Ο φάρος της Σηπιάδας ~ Ο «ακρογωνιαίος» στη Μαγνησία (μέρος Α’)

ο-φάρος-της-σηπιάδας-ο-ακρογωνιαίος-96594

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ, Μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Η έλλειψη φαρικού δικτύου σε όλο το μήκος αλίμενης ακτογραμμής της Θεσσαλομαγνησίας προκάλεσε σοβαρό πρόβλημα στην ασφαλή ναυσιπλοΐα. Η επικινδυνότητα της περιοχής, ειδικότερα τους χειμερινούς μήνες, με την επικράτηση ιδιαίτερα δυσμενών καιρικών συνθηκών, θεωρείται διαχρονικά αυξημένη, διαπίστωση που επιβεβαιωνόταν άλλωστε από τα συχνά ναυάγια και άλλα ναυτικά ατυχήματα.

Τα πλοία της ακτοπλοΐας, όπως και τα υπόλοιπα πλεούμενα, συναντούσαν πολλές φορές αξεπέραστες δυσκολίες στην εκτέλεση των δρομολογίων τους από τη Θεσσαλονίκη προς τον Βόλο ή το αντίθετο, παραπλέοντας τις δυσπρόσιτες ακτές του Ανατολικού Πηλίου ώς το στενό της Σκιάθου. Ο φάρος της Κασσάνδρας, στον κάβο Ποσείδι, με την ισχυρή φωτοβολία του «συνόδευε» τα καράβια ώς ένα σημείο στην πορεία τους προς τον νότο, αλλά έως ότου γίνει ορατός εκείνος στον κάβο Γουρούνι της Σκοπέλου, μεσολαβούσε αρκετό διάστημα χωρίς σήμανση, που επιμηκυνόταν, όταν επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες. Αλλά και η εκτέλεση του πλου στο πολυσύχναστο μπουγάζι της Σκιάθου με το Νότιο Πήλιο παρουσίαζε επίσης ξεχωριστή επικινδυνότητα, μια και στη μέση σχεδόν του διαύλου υπάρχει ο γνωστός ύφαλος Λευτέρης, που τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα δεν διέθετε φάρο. Το πρόβλημα του διαύλου περιορίστηκε σημαντικά με την τοποθέτηση φάρου το 1907 στο αντικρινό Ποντικονήσι της ΒΑ Εύβοιας, ο οποίος εξέπεμπε δέσμες ισχυρού φωτός σε διαφορετικές κατευθύνσεις, ώστε να υποδεικνύεται η ασφαλής πορεία. Επειτα από αρκετές καθυστερήσεις, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της κατασκευής, κατορθώθηκε η τοποθέτηση φάρου και στον ύφαλο Λευτέρης, μετά από επίπονες προσπάθειες στα 1919 και 1920 (1). Ομως ο κίνδυνος σε όλο το μήκος των ανατολικών ακτών της Μαγνησίας και της Λάρισας παρέμενε ακόμη σοβαρός, αφού πουθενά σε αυτές δεν είχε τοποθετηθεί κάποιος φάρος. Τα πλοία ταξίδευαν χάρη στην εμπειρία των καπεταναίων τους, έως ότου στη νότια εσχατιά του Πηλίου αντικρίσουν τον Λευτέρη, πέρα από τη βοήθεια που παρείχε και ο φάρος στον κάβο Γουρούνι, τον βορειότερο της Σκοπέλου. Τα αιτήματα για επέκταση του φαρικού δικτύου στην εν λόγω περιοχή πύκνωναν συνεχώς, αλλά η υλοποίηση των έργων καθυστερούσε, είτε γιατί δινόταν προτεραιότητα αλλού, είτε γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κονδύλια. Οι πιέσεις των ναυτιλιακών εταιρειών, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1920 – 1930, αλλά και λίγο αργότερα, με συνεχείς αποστολές εγγράφων, υπενθύμιζαν διαρκώς τη σοβαρότητα της κατάστασης. Επιπλέον η προβληματική λειτουργία του φάρου στον Λευτέρη, με τη μείωση της φωτοβολίας του, έπειτα από την προσάραξη στον ύφαλο του γερμανικού α/π Βόλος, χειροτέρεψε τα πράγματα επιτάσσοντας άμεση παρέμβαση της αρμόδιας υπηρεσίας. Τόσο η αντικατάσταση του φάρου του Λευτέρη, όπως και η εγκατάσταση νέου στο ακρωτήριο Σηπιάς του Ν.Α. Πηλίου, αποτελούσαν αλληλένδετες περιπτώσεις, που έπρεπε άμεσα να ολοκληρωθούν (2).

***

Σε έγγραφό της η Πανελλήνια Επαγγελματική Ενωση Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού, προς τη Διεύθυνση Φάρων και Φανών επισημαίνει το ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα: «Λαμβάνομεν την τιμή ν’ αναφέρομεν υμίν ότι πλείστοι συνάδελφοι εκτελούντες την γραμμήν Βόλου – Θεσσαλονίκης μάς ανέφεραν ότι το προσαράξαν γερμανικόν ατμόπλοιον Βόλος το οποίον ευρίσκεται εις τας υφάλους Λευτέρη, παρασυρθέν εκ κακοκαιρίας έχει καλύψει μέρος της φωτοβολίας του φάρου, των κατερχομένων εκ Θεσσαλονίκης διά Βόλον. Ασφαλώς δε εις πρώτην κακοκαιρίαν του χειμώνος θέλει παρασύρει εξ ολοκλήρου τον περίβολον του φάρου, όστις τόσας υπηρεσίας πολυτίμους προσφέρει εις τους ναυτικούς.

Οθεν παρακαλούμεν όπως ληφθώσιν ενωρίς τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Επί τη ευκαιρία ταύτη σας υπενθυμίζομεν παλαιοτέρας ενεργείας μας διά την τοποθέτησιν φάρου επί της πλευράς της Σηπιάδος άκρας.

Διατελούμεν μετά τιμής

Ο πρόεδρος.

Ο γεν. γραμματέας

(υπογραφή) (σφραγίδα) (υπογραφή)» (3).

Για ενάμιση περίπου χρόνο δεν υπήρξε καμιά εξέλιξη, τόσο ως προς την τοποθέτηση φάρου στη Σηπιάδα, όσο και στην αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας του Λευτέρη. Αντίθετα μάλιστα στον ύφαλο η σβέση ήταν πλέον γεγονός, καθώς το ναυαγισμένο ατμόπλοιο εφαπτόταν σχεδόν στο βάθρο του φάρου και απειλούσε την κατασκευή ακόμα και με κατάρρευση. Μπροστά στις νέες, δυσμενείς προοπτικές η Ακτοπλοΐα της Ελλάδος (ΑΚΤΕΛ), η μεγαλύτερη τότε ακτοπλοϊκή εταιρεία εγχωρίων πλόων, αποστέλλει έγγραφο προς την Υπηρεσία Φάρων και Φανών επισημαίνοντας το σοβαρό πρόβλημα, που παραμένει άλυτο για τόσο καιρό:

«Οι πλοίαρχοι των εκτελούντων την γραμμήν Βόλου – Θεσ/νίκης ατμοπλοίων μας επανειλημμένως εξέθεσαν ημίν τους υφισταμένους κινδύνους τούτων, κατά την εν χειμώνι διέλευσίν των διά του στενού Σκιάθου και Σηπιάδος άκρας, από της διακοπής λειτουργίας του επί της υφάλου Λευθέρι, αυτομάτου φανού. Δεδομένου επιπροσθέτως, ότι συνέβησαν κατά το παρελθόν εις το σημείον τούτο θαλάσσια ατυχήματα, έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν, όπως ευαρεστηθήτε και μεριμνήσητε περί της αμέσου ανάγκης επαναλήψεως της λειτουργίας του ως άνω φανού, αλλά και τοποθετήσεως επιβαλλομένης νέου τοιούτου επί της Σηπιάδας άκρας, προς καθοδήγησιν των διερχομένων πλοίων.

Μετά τιμής

Ακτοπλοΐα της Ελλάδος Α.Ε.

(υπογραφές)» (4).

Στη Διεύθυνση Φάρων και Φανών, όπως ονομαζόταν τότε η Υπηρεσία Φάρων, οπωσδήποτε υπήρχαν ο σχετικός προβληματισμός και ο ανάλογος σχεδιασμός για το πρόβλημα που επιζητούσε άμεση λύση. Πέρα από τον Λευτέρη, που ήταν κάτι έκτακτο και οπωσδήποτε επιβαλλόταν και γι’ αυτό ταχύτατη αποκατάσταση, για την ακτή της Θεσσαλομαγνησίας προβλεπόταν η τοποθέτηση τριών συνολικά φάρων, στο ακρωτήριο Δερματάς, βόρεια του Αγιόκαμπου με υψηλή εμβέλεια 30 μιλίων, στο ακρωτήριο Πουρί στην περιοχή Ζαγοράς – Πουρίου και στο απώτατο νοτιοανατολικό άκρο του Πηλίου στη Σηπιάδα, αλλά δεν υπήρχαν προς το παρόν διαθέσιμες οι απαιτούμενες πιστώσεις για την ολοκλήρωση των έργων. Τελικά, όπως είναι γνωστό, τοποθετήθηκαν μόνο δύο φάροι στον Δερματά και τη Σηπιάδα.

***

Το καλοκαίρι του 1934 ξεκινούν οι ενέργειες για την προμήθεια του κατάλληλου φωτιστικού μηχανήματος και των υπόλοιπων απαραίτητων υλικών για την κατασκευή, φάρου στο ακρωτήριο Σηπιάς (5). Παράλληλα εκπονούνται μελέτες και διενεργούνται επιτόπιες έρευνες για την ανεύρεση της καταλληλότερης θέσης για την τοποθέτησή του. Οπως φαίνεται σε σχετικό έγγραφο (6) προκρίνονται δύο σημεία, που το καθένα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το πρώτο βρίσκεται σε ύψος 102 μέτρων, σε ομαλό έδαφος με λίγη θαμνώδη βλάστηση, αλλά απαιτούσε κόπο η μεταφορά των υλικών, που θα εκφορτώνονταν ένα και πλέον χιλιόμετρο μακριά, στην πλησιέστερη προσιτή ακτή. Η μετάβαση των συνεργείων μπορούσε να πραγματοποιηθεί ευκολότερα από την ξηρά και δινόταν έτσι ευπρόσδεκτη, εναλλακτική λύση. Ομως υπήρχε μειονέκτημα ακόμη με τη λειτουργία πολλών ποιμνιοστασίων στον χώρο, που τα κοπάδια των ζώων πιθανόν, όπως αναφέρεται, να προκαλούσαν φθορές. Η δεύτερη προτεινόμενη θέση βρισκόταν χαμηλότερα, μόλις στα 25 – 30 μέτρα ύψος, αλλά η προσέγγιση από τη θάλασσα ήταν σχεδόν αδύνατη λόγω της απόκρημνης και βραχώδους ακτής, ειδικά σε περίπτωση θαλασσοταραχής. Η χερσαία πρόσβαση επίσης παρουσίαζε δυσκολίες, γιατί υπήρχε μόνον ένα υποτυπώδες μονοπάτι, που χρειαζόταν διάνοιξη, ενώ επιβαλλόταν και άλλη διαμόρφωση του εδάφους στο σημείο τοποθέτησης του φάρου. Σύμφωνα με την αναφορά του διενεργήσαντα την αυτοψία υπεύθυνου μηχανικού, υποπλοιάρχου Κων. Σκούρτη προτιμότερη ήταν η δεύτερη περίπτωση, μια και ο φάρος, που δεν θα ήταν «μεγάλης εντάσεως», θα γινόταν απόλυτα ορατός (7).

Οι μελέτες για την τελική επιλογή του χώρου αποδεικνύονται χρονοβόρες, γιατί μεσολαβεί ένας περίπου χρόνος, έως ότου ο διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων Στυλ. Λυκούδης με έγγραφό του διευκρινίζει «διά ποίους λόγους προκρίνομεν τον φωτισμόν της άκρας Σηπιάδας», μια και δεν υπήρχαν διαθέσιμες πιστώσεις για την τοποθέτηση φάρων στα ακρωτήρια Δερματάς και Πουρί, όπως προβλεπόταν από τον γενικότερο σχεδιασμό της ανάπτυξης και βελτίωσης του φαρικού δικτύου. Επίσης σημειώνεται και η προτεινόμενη επιλογή για τη θέση του φάρου: «Διά την θέσιν εφ ης θα έπρεπε να εδραθή ο φάρος της Σηπιάδος, δηλαδή ουχί επί της άκρας του ακρωτηρίου αυτού τούτου, αλλ’ εις την ακρώρειαν του πλοκάμου του Πηλίου όστις κατέρχεται προς το Προμύρι» (8). Κατατέθηκε και άλλη πρόταση για τοποθέτηση πέντε μίλια βορειότερα, που όμως απορρίφθηκε, γιατί σε περίπτωση σβέσης του Λευτέρη (9) θα προέκυπτε σοβαρό πρόβλημα. Σε αναφορά (10), έπειτα από νέα επιτόπια παρατήρηση, σημειώνονται τα εξής: «Θέσις Σηπιάς, ύψος 340 πόδες. Η ανατολική πλευρά απότομος των λοιπών ομαλοτέρων. Η μεταφορά εκ σημείου μη προσβαλλομένου εκ των βορείων ανέμων και ετέρου επί της ανατολικής ακτής». Προφανώς η πρόσβαση των συνεργείων και η μεταφορά των υλικών μπορούσαν να γίνουν τόσο από το λιμανάκι του Κατηγιώργη, όσο και από ανατολική ακρογιαλιά, όταν βέβαια δεν έπνεαν βορειοανατολικοί άνεμοι. Ακόμη, στην ίδια αναφορά επαναλαμβάνεται η αναγκαιότητα του έργου για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας, σύμφωνα με τα αιτήματα των ακτοπλοϊκών εταιρειών, μια και οι δυσκολίες ήταν αξεπέραστες, όταν στην περιοχή επικρατούσαν ακραίες καιρικές συνθήκες.

Εξακολουθεί επίσης να προτείνεται ως εναλλακτική λύση η εγκατάσταση του φάρου στη θέση Αγιος Αθανάσιος, στην περιοχή της Πάλτσης, που είχε προταθεί και νωρίτερα, επειδή το σημείο φαινόταν πιο προσβάσιμο, αλλά μειονεκτούσε λόγω της απόστασης από το ακρωτήριο Σηπιάς. Τέλος, με τη λειτουργία του φάρου θα μπορούσε να μειωθεί η φωτοβολία του Λευτέρη έως τα 7 μίλια. Τελική επιλογή βέβαια υπήρξε εκείνη, όπου βρίσκεται ο φάρος σήμερα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Βλ. Γρηγ. Καρταπάνης: «Ο ύφαλος Λευτέρης και ο φάρος του – Μια ξεχωριστή περίπτωση στο ελληνικό φαρικό δίτκυο». Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών τόμος 21ος, Βόλος 2019 σελ. 383 – 437. Ανάτυπο.

2) Οπ.π. σελ. 407 – 416.

3) Εγγραφο στις 23/7/1932 φάκελος φάρου «Λευθέρης».

4) Εγγραφο στις 16/12/1933 φάκελος φάρου «Λευθέρης».

5) Εγγραφο στις 18/8/1934 για την προμήθεια φωτιστικού μηχανήματος AGA αυτόματου, συστήματος DAFEN. Πρόκειται για τους αυτόματους, σουηδικής προέλευσης, φάρους, που λειτουργούσαν με ασετιλίνη δίχως την παρουσία φαροφύλακα και ήταν εξαιρετικά αξιόπιστοι.

6) Αναφορά μηχανικού Κων. Σκούρτη στις 2/9/1934. Φάκελος φάρου Σηπιάς.

7) Αναφορά οπ.π.

8) Εγγραφο στις 27/7/1935. Φάκελος φάρου Σηπιάς.

9) Στο ίδιο έγγραφο (27/7/35) σημειώνεται: «Η ίδρυσις του φάρου Λευτέρη ούσα εκ των αξιολόγων φαρικών έργων της Μεσογείου». Επρόκειτο, όπως έχουμε ξαναπεί, για μια ίσως μοναδική περίπτωση στο ελληνικό φαρικό δίκτυο.

10) Αναφορά στις 21/9/1935. Φάκελος φάρου Σηπιάς.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου