ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τα πρώτα μπάνια στον Βόλο γύρω στα 1900

τα-πρώτα-μπάνια-στον-βόλο-γύρω-στα-1900-767513

Τα καλοκαιρινά θαλασσινά μπάνια, ως καινούργια συνήθεια φερμένη από το εξωτερικό ή τις παραλίες άλλων μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας, παρουσιάζονται στον Βόλο προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωσή της το 1881 από τον τουρκικό ζυγό, η πόλη και το λιμάνι της καταγράφουν μία διαρκή και αυξανόμενη εμποροοικονομική ανάπτυξη, που αντανακλάται σε πολλές πτυχές του καθημερινού βίου, με τη νεοαστική τάξη της τοπικής κοινωνίας κυρίως να αποδέχεται ποικίλες μοντέρνες και πρωτόγνωρες συμπεριφορές. Σε τούτες, νομίζω, πως εντάσσεται και η υιοθέτηση των «θαλασσίων λουτρών», με καθημερινή μετάβαση σε κοντινές ακρογιαλιές για κολύμπι, από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα ακόμη.

Οι πρώτες πλαζ

Οπως επισημαίνει ο Αθως Τριγκώνης, στο βιβλίο του «Χρονικά του Βόλου», λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Βόλου, ένας φιλοπρόοδος και διορατικός επιχειρηματίας, ο Αποστόλης (γνωρίζουμε μόνο το μικρό του όνομα) λειτούργησε στον παραλιακό χώρο, κοντά στο γνωστό μέγαρο της Εξωραϊστικής, εξοχικό κέντρο και μικρό θερινό θέατρο. Παράλληλα όπως φαίνεται ο ίδιος οργάνωσε και την πρώτη πλαζ του Βόλου με κάποιες, υποτυπώδεις αρχικά εγκαταστάσεις για τους λουόμενους, καθώς οι Βολιώτες έδειχναν την προτίμησή τους για τα μπάνια στη θάλασσα. Μαρτυρία για το θέατρο που υπήρχε σε αυτή την περιοχή καταθέτει και ο λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος στις περιγραφές του παλιού Βόλου, γύρω στα 1890, όταν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί εναργείς τις παιδικές του αναμνήσεις: «Εκηπουίνε η Εξωραϊστική ήταν ένα θεατράκι και λέγαμε όξο στ’ Αποστόλη», δίχως βέβαια να μνημονεύει κάτι για τις λουτρικές εγκαταστάσεις στην ακρογιαλιά.

Στα 1899 όμως, έπειτα από τη λήξη της πρόσκαιρης τουρκικής κατοχής του 1897 – ‘98, που η πόλη του Βόλου άρχισε να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της, φαίνεται πως στην ίδια αυτή παραλία υπήρχαν πιο οργανωμένες εγκαταστάσεις, επαρκείς για τα δεδομένα της εποχής, με ενδιαφέρουσα «λουτρική» δραστηριότητα. Ακόμη δεν είχε οργανωθεί η πλαζ του Αναύρου και όλοι οι Βολιώτες έπαιρναν το μπάνιο τους στην ακτή μπροστά από το μέγαρο της Εξωραϊστικής (Σαραφόπουλου). Η λειτουργία του παραθαλάσσιου εξοχικού κέντρου προσέδιδε κατά κάποιον τρόπο έναν κοσμοπολίτικο αέρα στην περιοχή και σίγουρα αποτελούσε σημείο αναφοράς, τότε στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ενα στιχούργημα του 1899

Στην εφημερίδα Η Θεσσαλία, στις 27/7/1899, δημοσιεύεται ένα ποίημα 52 στίχων με καταγραφές εντυπώσεων ενός θαμώνα – θεατή στο κέντρο Κύματα εκείνης της πρώτης βολιώτικης πλαζ. Ο ανώνυμος στιχοπλόκος, υπογράφει με το ψευδώνυμο Μύρμηξ, καταθέτει τις οπτικές του εμπειρίες ως παρατηρητής των τεκταινόμενων σε ακτή και θάλασσα. Τα πρωτόγνωρα για την τοπική κοινωνία ήθη και οι καινοφανείς συμπεριφορές οπωσδήποτε εγείρουν τον οίστρο του αυτόκλητου ποιητάρη, ο οποίος περιγράφει με παραστατικότητα και χιούμορ ό,τι ενέπιπτε στην αντίληψή του. Το στιχούργημα δεν διεκδικεί, από τεχνική άποψη, ποιοτικά εύσημα, καθώς παρατηρούνται αρκετές ατέλειες και διαφοροποιήσεις στο μέτρο. Με βάση τον ευρύτατα χρησιμοποιούμενο δημώδη ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ο ποιητής συντάσσει την έμμετρη μαρτυρία του δίχως να αποφεύγει μετρικά λάθη σε αριθμό, αλλά και τονισμό συλλαβών. Η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία αλλού είναι ακριβής και αλλού φτωχή ή ακόμη και άτεχνη. Υπάρχουν και ορισμένα γραμματικά ή ορθογραφικά λάθη. Οι λόγιες εκφράσεις και λέξεις συνυπάρχουν με γραμματικούς τύπους της δημοτικής και του προφορικού λόγου, σε μια χαρακτηριστική ιδιόμορφη «καθαρεύουσα» ανάλογων στιχουργημάτων της εποχής. Πέρα όμως από τις όποιες τεχνικές ατέλειες, το χιούμορ και η παραστατικότητα του λαϊκού ποιητάρη καθιστά το πόνημα ευχάριστο στην ανάγνωση.

Ο παρατηρητής – στιχοπλόκος, όπως αναφέρει και στον τίτλο του δημιουργήματός του, απολάμβανε τη θέα «ρεμβάζων» από κάποιο τραπέζι του κέντρου Κύματα, που λειτουργούσε στον χώρο της πλαζ κάτω από την Εξωραϊστική. Στα πρώτα δίστιχα κάνει λόγο για την ποιοτική παροχή υπηρεσιών του καταστήματος με καλό σέρβις και πολλά είδη (να ενυπάρχει άραγε σκοπιμότητα διαφήμισης;), όπως επίσης για το ωραίο περιβάλλον, αλλά και τις λουτρικές εγκαταστάσεις της παραλίας. Στη συνέχεια ο ποιητής ασχολείται με τις γυναικείες παρουσίες, που απολαμβάνουν το μπάνιο τους μετά μανίας, όλες τις ώρες της ημέρας και το θέαμα είναι άλλοτε θελκτικό και άλλοτε όχι. Επιχειρείται πιο κάτω σύγκριση με ευρωπαϊκές λουτροπόλεις και ακολουθεί επαναφορά στις λουόμενες, που προτιμούν να κολυμπούν ακκιζόμενες και με διάθεση επίδειξης. Για να απολαύσει δε εκ του σύνεγγυς το θέαμα χρησιμοποίησε και κιάλια, αλλά διαισθανόμενος το ατόπημά του και φοβούμενος μήπως θεωρηθεί ηδονοβλεψίας αμέσως τα απέσυρε περιφέροντας το βλέμμα του αν έγινε αντιληπτός. Ολοκληρώνεται η έμμετρη περιγραφή με την επισήμανση πάλι της ευχάριστης αναψυχής στον χώρο και την προτροπή επίσκεψης. Ας δούμε το ποίημα:

«Αι εντυπώσεις μου εις τα Κύματα

ρεμβάζων επάνω εις καθίσματα.

Στα Κύματα ω φίλοι μου υπάρχουσι παντοία

καθαριότης και ευπρέπεια καλή υπηρεσία.

Υπάρχει διασκέδασις και αύρα της θαλάσσης

και δροσιρότατος αήρ διά να αναπνεύσης.

Στα Κύματα στα Κύματα υπάρχουν ποτά ροφήματα

διάφορα τα είδη και εκλεκτά ευώδη.

Ευθύνια και περιποίησις πολύ

ύδωρ εκλεκτόν καθαριότης δε καλή.

Πλησίον αυτού υπάρχουσι των γυναικών λουτήρες

περιορισμέναι ενταυτώ θαλασσοκαθαρτήρες.

Κάθε πρωί υπάγουσι και κάμνωσι τα μπάνια

ευρίσκουν ευχαρίστησιν, ποιώσιν δε καμάρια.

Αυτού πολύ συχνάζουσι διάφοραι κυρίαι

νέαι πολύ αβρόταται καθώς και δεσποινίδαι.

Υπάγουν και υπερήλικες άλλαι ρυτιδομέναι

άλλαι έχουν τας κόμας των λευκάς και περιποιημέναι.

Ολον το θέρος βλέπεις αυτού από τας εξ πρωίας

να πηγαινοέρχονται μέχρι της μεσημβρίας.

Κατόπιν πάλιν εις τας εξ προς το εσπέρας

υπάγουν εις τα μπάνια των διά να δώσουν πέρας.

Είτα υπάγουν σπίτια των με όρεξιν όλως νέαν

να δειπνήσωσι και μάθωσι τα της ημέρας νέα.

Βλέπεις πολλά στη θάλασσαν τας κεφαλάς και στήθη

λουώμεναι ως νεράιδαι ως λέγουσιν οι μύθοι.

Αλλαι στέκουν ημίγυμναι στο βάθος της θαλάσσης

κάμνουν στροφάς, γυρίσματα σε κάμνουν δε να χάσκης.

Τοιαύτα εις παραλήμνιους πόλεις της Ελβετίας

ή στην περίφημον αυτήν πόλιν της Βενετίας.

Οπου γυναίκες πάντοτε αγαπούν να κολυμβώσι

ως χήναι δε και ως παπιά πέζουσι να κολυμβώσι.

Αλλαι δε κολυμβισταί έμπειραι ως δελφίναι

ως νησιώτισαι μοναδικαί κατά πολλά δε φίναι.

Εξέρχονται πολύ βαθιά και κάμνουν μέγαν σάλον

είτα υποδεχόμεναι με πάταγον μεγάλον.

Εκ περιεργείας φερόμενος ηθέλησα να ίδω

βάζω τα δίοπτρα να δω εκείσε τα διευθύνω.

Μόλις παρουσιάσθησαν εμπρός στην όρασίν μου

βλήθεις εξ αίσχους ερυθρού από την εντροπήν μου.

Στην θήκην δε τα έβαλα τα έκρυψα βαθέως

στην τζέπην του σουρτούκου μου με τρόπον δε ταχαίως.

Στρέφων γύρο τους οφθαλμούς μήπως και εθεάθην

ή υπό άλλου δε τινός μήπως εσχολιάσθην.

Συναισθανθείς το άτοπον της αδιαντροπίας

ως και το αξιοκατάκριτον τοιαύτης αταξίας.

Συγνώμην τους κυρίους αιτώ και αγαθάς κυρίας

ουδέποτε εις το εξής θα κάμω τοιαύτας ατοπίας.

Λοιπόν στα Κύματα στα Κύματα

μ’ ελεύθερα αισθήματα.

Υπάγεται τιμήσατέ τα διά δοκιμήν

χάρην περιπάτου και αναψυχήν.

Μόνον διά να ιδείται

και θα ευχαριστηθείται.

Εν Βόλω 27 Ιουλίου 1899 Μύρμηξ».

Μπάνια στον Αναυρο

Με το γύρισμα του αιώνα όμως η λουτρική δραστηριότητα μεταφέρεται στην ακτή του Αναύρου. Οπως σημειώνει η κ. Μηλίτσα Καραθάνου στο άρθρο της «Τα μπάνια στον Αναυρο» (περ. Εν Βόλω, τεύχος 3, σελ. 76 – 79), με πρωτοβουλία της εταιρείας σιδηροδρόμων κατασκευάστηκαν εγκαταστάσεις οργανωμένης πλαζ με καμπίνες κ.λπ. στοχεύοντας και στην αύξηση του επιβατικού κοινού. Από τα 1904 χρονολογείται μάλλον η πλήρης λειτουργία των λουτρών του Αναύρου με τη δρομολόγηση του τροχιόδρομου (τραμ) του Βόλου, ως παράρτημα της γραμμής του τρένου Βόλου – Μηλεών, για την κάλυψη της αστικής συγκοινωνίας. Τακτικά, πυκνά δρομολόγια συνέδεαν τον σιδηροδρομικό σταθμό ώς την παραλία του Αναύρου και μάλιστα υπήρχε συνεργασία της διεύθυνσης σιδηροδρόμων με εκείνη των λουτρών σε τιμή «πακέτο» που περιελάμβανε εισιτήριο μεταφοράς και είσοδο στα λουτρά. Οσοι δε δεν επιθυμούσαν να κάνουν μπάνιο και χρήση των καμπινών, εξαργύρωναν το αντίτιμο στο κέντρο πολυτελείας που λειτουργούσε στον ίδιο χώρο (Μ. Καραθάνου οπ.π.). Η πλαζ του Αναύρου ήταν η μοναδική στην πόλη του Βόλου για δύο – τρεις δεκαετίες τουλάχιστον. Χαρακτηριστικές οι φωτογραφίες με τις υπερθαλάσσιες καμπίνες, χωριστά για τους άνδρες και τις γυναίκες και με αυστηρή λιμενική επιτήρηση για τυχόν ανεπιθύμητες προσεγγίσεις. Αργότερα στη δεκαετία του ‘20 ξεκινά η λουτρική δραστηριότητα στα Πευκάκια (το ομώνυμο κέντρο λειτουργούσε από το 1919) και από το 1928 ιδρύεται η οργανωμένη ιδιωτική πλαζ στις Αλυκές, ενώ παράλληλα εφαρμόζονται πλέον και τα μικτά μπάνια (μπεν – μιξτ). Οι διαχειριστές των λουτρικών εγκαταστάσεων φρόντιζαν βέβαια και για την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό της ακτής.

Οπως παρατηρείται σε σχετικά δημοσιεύματα του 1905 συχνά παρουσιάζονταν προβλήματα στην ακτή και τον θαλάσσιο χώρο των λουτρών από τις προσχώσεις και τις φερτές ύλες του χειμάρρου Αναύρου ή τα θαλάσσια ρεύματα. Ογκοι λάσπης υποβάθμιζαν την καθαριότητα του νερού και του βυθού, με αποτέλεσμα να εγκυμονούν κίνδυνο υγείας για τους λουόμενους, γι΄ αυτό και το ζήτημα τίθεται υπόψη του αστυνομικού διευθυντή και των αρμόδιων υπηρεσιών, με καυστικό σχόλιο:

«Και κατέστη πλέον βούρκος και πάλιν βούρκος ο περί τα λουτρά του Αναύρου θαλάσσιος χώρος, χωρίς τούτο να συγκινή τον προϊστάμενο της αστυνομίας όστις τηλικαύτην επιδείξατο άλλοτε φιλότιμον δραστηριότητα προς περιφρούρισην της αιδημοσύνης των λουομένων. Εδώ πρόκειται περί της υγείας βλέπετε και το ζήτημα δεν είναι και τόσο σοβαρόν κατά την κρίσην της αστυνομίας. Εις άλλα όμως μέρη οι αγγλίζοντες φερ΄ ειπείν αστυνόμοι μόλις έβλεπον τον βούρκον αυτόν θα εκαλούν ιατρόν να αποφανθή και θα ανεκαλούν αυθωρεί και παραχρήμα την απαγορευτικήν διάταξιν περί του τόπου των λουτρών, ίνα οι βουλόμενοι λούωνται όπου ευρισκούσι νερά καθαρά. Ευελπιστούμεν ότι ταύτα θα ελκύσουν την προσοχήν του κ. Βλαχώνη και θα υποχρεώση και ημάς και τον κοσμάκην όλον» (Θεσσαλία 3/7/1905).

Για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου προβλήματος κρινόταν απαραίτητη η άμεση επέμβαση της αστυνομίας με κλήση της υγειονομικής υπηρεσίας, καθώς άλλοτε είχε επιδείξει ευαισθησία για λιγότερο, ίσως, σοβαρά ζητήματα. Πάντως είναι γεγονός ότι η καθαριότητα των ακτών και περισσότερο όπου υπήρχαν οργανωμένα θαλάσσια λουτρά, αποτελούσε πρωταρχικό μέλημα των αρμοδίων αρχών. Στον «Κανονισμό Λιμένος Βόλου» του 1923, για παράδειγμα, υπάρχουν ειδικές διατάξεις γι’ αυτό το θέμα.

Ο Αναυρος στις αρχές του 20ού αιώνα, ως η μοναδική οργανωμένη παραλία για θαλάσσια λουτρά, αποτελούσε πόλο έλξης όχι μόνο για τους Βολιώτες, αλλά και για χιλιάδες επισκέπτες από τη θεσσαλική ενδοχώρα.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου