόγια και ουσιαστικά δεν έπραξε τίποτε. Ακόμη επισημαίνει και κάποιες αδυναμίες του χαρακτήρα του: «…Κι ακόμα ήταν πολύ ερωτιάρης. Η κόρη του Τούρκου Κιαμίλ Μπέη, που ήταν πρόξενος στον Βόλο, τον είχε μπλέξει στα ερωτικά της δίχτυα. Για κάμποσα χρόνια ήταν ξεμυαλισμένος μαζί της. Αργότερα τον εγοήτευσε η Ζαγοριανοπούλα Μαίρη Κασσαβέτη – Δροσίνη…» (11). Ο Τοπάλης με τον Δροσίνη είχαν συνεργασία στην Εστία, που διηύθυνε ο δεύτερος, ενώ ο πρώτος αρθρογραφούσε ή δημοσίευε διηγήματα, μιας και είχε λογοτεχνική φλέβα, όπως και σε άλλα περιοδικά που εξέδιδε ο ποιητής (Νέα Ελλάς, Εθνική Αγωγή, Η Μελέτη). Γράφει σχετικά ο Λ. Βαρελάς: «Ο Κ. Τοπάλης διατηρούσε για μεγάλο διάστημα φιλική και επαγγελματική σχέση με τον Γεώργιο Δροσίνη, η οποία τραυματίστηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1900 -1910 λόγω του εξωσυζυγικού δεσμού του με τη ζαγοριανής καταγωγής γυναίκα του ποιητή Μαίρη Κασσαβέτη – Δροσίνη. Πριν όμως από αυτή την εξέλιξη οι δυο τους συνεργάζονταν στενά στην εφημερίδα Εστία…» (12).

Οι δύο άντρες πρέπει να γνωρίζονταν, όμως, από παλιότερα, όταν ακόμα ο Δροσίνης πρωτογνώρισε ως αρσακειάδα τη μετέπειτα γυναίκα του, στα 1888. Σύμφωνα με την έρευνα του Ροδόλφου Αλτερ, γενεαλόγου του Δροσίνη, η Μαίρη Κασσαβέτη είχε αρραβωνιαστεί τον Κ. Τοπάλη και επρόκειτο να τον παντρευτεί στα 1889, αλλά ο γάμος δεν έγινε και δύο χρόνια αργότερα παντρεύεται τον ποιητή (13). Ισως να υπήρχε ερωτική αντιπαλότητα από τότε ακόμη και ο Τοπάλης τελικά επιδίωξε και πήρε τη ρεβάνς είκοσι χρόνια μετά, εκτός και αν υπήρχε παράλληλη σχέση στο ενδιάμεσο διάστημα.

Ο Τοπάλης ήταν και κουμπάρος του Δροσίνη, σύμφωνα με μαρτυρία της Αμαλίας, μικρής θυγατέρας του, όπως μνημονεύει ο Ρ. Αλτερ: « Η νεότερη κόρη του ποιητή σε γράμμα της στις 12 Μαΐου 1975 ονομάζει τον Κωστή Τοπάλη «νονό» της, άλλο γεγονός που αποδεικνύει τη στενότερη σχέση του προσώπου αυτού με την οικογένεια Δροσίνη…» (14). Επίσης, ο Νίκος Χριστόπουλος στα δικά του απομνημονεύματα, εκεί που καταγράφει τα ψαρέματα στον Παγασητικό με τον Τοπάλη και τον Δροσίνη, αναφέρει πως «ήχαν αδελφική φιλία» (15).

Οπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία, η γνωριμία Δροσίνη – Τοπάλη ήταν παλιά και δεν εξαντλούνταν στο πλαίσιο απλής φιλίας.

Σχετικά με τον χωρισμό του Δροσίνη

Διερευνώντας τις ανομολόγητες από τον ποιητή πτυχές της ζωής του, που αφορούν στην προσωπική, οικογενειακή του πλευρά, παρουσιάζεται πάντοτε η εγκατάλειψη από τη σύζυγό του και η πίκρα, που ο ίδιος ένιωσε. Ο Ρ. Αλτερ στη μελέτη του, που αναφέραμε πιο πάνω, σημειώνει: «Η οικογένεια, όμως, διαλύθηκε. Η γυναίκα με τα τρία παιδιά τους τον εγκατέλειψαν, χωρίς ποτέ να εκδοθεί διαζύγιο…» (16). Λίγες αράδες παρακάτω αναφέρει: «… Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η Μαίρη Κασσαβέτη – Δροσίνη έμενε με τον Κωστή Τοπάλη στο σπίτι του, οδός Σίνα 19 και Σκουφά 58, το οποίο της κληροδότησε με την από 21 Σεπτεμβρίου 1915 διαθήκη του….» (17). Η Μαίρη Κασσαβέτη, όπως είναι γνωστό, μετά τον θάνατο του Τοπάλη έφυγε με τα παιδιά της στο εξωτερικό και πέθανε στη Λωζάνη στις 12 Δεκεμβρίου 1946, όπου βρίσκεται και ο τάφος της (18). Η σχέση της με τον Τοπάλη δεν μακροημέρευσε. Παρατηρούνται κάποιες διαφοροποιήσεις σχετικά με τον χρόνο του χωρισμού του ζευγαριού Δροσίνη. Πάλι ο Ρ. Αλτερ στην ομιλία του «Οι Μεσολογγίτες πρόγονοι του Γεωργίου Δροσίνη και οι απόγονοί τους», αναφέρεται και στη σύζυγο του ποιητή: «Η γυναίκα του Γεωργίου Δροσίνη, η Μαίρη, το γένος Κασσαβέτη τον εγκαταλείπει πριν από το καλοκαίρι του 1910 μαζί με τη μικρή της κόρη Αμαλία ή Λίλη, ακολουθώντας τον πλούσιο συμπατριώτη της και υπουργό Κωνσταντίνο Τοπάλη. Αργότερα εγκαταλείπει και αυτόν και μεταβαίνει στη Γενεύη της Ελβετίας…» (19). Εδώ, όπως βλέπουμε, αναφέρεται ως χρόνος του χωρισμού το 1910, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Γιώργου Θωμά, που τοποθετεί το γεγονός στα 1911 – ‘12. Πιθανόν να είχαν φανεί νωρίτερα τα σύννεφα στις σχέσεις του ζευγαριού και ίσως να υπήρξαν πρόσκαιρες διαστάσεις, ώς την οριστική απόφαση. Ακόμη, από τα παραπάνω προκύπτουν ερωτήματα για τα παιδιά, που πήρε μαζί της η πρώην κυρία Δροσίνη, αλλά και για το γεγονός του χωρισμού και από τον Τοπάλη, αργότερα.

Η Ελένη Αλτερ σε ομιλία της με θέμα «Δροσίνης και τα σπίτια που έζησε» μνημονεύει σχετικά: «… Ζουν όλοι μαζί (σ.σ. στο καλύβι του Λογιωτάτου) ευτυχισμένοι ώς το καλοκαίρι του 1909. Εκτοτε ο Δροσίνης ζει εν διαστάσει με τη σύζυγό του..» (20). Κι αυτή η χρονική αναφορά προφανώς σχετίζεται, υποθέτουμε, με τα προεόρτια του χωρισμού, που οριστικοποιείται δύο χρόνια αργότερα. Γιατί ο ποιητής επισκέφτηκε το Πήλιο και τα καλοκαίρια του 1910 και ‘11, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γιώργου Θωμά, που οφείλονται και σε μαρτυρίες ανθρώπων, που γνώρισαν τον Δροσίνη.

Στη συνέχεια του κειμένου της η Ελένη Αλτερ σημειώνει για τη διαμονή του Δροσίνη στο οίκημα της Σεβαστοπουλείου Σχολής: «Περνά εκεί πολλά καλοκαίρια, αφού βρίσκεται σε διάσταση με τη γυναίκα του και δεν μπορεί να πάει πλέον στο Χορευτό…» (21).

Πράγματι, ο Δροσίνης ουδέποτε επανήλθε στην αγαπημένη του πηλιορείτικη ακρογιαλιά.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Σκόρπια Φύλλα της ζωής μου (ΣΦ2) Τόμος Β’, έκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, (ΣΩΒ) 1982, σελ. 178.

(2) Εκδόθηκαν από τον ΣΩΒ σε τέσσερις τόμοι: Α’ 1985 (β’ έκδοση – α’ 1940), Β’ 1982, Γ’ 1983, Δ’ 1986, σε φιλολογική επιμέλεια Γιάννη Παπακώστα.

(3) Εφημ. Η Θεσσαλία 18/12/2011, ένθετο Διαδρομές.

(4) Ο Γιώργος Θωμάς μού είχε βέβαια αποκαλύψει – επιβεβαιώσει την αιτία του χωρισμού.

(5) ΣΦ2, τόμος Α’ οπ.π., σελ. 12 – 13.

(6) ΣΦ2, τόμος Γ’ οπ.π., σελ. 10.

(7) ΣΦ2, τόμος Α’ οπ.π., σελ. 13.

(8) ΣΦ2, τόμος Γ’ οπ.π, σελ. 13 – 14.

(9) Ως χρονολογία γέννησης παντού αναφέρεται το 1868. Ο βιογράφος του Τοπάλη, όμως, Λάμπρος Βαρελάς επισημαίνει ως πιθανά έτη γέννησης τα 1862, 1864 ή 1865 (βλ. Λάμπρος Βαρελάς: «Κωστής Δ. Τοπάλης» Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμος 19ος, έκδοση της Εταιρίας Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος 2014 σελ. 155 – 188).

(10) Βλ. Γεώργιος Ι. Σούρλας: «Οι πολιτικοί της Μαγνησίας» εκδ. Λιβάνη, 2007 σελ. 189 – 191, 349, 351.

(11) Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς», εκδόσεις 20ός Αιώνας, 1960, σελ. 990.

(12) Λάμπρος Βαρελάς οπ.π. σελ. 172 – 173.

(13) Ροδόλφος Αλτερ: «Ο Δροσίνης και οι συγγενείς του» Χρονικά, τόμος Β, έκδοση συλλόγου Οι φίλοι του μουσείου Δροσίνη, 2003, σελ. 134.

(14) Ρ. Αλτερ οπ.π. σελ. 135.

(15) Γρ. Καρταπάνης: «Από τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Βολιώτη λαϊκού ζωγράφου Ν. Χριστόπουλου», ανάτυπο από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 10, 1986, σελ. 210.

(16) Ρ. Αλτερ οπ.π. σελ. 134 – 135.

(17) Ρ. Αλτερ οπ.π. σελ. 135.

(18) Ρ. Αλτερ οπ.π. σελ. 135.

(19) Ρ. Αλτερ, Χρονικά, τόμος Γ’, έκδοση Συλλόγου Οι φίλοι του μουσείου Γ. Δροσίνη, 2003 σελ. 152.

(20) Ελένη Αλτερ, Χρονικά, τόμος Γ’ οπ.π. σελ. 198.

(21) Ελένη Αλτερ οπ.π. σελ. 198.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου