Ο φάρος της Σηπιάδας ~ Ο «ακρογωνιαίος» στη Μαγνησία (μέρος Β’)

ο-φάρος-της-σηπιάδας-ο-ακρογωνιαίος-86056

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ, Μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Η δεδομένα δυσπρόσιτη θέση εγκατάστασης του φάρου στο ακρωτήριο Σηπιάς επέβαλε βέβαια την αγορά αυτόματου φωτιστικού μηχανήματος ασετυλίνης της σουηδικής εταιρείας AGA, ώστε να μη χρειάζεται η μόνιμη παρουσία φαροφύλακα, ούτε η ανάγκη συχνού εφοδιασμού.

Οι φάροι αυτού του τύπου, που τελειοποίησε ο μηχανικός Γκούσταβ Ντάλεν, υπήρξαν εξαρχής ιδιαίτερα αξιόπιστοι, χωρίς προβλήματα στη λειτουργία τους και ο ανεφοδιασμός τους με φιάλες αερίου γινόταν μια φορά τον χρόνο. Στο ελληνικό φαρικό δίκτυο ήδη λειτουργούσαν κάμποσες δεκάδες τέτοιοι φάροι, δίνοντας σημαντικές λύσεις στο ζήτημα της ασφαλούς ναυσιπλοΐας, ιδίως σε δυσπρόσιτα σημεία και νησιωτικές περιοχές.

Η Υπηρεσία Φάρων προμηθεύτηκε τα πρώτα φωτιστικά AGA το 1913, μόλις δύο χρόνια μετά την εμφάνισή τους στην αγορά (1911) και ώς το 1916 λειτουργούσαν ήδη 25 (11).

Η αίτηση για την αγορά του μηχανήματος, που αναφέραμε πιο πάνω, έκανε λόγο, όπως είδαμε, για φάρο «AGA αυτόματον, συστήματος Dalen, Fyrlanternin FLC-2019 Gasa cumulater» σημειώνοντας τον ακριβή τύπο με τα χαρακτηριστικά του (12).

Σε νεότερο έγγραφο, σχετικό με την προμήθεια, και αφού το θέμα συζητήθηκε στην αρμόδια επιτροπή ώστε να δοθεί η τελική απόφαση, πληροφορούμαστε περισσότερες λεπτομέρειες: «Λαμβάνοντες υπ’ όψιν την εισήγησιν της Δ/σεως των Φάρων περί της ανάγκης προμηθείας ενός πλήρους αυτομάτου φάρου λειτουργούντος διά φωτοχυσίας Dalen, συστήματος AGA τύπου FLCB2019 προοριζόμενον δι’ άκραν Σηπιάδος και 25 αεροταμιευτήρας πλήρεις αερίου τύπου Α.90…» (13). Η απάντηση υπήρξε θετική και έπειτα από τη σχετική συνεδρίαση αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί η αγορά του συγκεκριμένου φάρου, χωρίς μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί αυτά τα φωτιστικά μηχανήματα ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστα και από το 1925 άλλα εφτά του ίδιου τύπου λειτουργούσαν «αψόγως» (14).

Η εκτέλεση του έργου

Η παραλαβή όλων των υλικών πραγματοποιήθηκε τον επόμενο Απρίλιο και οι εργασίες εγκατάστασης ξεκίνησαν περί τα τέλη του Οκτώβριου του 1935, πιθανότατα λόγω της καθυστέρησης της τελικής επιλογής για τη θέση του φάρου. Σε «Αγγελία τοις ναυτιλλομένοις» στις 28/10/1935 σημειώνεται: «Ακρα Σηπιάς. Τοποθέτησις φάρου.

Κατ’ αυτάς άρχεται η εγκατάστασις φάρου εις άκραν Σηπιάδα. Χαρακτηριστικά αν. ανά 10 δλ. Υψος 50-70 μέτρα, φωτοβολία περί τα 19 μίλια» (15). Το έργο ολοκληρώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα (περίπου 15 ημερών), όπως μας πληροφορεί η «αναφορά» (16) του υπεύθυνου μηχανικού ανθυποπλοίαρχου Κων. Σκούρτη για την αποπεράτωση της εγκατάστασης.

Σε αυτή αναφέρεται πως οι εργασίες ολοκληρώθηκαν σε μια εβδομάδα, παρά την ταλαιπωρία για τη μεταφορά των υλικών, επειδή επικρατούσε θαλασσοταραχή και δεν μπορούσε να πλησιάσει σκάφος στην πλησιέστερη ακρογιαλιά. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκαν ζώα από κατοίκους της περιοχής, ώστε να επιτευχθεί η προσέγγιση στο σημείο που θα τοποθετούνταν ο φάρος, από τη στεριά.

Μόνο η βάρκα που μετέφερε τα εργαλεία μπόρεσε να προσγιαλωθεί σε προσιτό ορμίσκο, ενώ το προσωπικό του συνεργείου μετά την αποπεράτωση των εργασιών μετέβη με τα πόδια στον Πλατανιά, προκειμένου να επιβεί στο φαρόπλοιο.

Για το γεγονός της αφής του φάρου Σηπιάδας υπάρχει σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 20/11/1935, με τίτλο «Φάροι εις το στενόν Σκιάθου – Μαγνησίας» στο οποίο αναφέρονται τόσο επαναλειτουργία του φάρου στον ύφαλο Λευτέρης, έπειτα από τις ταλαιπωρίες που υπέστη από το ναυαγισμένο ατμόπλοιο Βόλος, όσο και η έναρξη του νέου στο ακρ. Σηπιάς:

«Το Υπουργείον των Ναυτικών αναγγέλλει την τοποθέτησιν δύο νέων φάρων εις το στενόν μεταξύ Σκιάθου και Θεσσαλομαγνησίας. Ο εις τούτων επί της υφάλου Λευθέρης εις αντικατάστασιν του καταστραφέντος εκ της προσαράξεως του γερμανικού φορτηγού Βόλος, εκπέμπει έκλαμψιν λευκήν ανά 5 δευτερόλεπτα, φωτοβολίας 12 μιλίων, είναι δε αυτόματος. Ο έτερος εστήθη επί του ακρωτηρίου Σηπιάς και λειτουργεί αυτομάτως επίσης και διά φωτός νταλέν εκπέμπει λευκήν λάμψιν».

Μαρτυρίες για τον φάρο

Ενδιαφέρουσες είναι και οι μαρτυρίες του γνωστού Προμυριώτη λαογράφου και συγγραφέα Γιώργου Θωμά, που από τα παιδικά του χρόνια κατοικούσε στον Κατηγιώργη και κατέθεσε αρκετές λεπτομέρειες σχετικά με τον φάρο. Θυμάται τους «φαναρτζήδες», όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, δηλαδή τους φαροτεχνίτες που εργάστηκαν για την εγκατάσταση του φάρου, όταν κατέβαιναν καθημερινά ώς τον Κατηγιώργη για φαγητό και διαμονή. Ακόμη ζωντανή στη μνήμη του παραμένει η εικόνα με τους ναύτες που μετέφεραν στον ώμο τις φιάλες της ασετυλίνης για τον ανεφοδιασμό του φάρου.

Το φαρόπλοιο προσέγγιζε στο πλησιέστερο δυνατό σημείο, όταν δεν είχε φουρτούνα, και με βάρκα προσγιαλωνόταν στην ακτή Χαράματα, απ’ όπου οι ναύτες ανηφόριζαν με το φορτίο τους, σε υψόμετρο 100 και πλέον μέτρων.

Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά κατασκευάστηκε λίγο χαμηλότερα από τον φάρο οικίσκος και όπως ακούστηκε τότε προοριζόταν για φαρόσπιτο, αλλά αν κρίνει κανένας από τη στιβαρή, με οπλισμένο σκυρόδεμα, κατασκευή, μάλλον επρόκειτο για παρατηρητήριο – πολυβολείο, λόγω της επίκαιρης θέσης, μια και είχε πανοραμική θέα στον δίαυλο της Σκιάθου.

Εξάλλου ο φάρος ήταν αυτόματος και δεν απαιτούνταν προσωπικό φαροφυλάκων. Το οίκημα δεν χρησιμοποιήθηκε τότε, αντίθετα όμως στα χρόνια της Κατοχής, όπως αναθυμάται ο Γ. Θωμάς, αποτέλεσε μόνιμο παρατηρητήριο των ανταρτών του ΕΛΑΣ που επόπτευαν το θαλάσσιο πέρασμα κι επικοινωνούσαν με το αρχηγείο του 54ου Συντάγματος. Γι’ αυτό και βομβαρδίστηκαν, φάρος και φυλάκιο, δύο φορές από γερμανικά πλοία και αεροπλάνα, ανεπιτυχώς.

Αλλά και η επιχείρηση «σκούπα» των κατακτητών στις αρχές του 1944, τη μοναδική φορά που έφτασαν ώς τη νοτιοανατολική εσχατιά του Πηλίου, απέβη άκαρπη, αφού οι μαχητές της Αντίστασης πρόλαβαν έγκαιρα να αποσυρθούν.

Από παρακείμενο λόφο αντίκρυ στον φάρο παρακολούθησε ο Προμυριώτης συγγραφέας, μικρό παιδί τότε, μαζί με άλλους συγχωριανούς του, ανήμερα του Σταυρού στα 1943, το τέλος του Υ/Β Κατσώνης, που ενεπλάκη με πάνοπλη ανθυποβρυχιακή εχθρική κορβέτα ανοιχτά της Σκιάθου.

Ακόμη ζωντανές παραμένουν οι μνήμες με τα δύο ναυάγια στη διάρκεια της Κατοχής, που προσάραξαν κοντά στον φάρο, το ένα ήταν το ισπανικό φορτηγό Ρίγκελ που καταβύθισε ο Κατσώνης. Οι ντόπιοι, έως ότου επέμβουν οι Γερμανοί, φρόντιζαν να «παραλάβουν» κάθε τι χρήσιμο!

Για το ακρωτήριο Σηπιάς και τον φάρο σημειώνει ο Γιώργος Θωμάς: «Φαναρ’, του (στου Φανάρ).

Ετσι λέγεται στη γλώσσα του Νότιου Πηλίου και των θαλασσινών ο λόφος στο ακρωτήρι της Σηπιάδας άκρας, όπως αναγράφεται στους νεότερους χάρτες. Το όνομά του οφείλεται στον αυτόματο φάρο που λειτουργεί, με διακοπές βέβαια, από τα 1913… με δέσμη δύο αναλαμπών λευκού φωτός (Πλοηγός οπ.π. σελ. 224).

Το ακρωτήρι κόβεται απότομα προς την πλευρά της θάλασσας, δημιουργώντας κάθετο γκρεμό 111 μ. Στο ψηλότερο σημείο δεσπόζει ο φάρος» (17). Και πιο κάτω κάνει λόγο για το πολυβολείο – φυλάκιο που χτίστηκε στα χρόνια του καθεστώτος Μεταξά.

Ο φάρος της Σηπιάδας στο απώτατο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου του Πηλίου, αντίκρυ στη Σκιάθο, μπορεί να θεωρηθεί ως ο «ακρογωνιαίος» της Μαγνησίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(11) Σε σχετικό πίνακα της Υπηρεσίας Φάρων αναφέρονται από τις 1/11/1913 έως τις 16/2/1916 25 φάροι τύπου AGA, αυτόματοι. Αυτού του είδους τοποθετήθηκε και στον Λευτέρη, το 1920.

(12) Εγγραφο στις 16/8/1934 φάκελος φάρου οπ.π.

(13) Εγγραφο στις 1/10/1934, φάκελος φάρου οπ.π. Ακόμη στο ίδιο έγγραφο πληροφορούμαστε πως η σχετική μελέτη είχε ολοκληρωθεί από τον προηγούμενο Αύγουστο. Επίσης διαβάζουμε πως μαζί με το φωτιστικό μηχάνημα αγοράστηκε κι επαρκής αριθμός φιαλών ασετυλίνης που ενδεχομένως να προορίζονταν και γι’ άλλους παρόμοιους φάρους.

(14) Εγγραφο στις 6/10/1934, φάκελος φάρου οπ.π. Προφανώς πρόκειται για τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα (μετά το 1925) τελειότερα από τα προηγούμενα.

(15) Φάκελος φάρου οπ.π. Αν και πρόκειται για επίσημη «Αγγελία», παρατηρούμε λάθος αναφορές για εστιακό ύψος και πιθανόν για τη φωτοβολία.

(16) Αναφορά Κων. Σκούρτη στις 14/11/1935, φάκελος φάρου οπ.π.

(17) Γιώργος Θωμάς: «Τα ακτωνύμια του Νοτιοανατολικού Πηλίου», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, Βόλος 1992, σελ 55 – 116. Και ανάτυπο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου