Μνήμες από τη θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό: Υποπλοίαρχος …μελισσοκόμος

μνήμες-από-τη-θητεία-στο-πολεμικό-ναυτ-355387

Κατανοώ πως ο τίτλος με την πρώτη ματιά θα προκαλέσει εύλογες απορίες. Είναι δυνατόν να υπάρχει στο Πολεμικό Ναυτικό τέτοια ειδικότητα; Γιατί, τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο ένδοξο θαλασσινό στράτευμα και την ενδιαφέρουσα, κατά τα άλλα, τέχνη της μελισσοκομίας; Ή, εν προκειμένω, αφού βρισκόμαστε στο Τμήμα Υφάλων Οπλων της Αμφιάλης, πώς μπορεί να ταιριάζουν οι τορπίλες και οι νάρκες με τα εργατικά και συμπαθή έντομα; Οπωσδήποτε και δεν υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών καμία, στρατιωτικού τύπου, σχέση, με μοναδική ανεπίσημη εξαίρεση τον υποπλοίαρχο κ. τάδε… αξιωματικό της παραπάνω ναυτικής υπηρεσίας, που εκτός από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ασχολούνταν και με τη μελισσοκομία και μάλιστα μέσα στα όρια δικαιοδοσίας του ναυστάθμου Αμφιάλης. Απλά ο εν λόγω βαθμοφόρος γνώριζε καλά την ασχολία του μελισσοκόμου και είχε τοποθετήσει δεκάδες κυψέλες στην περιοχή πίσω και πάνω από το διοικητήριο του Τμήματος και των υπολοίπων κτιρίων, συνεργείων, στους λοφίσκους προς το Κέντρο «Παλάσκας». Αγνοώ αν του είχε δοθεί σχετική άδεια από τη διοίκηση του ναύσταθμου και την ίδια την υπηρεσία που υπηρετούσε ή η εγκατάσταση των μελισσών έγινε με τη σιωπηρή συγκατάθεση των αρμόδιων προϊσταμένων. Οπως και να ‘χε το πράγμα, ο υποπλοίαρχος μελισσοκόμος είχε στην απόλυτη διάθεσή του ευρεία έκταση με θυμάρια και πεύκα κυρίως, χωρίς ανταγωνιστές συναδέλφους, ώστε να παρέχεται άφθονη πρώτη ύλη για την παραγωγή μελιού. Η κανονική ειδικότητα του αξιωματικού ήταν τεχνίτης τορπιλών (Τ/Τ), αλλά εμείς, οι πάντοτε δηκτικοί και ευρηματικοί ναύτες των πληρωμάτων στα πλωτά μέσα (Β.Β.) μεταφοράς τορπιλών, τον είχαμε διαφοροποιήσει σε τεχνίτη μελισσοκόμο (Τ/Μ). Ετούτο προήλθε αυθόρμητα, όταν τον βλέπαμε να φορά την κάσκα και τα γάντια της μελισσοκομικής στολής, αλλά να ξεχωρίζουν κιόλας οι χρυσές επωμίδες του με τα δυόμιση σιρίτια της …κανονικής του στολής. Ατυχώς δεν υπήρχαν τότε τα προηγμένης τεχνολογίας κινητά, ώστε πονηρά να τον φωτογραφίζαμε!

Και ναύτες τεχνίτες κυψελών

Τον υποπλοίαρχο μελισσοκόμο είχαμε την τύχη ή την ατυχία να τον έχουμε και προϊστάμενο, μια και στις αρμοδιότητές του ενέπιπταν ο προγραμματισμός και η εκτέλεση των δρομολογίων προς τον ναύσταθμο Σαλαμίνας, απέναντι, για τη μεταφορά τορπιλών και ναρκών από και προς τα πλοία του στόλου. Στην ουσία δεν ασχολούνταν παρά ελάχιστα, αφήνοντας πρωτοβουλίες σε δύο υφισταμένους του σημαιοφόρους. Ετσι έβρισκε τον καιρό να ασχοληθεί με την έτερή του απασχόληση, που όπως διαδίδονταν ήταν και εξαιρετικά προσοδοφόρα. Εκείνο όμως που μας ενοχλούσε, εμάς τους ναύτες των πληρωμάτων, ήταν η συνήθειά του να μας επιφορτίζει με διάφορες βοηθητικές εργασίες μελισσοκομικού χαρακτήρα, κυρίως με την επισκευή, το βάψιμο και την εσωτερική διάταξη των κυψελών. Δύσκολα αποφεύγαμε την εκτός υπηρεσίας ετούτη αγγαρεία, παρά τις …εμπνευσμένες δικαιολογίες μας και αναγκαζόμασταν να γινόμαστε υφιστάμενοί του «τεχνίτες κυψελών». Υπήρχαν ανάμεσά μας και δύο άτομα, που χρειάζονταν επιπλέον εξόδους για εξετάσεις σπουδών στις σχολές του Εμπορικού Ναυτικού, τα οποία αναγκαστικά ενέδιδαν με προθυμία στα μελισσοκομικά κελεύσματα του προϊσταμένου και έτσι έπαιρνε η μπάλα και τους υπόλοιπους.

Μία μικρή εκδίκηση

Με τούτα και με κείνα δεν βλέπαμε με πολλή συμπάθεια τον μελισσοκόμο αξιωματικό, που θρασύτατα, εκμεταλλευόμενος τον βαθμό του και τις ανάγκες κάποιων ναυτών, επέβαλε πρόσθετες δικές του εργασίες. Γι’ αυτό και ο γράφων δεν δίστασε να του σκαρώσει μια μικρή φάρσα. Το μόνο πρόσωπο που φοβόνταν ο υποπλοίαρχος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι αξιωματικοί, ήταν ο, αντιπλοίαρχος στον βαθμό, τμηματάρχης, διοικητής του Τμήματος Υφάλων Οπλων. Οταν τον καλούσε στο γραφείο του, ευθυνόφοβος όπως ήταν, κυριολεκτικά έτρεμε μην του προσαφθεί κάποια παράλειψη στα υπηρεσιακά του καθήκοντα και κάθε τέτοια κλήση τη θεωρούσε ό,τι χειρότερο. Κάποια φορά, που για κάποιο λόγο βρέθηκα στο Διοικητήριο, μου λέει:

– Πάω στα μελίσσια, έχε τον νου σου μη με ζητήσει ο τμηματάρχης.

– Μάλιστα κ. προϊστάμενε, απάντησα… ευπειθώς.

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και φθάνει ο τμηματάρχης. Μπαίνει στο γραφείο του… μελισσοκόμου και τον αναζητά, διευκρινίζοντας όμως στους άλλους παρευρισκόμενους ότι δεν επρόκειτο για κάτι επείγον. Ενας από εκείνους με ρώτησε:

– Είδες τον υποπλοίαρχο;

– Ναι, πήγε στις μέλισσες

– Κάνε έναν κόπο να τον φωνάξεις

Μια σατανική σκέψη πέρασε από το μυαλό μου κι έσπευσα ταχέως να τον ειδοποιήσω. Φθάνοντας με σβελτάδα κοντά στον χώρο των μελισσών τού φώναξα προσποιούμενος:

– Κατεβείτε γρήγορα, σας θέλει ο τμηματάρχης

– Ωρα που τη βρήκε, μόλις ντύθηκα

Για πότε έβγαλε τη μελισσοκομική στολή και πήρε τον κατήφορο δεν λέγεται. Εφτασε ασθμαίνων στο Διοικητήριο. Γιατί ήταν αρκετά ευτραφής… απ’ το καθισιό και πήγε κατευθείαν στο γραφείο το τμηματάρχη. Ετρεξα από πίσω να δω τη συνέχεια. Μόλις βγήκε και με είδε μου έβαλε τις φωνές:

– Καλά βρε παιδάκι μου, βάλθηκες να με σκάσεις;

– Γιατί κ. προϊστάμενε;

– Μου είπες πως με ζήτησε επειγόντως και σκοτώθηκα να φτάσω

– Μα μου είπατε να σας ειδοποιήσω αμέσως, έκανα απορημένα

– Καλά – καλά, πω πω, μου βγήκε η πίστη, έσκασα

Εννοείται ότι αποσύρθηκα υπομειδιώντας χαιρέκακα!

Το μελίσσι …δραπέτευσε

Κάποια άλλη στιγμή στη διάρκεια της 26μηνης τότε θητείας, ο υποπλοίαρχος μελισσοκόμος έφθασε ασθμαίνων στα σκάφη, όπου βρισκόμασταν, και εναγωνίως μας ανακοίνωσε το συμβάν:

– Ενα μελίσσι έφυγε!

Τον κοιτάξαμε με βλέμμα ανάμικτο από απορία και …αδιαφορία

– Θέλω να με βοηθήσετε να το μαζέψω, συνέχισε

– Και πώς γίνεται αυτό;

– Θα σας εξηγήσω.

Στο ενδιάμεσο της απόστασης Διοικητηρίου – κυψελών υπήρχε ένα μικρό εγκαταλελειμμένο οίκημα, παλιός υποσταθμός της ΔΕΗ, το οποίο ο αξιωματικός το είχε μετατρέψει σε αποθήκη υλικών και εργαλείων μελισσοκομίας. Μας έδειξε το σμάρι, που είχε «δραπετεύσει» από την κυψέλη του και είχε σταθεί σαν σφουγγάρι στο κλαδί χαμηλού δένδρου λίγο πιο κει από τις κυψέλες. Εμοιαζε σαν αλλόκοτος, ογκώδης καρπός. Ο προϊστάμενος ξεκίνησε τη διαδικασία, αφού πρώτα μας κατατόπισε:

Πήρε ένα εργαλείο σα θυμιατήρι, μας είπε να το γεμίσουμε πευκοβελόνες και να του βάλουμε φωτιά, ώστε να εκλύεται πυκνός καπνός, φόρεσε την πανοπλία του, του δώσαμε μια κενή κυψέλη με το καπάκι της και ζύγωσε προσεκτικά στο μαζεμένο σμάρι. Αρχισε να το καπνίζει για να ζαλιστεί, να μαστουρώσει, όπως χαρακτηριστικά μας είπε, για να πέσει στην ανοιχτή κυψέλη που έβαλε ακριβώς από κάτω. Αφού θα κάπνιζε όσο έπρεπε, με ένα απότομο τράνταγμα του κλαδιού το σμάρι θα έπεφτε στο κουτί, στο οποίο αμέσως θα έκλεινε το καπάκι και οι μέλισσες θα μεταφέρονταν στην κυψέλη τους.

Εμείς αραγμένοι στην είσοδο του υποσταθμού, κάπου τριάντα – σαράντα μέτρα μακριά παρακολουθούσαμε αραχτοί το «μαστούρωμα» κάνοντας χαμηλόφωνα τα περιπαιχτικά μας σχόλια:

– Σκέφτεστε από το πολύ κάπνισμα να ζαλιστεί ο ίδιος, έκανε σιγογελώντας ο δίοπος Σπετσιώτης, και να τον κουβαλάμε;

– Ρε σεις, με την κουκούλα και τα θυμιατά σαν τελετάρχης της Κου Κλουξ Κλαν δεν μοιάζει; παρομοίωσε ο μηχανικός Μαργαρίτης

– Να του φωνάξουμε ότι τον ψάχνει ο τμηματάρχης, να δούμε τι θα κάνει; είπα κι εγώ αναθυμούμενος την παλιότερη φάρσα.

Ο κελευστής Βαλβέος έκανε κι εκείνος το σχόλιό του:

– Ετσι που θυμιατίζει σαν παπάς δεν πρέπει να πει και κανένα κατάλληλο τροπάριο; Κι άρχισε να ψέλνει

– Βοήθησον Κύριε ίνα πέσωσι αι μέλισσαι εν τω κυτίω και μη διασκορπισθήσονται…

Ωσπου πάνω στη ραστώνη και τα σχόλιά μας δεν προσέξαμε τον υποπλοίαρχο, που τίναζε το κλαδί για να πέσει το μελίσσι στην άδεια κυψέλη. Αλλά αυτό προφανώς, γιατί δεν είχε ζαλιστεί αρκετά, πέταξε μαζεμένο με βοή προς το μέρος μας:

– Τρέξτε, οι μέλισσες, πρόλαβε να πει κάποιος

Πήραμε τον κατήφορο κοιτώντας πού και πού πίσω μας αν μας φτάνουν οι διώκτριές μας, που βομβούσαν έντονα. Ο ατυχής ναύτης Νικολάου, την ώρα της… υποχώρησης έκανε την ανάγκη του και δεν πρόλαβε. Ηταν ιδιαίτερα αστείο το θέαμα να τρέχει στον κατήφορο…

Οταν βρεθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας, παρατηρήσαμε πως το σμάρι πήγε σε άλλο δενδρύλλιο, ακριβώς έξω από την είσοδο του παλιού υποσταθμού, εκεί όπου καθόμασταν. Κοντανασαίνοντας παλεύαμε να ξεγελάσουμε την τρομάρα μας με το θέαμα του κατηφορίζοντας ακαλύπτου Νικολάου, που κι αυτός είχε σκιαχτεί:

– Φοβήθηκε ρε σεις, μη με τσιμπήσει καμιά μέλισσα, προσπάθησε να αστειευτεί

– Καλά θα σου έκανε, τον πείραξε ο Ντούρης

Τότε ακούσαμε τις φωνές του υποπλοίαρχου

– Μη φοβάστε παιδιά, στάθηκε πάλι

– Προϊστάμενε, μάλλον θέλουν άλλο… καπνό, έριξε το υπονοούμενο κάποιος

– Τι να σας πω, θέλησε να δικαιολογηθεί, πρώτη φορά την παθαίνω έτσι, απορώ γιατί δεν ζαλίστηκαν

Λίγη ώρα αργότερα η δεύτερη προσπάθεια υπήρξε επιτυχής.

Πωλείται μέλι αγνό

Οταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της συγκομιδής, ο υποπλοίαρχος μελισσοκόμος είχε μετατρέψει το γραφείο του σε κατάστημα πώλησης μελιού και αγόραζαν όλοι οι συνάδελφοί του, γιατί, όπως έλεγαν, ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Στον τμηματάρχη για ευνόητους λόγους προσφέρθηκαν πεντόκιλη συσκευασία και φιαλίδιο με βασιλικό πολτό! Δεν γνωρίζω αν υπήρξαν και άλλες δωρεές, εκτός από δύο μικρά βαζάκια στους δύο ναύτες, που με προθυμία επισκεύαζαν τις κυψέλες. Κάποιος έκανε και το… ασεβές σχόλιο:

– Πρέπει να αλλάξει η πινακίδα στην είσοδο του γραφείου και από «Γραφείον διακινήσεως τορπιλών» πρέπει να γράφει «Πρατήριον πωλήσεως μελιού».

Κάτι τέτοια περιστατικά γλυκαίνουν το άγευστο και ανούσιο, πολλές φορές, ταξίδεμα της θητείας.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου