Οι φάροι της Μαγνησίας στα 1900

οι-φάροι-της-μαγνησίας-στα-1900-732598

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ, μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Η «Ελληνική Χωρογραφία» του Ιωάννου Εμ. Νουχάκη, λοχαγού του Πεζικού, αποτελεί ογκώδες, πρωτοποριακό για την εποχή του έργο, εξαιρετικά χρήσιμο και χρηστικό, όπως άλλωστε και για τον σύγχρονο ερευνητή – μελετητή, χάρη στις πληροφορίες που περιέχει. Ο υπότιτλος «Γεωγραφία – Ιστορία – Στατιστική πληθυσμού και αποστάσεων» αποδίδει τη στόχευση των περιεχομένων, καθώς περιλαμβάνονται γεωγραφικά, ιστορικά, διοικητικά, στατιστικά και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για κάθε τόπο, στις 1.059 σελίδες του.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα στον πρόλογο του πονήματός του, πρόκειται για πληρέστερη και πρόσφατα ενημερωμένη έκδοση παλιότερης ανάλογης μελέτης του με τίτλο «Χωρογραφικός Πίναξ», η οποία, παρά τη συμπλήρωση με καινούργιες πληροφορίες στις επανεκδόσεις της, υστερούσε σε πολλά σημεία και έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα νεότατο, επικαιροποιημένο και ολοκληρωμένο σύγγραμμα. Σε τούτο συντέλεσε κατά πολύ και η νέα διοικητική μεταρρύθμιση, που υλοποιήθηκε στη χώρα το 1899 με την αύξηση του αριθμού των νομών σε 26, διαφοροποιώντας σημαντικά τον χάρτη της τοπικής αυτοδιοίκησης της επικράτειας, παράλληλα με όλα τα καινούργια στοιχεία, που ήδη είχαν προκύψει στο ενδιάμεσο διάστημα. Ετσι αποφασίστηκε η συγγραφή της «Ελληνικής Χωρογραφίας» και η έκδοσή της εγκρίθηκε τόσο από τον διάδοχο του θρόνου, ως αρχηγού του Στρατού, όσο και από τα συναρμόδια υπουργεία, όπως άλλωστε σημειώνεται στο εξώφυλλο. Η πολυσέλιδη (1.059 σελ.) μελέτη, που ολοκληρώθηκε έπειτα από εξαετή ενασχόληση, εκδόθηκε το 1901, από τις εκδόσεις Σπυρίδωνος Κουσουλίνου και όπως φαίνεται άμεσα πραγματοποίησε τουλάχιστον άλλες δύο επανεκδόσεις λόγω της χρησιμότητας και αποδοχής του έργου. Το αντίτυπο, που έχουμε στα χέρια μας, είναι η τρίτη έκδοση, στα 1901. Τα στοιχεία, που παραθέτει ο Νουχάκης, όπως επισημαίνει στον πρόλογό του, αποτελούν επίσημες πληροφορίες, που συνέλεξε από τις κατά τόπους αρχές στην πολυετή έρευνά του (σελ. 3). Δεν κάνει όμως λόγο για αυτοψίες και άλλες ερευνητικές επιτόπιες επισκέψεις. Τα γεωγραφικά και διοικητικά στοιχεία είναι νεότατα, μαζεμένα ώς τα τέλη περίπου του 1900, ενώ τα ιστορικά περατώνονται στα τέλη του 1898, μετά την πρόσκαιρη τουρκική κατάληψη της Θεσσαλίας (Απρίλιος 1897 – 25 Μαΐου 1898), όταν επήλθε η ομαλότητα στη χώρα.

***

Με τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1899 δημιουργείται για πρώτη φορά ο νομός Μαγνησίας, αποτελούμενος από τις επαρχίες Βόλου και Αλμυρού, που ανήκαν στον νομό Λάρισας, αλλά και την επαρχία Σκοπέλου (Β. Σποράδες, πλην Σκύρου), που αποσπάστηκε από τον νομό Ευβοίας. Η κατάσταση διατηρήθηκε για μια δεκαετία έως το 1909, όταν με νέο νόμο καταργήθηκε ο νομός Μαγνησίας και οι επαρχίες του επέστρεψαν στους νομούς, από τους οποίους είχαν διαχωριστεί. Ο σημερινός νομός Μαγνησίας είναι «κατοχικός», αφού ιδρύθηκε το 1942. Δηλαδή, στη Χωρογραφία του Νουχάκη περιλαμβάνεται και ο νεοσύστατος τότε νομός Μαγνησίας με διοικητικά όρια περίπου όπως τα σημερινά. Μόνον οι Δήμοι Πτελεατών (Πτελεού) και Νέας Μιτζέλης (Αμαλιάπολης) ανήκαν στον νομό Φθιώτιδος.

***

Ενα τόσο πολυσέλιδο έργο για να είναι απόλυτα χρηστικό συνοδεύεται στις τελευταίες δεκάδες των σελίδων του από σειρά ευρετηρίων, ώστε να καλύπτεται άμεσα η κάθε αναζήτηση. Πέρα από το γενικό ευρετήριο τοπωνυμίων, υπάρχουν επιμέρους ευρετήρια νομών, επαρχιών, δήμων, ορέων, ποταμιών, λιμνών, νήσων, ιστορικών τόπων κ.ά. Ακόμη εμπεριέχονται κατάλογοι τον κατά τόπους επισκοπών, τραπεζών, δικαστικών αρχών, λιμεναρχείων, προξενείων, τελωνείων, άλλων αρχών και θεσμοθετημένων εμποροπανηγύρεων. Τέλος, στις προτελευταίες σελίδες του έργου περιλαμβάνεται και ευρετήριο φάρων με τίτλο «Φάροι εν γένει» (σελ. 1.057 – 1.058), που καταγράφονται 126 φάροι και φανοί λιμένων (1), που υπήρχαν τότε στο ελληνικό φαρικό δίκτυο. Ανάμεσά τους και οι φάροι, που ανήκαν στον νεοσύστατο νομό Μαγνησίας. Παρακάτω θα επισημαίνουμε τα σχετικά λήμματα, παράλληλα με τις δικές μας παρατηρήσεις και πρόσθετες πληροφορίες για κάθε φάρο.

***

Στις σελίδες, που αφιερώνονται στον νομό Μαγνησίας και ειδικότερα στην Επαρχία Βόλου, ο Νουχάκης καταγράφει και τον φάρο Σέσκλο ή Τουζλά Μπουρνού, δηλαδή ακρωτήριο Αλυκών, απέναντι από το λιμάνι του Βόλου, στην κατοπινή τοποθεσία Πευκάκια:

«Φάρος Βώλου ή Σέσκλου υπάρχει φανός λιμένος 43 μέτρα από της εσχατιάς του ακρωτηρίου Τουζλά – Μπουρνού, ερυθρού σταθερού φωτός επί ξυλίνου ιστού επί οικίας λευκής, εις απόστασιν 10 μ. από της οποίας ετέρα νεόδμητος» (σελ. 395).

Οπως είναι γνωστό ο εν λόγω φάρος (φανός) κατασκευάστηκε και λειτούργησε στα 1864, μαζί με τον φάρο στο Τρίκερι, από τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων και εντάχθηκε στο ελληνικό φαρικό δίκτυο το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Στην τουρκική κατοχή του 1897 – ‘98 είχε σβήσει και επαναλειτούργησε στα τέλη Αυγούστου του 1898, όπως φαίνεται σε σχετική «αγγελία» της Υπηρεσίας Φάρων. Ο φάρος, που λειτουργεί ώς σήμερα στην ίδια ακριβώς θέση, είναι τοποθετημένος λίγες εκατοντάδες μέτρα νοτιότερα του ακρωτηρίου Σέσκλου (Τουζλά Μπουρνού) στο ψηλότερο σημείο της ακτογραμμής για καλύτερη ορατότητα (εστιακό ύψος 25 μ.). Το σπίτι, στο οποίο βρισκόταν ο ιστός του φάρου, είναι αυτό που διακρίνονται και σήμερα τα ερείπιά του, ενώ η «νεόδμητος» οικία ήταν η κατοικία των φαροφυλάκων, που καταστράφηκε από τη διέλευση του δρόμου Πευκακίων – Αλυκών γύρω στο 1958 – ‘60. Ο φάρος, νωρίτερα, (1955) είχε αυτοματοποιηθεί με αναλαμπών δείκτη κόκκινου χρώματος και δεν χρειαζόταν πλέον η μόνιμη παρουσία φαροφύλακα. Σήμερα είναι αναλαμπών λευκός, λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια από το 1986 και παραμένει σε μάλλον δευτερεύοντα ρόλο, καθώς ο κόκκινος φάρος στην είσοδο του λιμανιού έχει τοποθετηθεί στον καινούργιο εξωτερικό κυματοθραύστη στο ύψος του ακρωτηρίου Σέσκλο.

***

Για τον φάρο στο Τρίκερι, που έχει το ίδιο ιστορικό κατασκευής και ένταξης με εκείνον στο ακρωτήρι Σέσκλο, σημειώνει ο Νουχάκης: «Επί του ακρωτηρίου Καβούλια υπάρχει φανός λιμένος, ερυθρού φωτός σταθερού, κείμενος επί πύργου στρογγύλου λιθοκτίστου επί οικίας (σελ. 396).

Στην ανέκδοτη, στο σύνολό της, μελέτη μας για τον φάρο στο Τρίκερι, προκύπτει, με βάση τα διαθέσιμα επίσημα έγγραφα, πως στην επαναλειτουργία του, μετά την περιπέτεια του 1897 – ‘98, μεταφέρθηκε σε διαφορετικό σημείο «επί του ακρωτηρίου Καβούλια» προφανώς για πληρέστερη ορατότητα. Επρόκειτο για απλή κατασκευή, που ο ιστός με το φωτιστικό μηχάνημα ήταν τοποθετημένος πάνω σε πέτρινη οικία (φαρόσπιτο) ώς τα 1914 – 16, που χτίστηκε ο σημερινός, ύψους 14,2 μέτρων, πέτρινος φάρος, ο οποίος λειτούργησε στα 1919 λόγω των συνθηκών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πύργος «στρογγυλός» κτισμένος, που αναφέρει ο Νουχάκης, δεν πρέπει να υπήρχε και μάλλον θα εννοεί κάποια λιθόκτιστη βάση στην οροφή της οικίας για τη στήριξη του ιστού του φάρου. Σήμερα ο φάρος στο Τρίκερι, που ηλεκτροδοτήθηκε το 1978 και αυτοματοποιήθηκε το 1995, εκπέμπει τρεις λευκές αναλαμπές ανά 20’’ και η φωτοβολία του φτάνει τα 20 μίλια. Το εστιακό ύψος του είναι 18 μέτρα.

***

Προχωρώντας στην επαρχία Σκοπέλου και τις Β. Σποράδες, ο Νουχάκης βέβαια σημειώνει και τον σημαντικό για τη ναυσιπλοΐα στην περιοχή φάρο Γουρούνι στο ομώνυμο βόρειο ακρωτήριο της Σκοπέλου, που τέθηκε σε λειτουργία στις 15/2/1889:

«Ακρωτήρια η μεν Σκόπελος έχει το Γουρούνι προς ΒΔ και εφ’ ου πυρσός γ’ τάξεως (2), φωτός λευκού μετ’ εκλάμψεως ανά 2’’ – 2’’, επί πύργου τετραγώνου λιθοκτίστου εν τω μέσω οικίας (σελ. 417)».

Το είδος του φωτιστικού σήματος δεν δίνεται με σαφήνεια. Σε πίνακα της Υπηρεσίας Φάρων του 1916 αναφέρεται φως λευκό σταθερό και μία λευκή αναλαμπή. Ο φάρος στο ακρωτήριο Γουρούνι της Σκοπέλου είναι από τους πλέον γνωστούς του δικτύου με τετράγωνης διατομής πέτρινο πύργο ύψους 17,8 μέτρων, εστιακό ύψος 69 μέτρων και φωτοβολία 20 μιλίων, με μια αναλαμπή λευκή ανά 30’’, σύμφωνα με τον φαροδείκτη του 2000.

***

Επίσης και ο φάρος στη νησίδα Ψαθούρα, την απώτατη των Β. Σποράδων, είναι σημαντικός και ευρύτατα γνωστός. Λειτούργησε για πρώτη φορά την 1η/10/1895, ενώ ο κυκλικός πύργος του, ύψους 28,9 μέτρων, είναι ο δεύτερος ψηλότερος στην Ελλάδα, έπειτα από εκείνον στο Γαϊδουρονήσι της Σύρου (30,1 μ.). Σημειώνει ο Νουχάκης:

«Ψαθούρα. Επ’ αυτής υπάρχει πυρσός β’ τάξεως 114 μ. από της Β.Α. άκρας της νήσου, έχων φως λευκόν σταθερόν σπινθηρίζον επί πύργου στρογγύλου λιθοκτίστου, εν τω μέσω οικίας» (σελ 421). Το φωτιστικό σήμα, που αναφέρει ο Νουχάκης, πάλι φαίνεται ασαφές και πιθανόν να ήταν σταθερό με διάστημα αναλαμπών. Στον πίνακα της Υπηρεσίας Φάρων του 1916 αναφέρεται φως λευκό σταθερό, ενώ σήμερα είναι λευκό με αναλαμπών δείκτη ανά 10’’. Από τους πλέον ισχυρούς φάρους με εστιακό ύψος 40 μ. και φωτοβολία 17 μίλια.

***

Στη Χωρογραφία αναφέρεται βέβαια και ο πέτρινος φάρος στη νησίδα Αργυρόνησος, στο δυτικό άκρο της εισόδου στον Παγασητικό, κοντά το ακρωτήριο Σταυρός. Τότε όμως η νησίδα διοικητικά δεν ανήκε στον νεοσύστατο νομό Μαγνησίας, αλλά παρέμενε σε εκείνον της Εύβοιας, στην επαρχία Ξηροχωρίου και στον Δήμο Ιστιαίων. Ο φάρος στο Αργυρόνησο εντάσσεται σε εκείνους του Βορείου Ευβοϊκού – διαύλου Ωρεών, σύμφωνα με το διαχωρισμό στο ελληνικό φαρικό δίκτυο και ο ανεφοδιασμός του γινόταν πάντοτε από λιμάνια της Εύβοιας (Κανατάδικα – Ωρεοί). Σήμερα βέβαια το Αργυρόνησο ανήκει στον νομό Μαγνησίας. Γράφει ο Νουχάκης:

«Αργυρόνησο. Φάρος. Είναι μικρά και άγονος νησίς, επί δε της α’ άκρας αυτής υπάρχει πυρσός ε’ τάξεως φωτός λευκού και ερυθρού επί πύργου στρογγύλου λιθοκτίστου οικίας με αναλαμπήν ανά 5’’» (σελ 146). Το φωτιστικό σήμα καταγράφεται σωστά μιας και το ίδιο αναφέρεται στον πίνακα φάρων του 1916. Σήμερα ο φάρος στο Αργυρόνησο έχει φωτοβολία 16 μιλίων. Το εστιακό του ύψος είναι 32 μέτρα και ο κυκλικής διατομής πέτρινος πύργος του έχει ύψος 7 μέτρα. Το φωτιστικό σήμα του είναι μία λευκή αναλαμπή ανά 5’’. Πρώτη αφή την 1η/9/1899.

***

Περιδιαβαίνοντας τις νότιες εσχατιές του Παγασητικού, ο χωρογράφος αξιωματικός κάνει βέβαια λόγο και για τη νησίδα Πρασούδα, στο ενδιάμεσο Μηλίνας – Τρικερίου, με το γραφικό, μικρών διαστάσεων, μοναστηράκι της Ζωοδόχου Πηγής, οι απαρχές του οποίου προσδιορίζονται στα υστεροβυζαντινά χρόνια. Το περίεργο όμως επισημαίνεται στην αναφορά ύπαρξης φάρου πάνω στην εν λόγω νησίδα:

«Πρασούδα νησίς και επ’ αυτής μικρά μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Επ’ αυτής φάρος δ’ τάξεως, κείμενος επί της υψηλοτέρας κορυφής της νήσου, λευκού φωτός με ταχείας αναλαμπάς ανά 5’’- 5’’, επί πύργου στρογγύλου, εν μέσω οικίας» (σελ. 397).

Οπως γνωρίζουμε, η νησίδα είναι χαμηλή και το μέγιστο ύψος της περίπου στο μέσον της δεν υψώνεται από τη θάλασσα παρά λίγα μόνον μέτρα. Υπαρξη φάρου και μάλιστα με πέτρινο οικοδόμημα δεν καταγράφεται πουθενά στις γνωστές πηγές. Αλλά και από ναυτιλιακή άποψη μάλλον δεν προσέφερε καμιά σημαντική διευκόλυνση στο σημείο εκείνο, ώστε να κατασκευαστεί. Προφανώς ο Νουχάκης κάνει λάθος καταθέτοντας κάποια εσφαλμένη πληροφορία. Ούτε είναι δυνατόν να τον συγχέει με άλλον συνώνυμο, καθώς για τον φάρο στη νησίδα Προσούδα της Κύμης υπάρχει ξεχωριστή αναφορά (σελ. 151).

***

Αυτά τα λίγα καταθέτει ο Ιωάν. Εμ. Νουχάκης στο έργο του το «Ελληνική Χωρογραφία» για τους φάρους της Μαγνησίας, του νεοσύστατου τότε και βραχύβιου νομού, αφού καταργήθηκε στα 1909, στην προσπάθειά του να δώσει όσο το δυνατόν πληρέστερο και χρηστικό πόνημα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Ο γενικός όρος για κάθε φωτεινή ναυτιλιακή σήμανση είναι πυρσός. Ο όρος φάρος προέκυψε από τον περιώνυμο πυρσό της Αλεξάνδρειας, που οικοδομήθηκε στο νησί Φάρος. Με τον όρο φανός εννοούνται οι πυρσοί με μικρότερη φωτοβολία σε σχέση με τους φάρους.

(2) Οι φάροι παλιότερα κατατάσσονταν σε έξι τάξεις ανάλογα με την απόσταση της εστίας φωτός από το οπτικό περίβλημα (εστιακή απόσταση οπτικού).

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου