Αναμνήσεις από τη θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό: Ο οπλονόμος ο… Ψαρής

αναμνήσεις-από-τη-θητεία-στο-πολεμικό-348209

«Οπλονόμος: Ο υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, που είναι επιφορτισμένος με τη διοίκηση των κατώτερων υπαξιωματικών ενός πλοίου, με την τήρηση του ημερήσιου προγράμματος και τη συντήρηση των φορητών όπλων» (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γεωργίου Μπαμπινιώτη). Παραπλήσιοι είναι και οι αντίστοιχοι ορισμοί σε διάφορα άλλα λεξικά. Κοντολογίς, ο οπλονόμος φροντίζει για τις βάρδιες, τις αγγαρείες, τις ποινές, τις άδειες και ό,τι αφορά στο κατώτερο πλήρωμα (υπαξιωματικοί, ναύτες) και μαζί με το γραφείο Γενικής Επιστασίας επιμελούνται την εσωτερική λειτουργία ενός πλοίου ή μιας ναυτικής υπηρεσίας.

Ποιος ο Ψαρής;

Ο οπλονόμος του Τμήματος Υφάλων Οπλων της Αμφιάλης, ανθυπασπιστής κ. τάδε, υπήρξε ενδιαφέρουσα και άξια σχολιασμού προσωπικότητα, έστω κι αν εξέπεμπε ευθύς εξαρχής έντονη αρνητική αύρα. Ηταν από εκείνες τις φιγούρες, που από την πρώτη ματιά προκαλούσε αντιπάθεια, συναίσθημα που διογκωνόταν από τις ενέργειές του και τη γενικότερη συμπεριφορά του. Τον έβλεπες και συστρέφονταν τα εντόσθιά σου! Στεγνός, ξερακιανός και μελαψός σαν αθίγγανος, συνοφρυωμένος με ένα στρυφνό ύφος, μία μόνιμα ξινισμένη μούρη, λες και είχε μυρίσει κάτι άσχημο. Επίσης, διέθετε σε μεγάλο βαθμό το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό εκείνων των χαμηλόβαθμων, συνήθως, βαθμοφόρων, που δεν έχουν καμία προσωπικότητα και διακατέχονται από κόμπλεξ. Αυστηρός και αδιάλλακτος με τους κατωτέρους του και ιδιαίτερα βέβαια με τους ναύτες, δουλοπρεπής και φοβισμένος, σε σημείο που να καταντά φαιδρός, απέναντι στους ανωτέρους του. Βαθιά ευθυνόφοβος και χωρίς την παραμικρή πρωτοβουλία, γινόταν συνεχώς αποδέκτης ειρωνικών σχολίων, που βέβαια τα… τροφοδοτούσαν οι ίδιες οι συμπεριφορές του.

Η μόνιμη κόντρα με τους ναύτες, λόγω οπλονομείου και η εξόφθαλμη υποταγή στους παραπάνω από αυτόν και ιδιαίτερα στον αντιπλοίαρχο τμηματάρχη, διοικητή του Τμήματος Υφάλων Οπλων, μπροστά στον οποίον «ψάρωνε» σαν νεοσύλλεκτος, υπήρξαν οι αφορμές να του προσδώσουμε το παρωνύμιο Ψαρής, καμία σχέση με άλογο η χρώμα κόμης! Ετσι μιλούσαμε συνθηματικά δίχως να γνωρίζει ότι αναφερόμαστε σ’ αυτόν.

«Δεν βγαίνουν τα άτομα»

Πραγματικά, τους ναύτες τους έβλεπε σαν να του είχαν σκοτώσει τη μάνα και ουδέποτε προσπαθούσε να ικανοποιήσει κάποιο δίκαιο αίτημά τους, όταν έβγαιναν στην αναφορά. Το πιο συνηθισμένο ζητούμενο ήταν κάποια «έξοδος εξ αναφοράς», δηλαδή έκτακτη, πέρα από τις καθορισμένες και για συγκεκριμένο λόγο, ενίοτε σοβαρό. Ποτέ μα ποτέ δεν σε αντιμετώπιζε με θετική πρόθεση, παρά πάντοτε επαναλάμβανε την ίδια φράση, αρνούμενος να δώσει συγκατάθεση:

– Δεν βγαίνουν τα άτομα!

Εννοούσε, δηλαδή, ότι δεν επαρκούσε ο αριθμός των ναυτοδιόπων για την κάλυψη των βαρδιών και πολλών άλλων αναγκών. Η αλήθεια είναι πως πάντοτε η υπηρεσία ετούτη ταλαιπωρούνταν από το πρόβλημα της «ελλιπούς δυνάμεως», που θα επιλυόταν άμεσα, αν δεν υπήρχαν οι υπεράριθμοι, προνομιούχοι ναύτες στα γραφεία και χρειαζόταν προσοχή, ώστε να μην προκληθεί ανεπάρκεια. Θέλοντας να αποφύγει οποιονδήποτε προβληματισμό και τυχόν μπέρδεμα, σε ξέκοβε, ευθύς εξαρχής, με το στερεότυπο, επαναλαμβανόμενο και έωλο συχνά επιχείρημα, λες και είχε κολλήσει η βελόνα. Ακόμη και όταν καταθέταμε συγκεκριμένα επιχειρήματα για τους αδικαιολόγητους φόβους του, εκείνος έκανε πως δεν άκουγε επαναλαμβάνοντας το μότο: «Δεν βγαίνουν τα άτομα». Οταν όμως συνεπικουρούσε το αίτημα του ναύτη κάποιος προϊστάμενός του, τότε ο Ψαρής… ψάρωνε και όλα ολοκληρώνονταν χωρίς δυσκολίες. Η μόνιμη αυτή επωδός φαίνεται πως είχε μπολιαστεί μέσα του και από κεκτημένη… αναποδιά ακόμα και όταν το αίτημα κάποιου ναύτη ήταν διαφορετικό, δεν είχε δηλαδή να κάνει με έξοδο, και πριν καν το ακούσει τον προκαταλάβαινε λέγοντας:

– Δεν βγαίνουν τα άτομα!

Επακόλουθο λοιπόν ο Ψαρής να αποκτήσει και δεύτερο παρατσούκλι «ο δεν βγαίνουν».

Διαταγή τμηματάρχου

Ως ευθυνόφοβος και ανασφαλής που ήταν ο οπλονόμος, θέλοντας να προσδώσει κύρος στις εντολές του επικαλούνταν τον… τμηματάρχη. Κάθε φορά σχεδόν που ανέθετε κάποια αγγαρεία, προκειμένου να εκτελεστεί γρήγορα και σωστά, επεσήμανε πως επρόκειτο όχι για δική του διαταγή, αλλά του ίδιου του τμηματάρχη, χωρίς βέβαια αυτό να ισχύει τις περισσότερες φορές.

Μία μέρα, μετά την πρωινή κλήση, γύρισε σε μας τους ναύτες των πληρωμάτων στα πλωτά μέσα μεταφοράς τορπιλών και μας είπε:

– Είδα πως δεν έχετε δρομολόγια. Θα καθαρίσετε τον χώρο γύρω από το διοικητήριο, είναι διαταγή τμηματάρχου! πρόσθεσε ώστε να αποφύγει τις όποιες δικαιολογίες… αποφυγής της αγγαρείας από μέρος μας.

Τότε επενέβη ο δίοπος μηχανικός Σπετσιώτης.

– Μα πώς είναι δυνατόν κ. οπλονόμε να έχει δώσει δύο διαφορετικές διαταγές ο κ. τμηματάρχης;

– Πώς, τι είπες… ψάρωσε ο Ψαρής.

– Υπάρχει εντολή τμηματάρχου, του εξήγησε, για συντήρηση και βαψίματα στις βάρκες τις ημέρες που δεν έχουμε δρομολόγια.

Οντως υπήρχε τέτοια εντολή δοσμένη προς τον προϊστάμενό μας πριν καμιά δεκαριά μέρες και ήταν μια καλή ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσουμε για να αποφύγουμε σκουπίσματα και… καταδιώξεις. Αλλωστε στις βάρκες δουλεύαμε με το πάσο μας, δίχως την επίβλεψη κανενός ανωτέρου.

– Αν δεν μας πιστεύετε, είπα κι εγώ, να ρωτήσουμε τον κ. τμηματάρχη.

– Οχι, όχι, καλά, έκανε σαφώς φοβισμένος ο οπλονόμος, πηγαίνετε στις εργασίες σας και γρήγορα, αφού είναι διαταγή τμηματάρχου!

Το επιχείρημα του Ψαρή γύρισε μπούμερανγκ.

Η έγερση

Πανικός καταλάμβανε τον Ψαρή στην προοπτική εισόδου κάποιου ανώτερου αξιωματικού στο οπλονομείο. Για να μην προκύψουν δυσάρεστα απρόοπτα συμβούλευε τον ναύτη του γραφείου να προσέχει και να ελέγχει τον διάδρομο μιας και η θέση του ήταν κοντά στην πόρτα και είχε πεδίο ορατότητας. Του είχε δώσει και σαφείς εντολές.

– Μόλις εμφανιστεί κάποιος ανώτερος, αφήνεις ό,τι εργασία κάνεις και σηκώνεσαι αμέσως. Εγερση και σε στάση προσοχής.

Ναύτης του οπλονομείου τότε ήταν ένας τριακοντούτης σπουδαγμένος και γόνος οικογενείας στρατιωτικών, με μεγάλο βύσμα εννοείται. Ευφυές άτομο, βάλθηκε να κάνει δύσκολη τη ζωή του οπλονόμου.

Μόλις άκουγε βήματα στον διάδρομο σηκωνόταν απότομα όρθιος παρασύροντας και τον …ψαρωμένο Ψαρή, που παρατούσε τα πάντα και ορθωνόταν, σαν να τον τίναζε ελατήριο, σε στάση προσοχής. Αλλά αντί για είσοδο αξιωματικού, ακολουθούσε… η έξοδος από το γραφείο του ναύτη, που προφανώς κάπου ήθελε να πάει!

Αυτό γινόταν συχνά, ώσπου κάποια φορά διαμαρτυρήθηκε ο οπλονόμος.

– Καλά παιδί μου, τι σηκώνεσαι έτσι απότομα και νομίζω πως έρχεται ο τμηματάρχης;

Ο φουκαράς ο Ψαρής, που του κοβόταν τα ήπατα από την «έγερση» του ναύτη, ήταν και γκαντέμης. Μια μέρα δεν σηκώθηκε απότομα ο ναύτης, γιατί ήταν γυρισμένος και βόλευε κάτι φακέλους, όταν ξαφνικά εισήλθε ο τμηματάρχης και μάλιστα εκνευρισμένος για κάποιον υπηρεσιακό λόγο. Η αντίδραση του Ψαρή δεν περιγράφεται στο χαρτί.

Αγημα πυρκαγιάς

Η φοβία, που κυρίευε τον Ψαρή και έφτανε στα όρια του πανικού, έγινε αιτία να χτυπήσει δίχως λόγο άγημα πυρκαγιάς, αναστατώνοντας όχι μόνο τη δική μας υπηρεσία, αλλά ολάκερη σχεδόν την περιοχή της Αμφιάλης. Ας δούμε, λοιπόν, πώς σημειώθηκε το γεγονός. Τα γραφεία διέθεταν εσωτερικό σύστημα επικοινωνίας για τις αναμεταξύ τους συνεννοήσεις. Το σύστημα το λέγαμε, πολύ πετυχημένα, «ρουφιάνο», γιατί αν ήθελε να ακούσει ο τμηματάρχης τι έλεγαν σε κάποιο γραφείο δεν είχε παρά να πατήσει το ανάλογο κουμπί, ώστε να ανοίξει το κύκλωμα. Ο τμηματάρχης έδινε από εκεί τις οποίες εντολές επιθυμούσε στους υφισταμένους του ή τους καλούσε στο γραφείο του. Είχε όμως ένα συνήθειο. Φοβερά λιγόλογος άνθρωπος, έδινε μονολεκτικά σχεδόν την οποία διαταγή ή το κάλεσμα π.χ. «αναφορά» ή «βιβλία τορπιλών» ή «οπλονόμε» κ.ά. Πολλές φορές όταν ξέμενε από φωτιά, γιατί τύχαινε να είναι και μανιώδης καπνιστής, ζητούσε μέσω του «ρουφιάνου» να του πάνε αναπτήρα από το διπλανό γραφείο της γραμματείας. Κάποια μέρα όμως που απουσίαζαν όλοι από το παραπάνω γραφείο και ήθελε να ανάψει τσιγάρο, απευθύνθηκε στο οπλονομείο, φωνάζοντας από τον «ρουφιάνο» μονολεκτικά και κάπως δυνατά.

– Φωτιά!

Στο άκουσμα της λέξης ο Ψαρής τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα και όρμησε στον διάδρομο φωνάζοντας και του ναύτη του οπλονομείου να βγει και αυτός έξω.

– Φωτιά, πήραμε φωτιά, τρέξε να χτυπήσεις άγημα.

Εκείνος προσπάθησε ψύχραιμα να του εξηγήσει ότι για κάτι άλλο, μάλλον, επρόκειτο, αλλά πανικόβλητος ο οπλονόμος δεν άκουγε τίποτα. Βγήκε αστραπιαία στην πόρτα του διοικητηρίου, άρπαξε τον πρώτο τυχόντα ναύτη που περνούσε και έλαχε να ‘ναι και νέος και τον διέταξε να χτυπήσει στο καμπανάκι άγημα πυρκαγιάς. Εκείνος φοβισμένος εκτέλεσε στη στιγμή τη διαταγή, αρχίζοντας να χτυπά το καμπανάκι δαιμονιωδώς.

– Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν…

Η αναστάτωση υπήρξε καθολική. Οι μόνιμοι του αγήματος από τη Δ/Δ έτρεχαν στην αποθήκη για να παραλάβουν πυροσβεστήρες και υλικά κατάσβεσης (σάρωθρα, πτύα κ.λπ.). Στα πυροσβεστικά οχήματα έβαλαν τις σειρήνες να ουρλιάζουν περιμένοντας διαταγή να κινήσουν προς το σημείο της… αόρατης μέχρι στιγμής πυρκαγιάς. Οι συναγερμοί από τα πλοία τέθηκαν σε λειτουργία και όλοι γενικώς προσπαθούσαν να εντοπίσουν το σημείο που είχε ξεσπάσει η φωτιά. Αλλά καπνός πουθενά δεν φαινόταν. Κοντολογίς αναστατώθηκε όλη η περιοχή της Αμφιάλης και ήδη είχε ανάψει… κι άλλη φωτιά στα μπατζάκια του οπλονόμου, που άκουγε κατσάδα ξεγυρισμένη από τον τμηματάρχη, τον ακούσιο… ηθικό αυτουργό του συμβάντος. Δεν μπορούσε και αυτός ο αθεόφοβος να πει αναπτήρα ή έστω σπίρτα, ώστε να μη γίνει μπέρδεμα! Αλλά πού να φανταστεί ότι ο Ψαρής θα μπέρδευε έτσι τα πράγματα! Το λάθος πήρε διαστάσεις, η αναταραχή που προκλήθηκε έφτασε ώς τη διοίκηση του ναυστάθμου και δόθηκε εντολή για ανακρίσεις. Τελικά, νομίζω το ζήτημα εκτονώθηκε και παρουσιάστηκε ως «γυμνάσιο πυρκαγιάς», με σκοπό την ετοιμότητα και τον συντονισμό των αγημάτων, επειδή κάνα μήνα νωρίτερα είχε σημειωθεί πραγματικό περιστατικό και από ολιγωρία δεν υπήρξε άμεση αντίδραση.

Αλλαγή καθηκόντων

Ολα έρχονται και παρέρχονται. Ετσι και ο Ψαρής προάχθηκε σε σημαιοφόρο με επακόλουθο να φύγει από το οπλονομείο και να επιστρέψει στην οργανική του θέση στο συνεργείο, όπου ανήκε. Από τη μια χαρήκαμε για την αλλαγή, στην ουσία όμως δεν άλλαζε τίποτα, γιατί στη θέση του ανέλαβε καθήκοντα άλλος ανθυπασπιστής, εξίσου ανάποδος και περίεργος. Με το που έγινε αξιωματικός όμως ο Ψαρής και μετατέθηκε στο συνεργείο φαίνεται πως ξεψάρωσε και άρχισε να παίρνει εξωυπηρεσιακές πρωτοβουλίες. Μια μέρα πήρε την καμιονέτα της υπηρεσίας για κάποια προσωπική του εξυπηρέτηση, θαρρώ μεταφορά, κάτι που συνηθιζόταν και από άλλους βαθμοφόρους. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αναγκάστηκε να υπακούσει σε αυτή την πρόσθετη αγγαρεία. Σκέφτηκε όμως και του σκάρωσε του Ψαρή μια καλή φάρσα. Αφού ξεφόρτωσαν ό,τι είχαν κουβαλήσει, έκανε τάχα να βάλει μπρος και δεν έπαιρνε. Δεύτερη, τρίτη προσπάθεια το ίδιο.

– Μείναμε κ. σημαιοφόρε, έκανε τάχα σαστισμένος.

– Ωχ, πρέπει να γυρίσουμε, ξαναψάρωσε τώρα ο Ψαρής, γιατί φοβόνταν τυχόν κυρώσεις, αν είχε πάθει ζημιά η καμιονέτα σε εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα.

– Μόνο να σπρώξουμε για να πάρει μπρος, είπε ξανά ο οδηγός.

– Ναι, ναι, να σπρώξουμε, συμφώνησε και ο Ψαρής.

– Σπρώξτε εσείς για να είμαι εγώ στο τιμόνι.

– Ναι, σπρώχνω, έκανε πειθήνια ο πρώην οπλονόμος.

Εσπρωχνε με κόπο ο φουκαράς το βαρύ όχημα και ο οδηγός προσποιούνταν ότι δεν παίρνει. Του βγήκε το λάδι του Ψαρή, του έπεσε και το καπέλο και το πάτησαν οι ρόδες, κόντευε να σκάσει, μέχρι που τον λυπήθηκε ο οδηγός και έδωσε επιτέλους εκκίνηση. Ο Ψαρής κάθισε στο κάθισμα έτοιμος να καταρρεύσει.

– Ευτυχώς πήρε, έκανε ικανοποιημένος, αλλά έτοιμος να καταρρεύσει από το συνεχές σπρώξιμο.

***

Πάντως, με την απομάκρυνσή του από το οπλονομείο πράγματι του είχε φύγει το περισσότερο άγχος. Κάποια φορά που πιάσαμε κουβέντα μας είπε εξομολογητικά:

– Μεγάλη ευθύνη το οπλονομείο, ευτυχώς ξέμπλεξα.

Ειδικά, όταν «δεν βγαίνουν τα άτομα»!

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου