Καλοκαιρινά του 1919 (Μέρος Α’)

καλοκαιρινά-του-1919-μέρος-α-470514

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ, μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Μπήκαμε πια στο καλοκαίρι και οφείλουμε, νομίζω, να τηρήσουμε τις καθιερωμένες, πάνω από μια δεκαετία, δημοσιεύσεις που άπτονται θεματικά της προσφιλούς εποχής, με τον γενικό υπέρτιτλο «Καλοκαιρινές Αναδρομές». Η παρουσίαση ειδήσεων και άλλων κειμένων από την καλοκαιρινή δραστηριότητα, ακριβώς έναν αιώνα πρωτύτερα, πέρα από τον επετειακό τους χαρακτήρα, φανερώνουν πτυχές της καθημερινότητας της συγκεκριμένης περιόδου για την τοπική κοινωνία τότε. Εχει, πιστεύω, ενδιαφέρον να δούμε τι συνέβαινε τα καλοκαίρια, πριν από εκατό χρόνια, μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων.

ΕΞΟΧΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

Σημαντικό ρόλο στις καθημερινές δραστηριότητες του καλοκαιριού διαδραματίζουν τα κάθε λογής εξοχικά κέντρα, ιδίως τα παραθαλάσσια, αλλά κι εκείνα που βρίσκονται σε δροσερά ενδότερα σημεία. Στα 1919 χρονολογείται η έναρξη ενός σπουδαίου τέτοιου καταστήματος στα Πευκάκια του Βόλου, που εξακολουθεί να λειτουργεί, με διάφορες παραλλαγές, ώς σήμερα. Πρόκειται για το ιστορικό εξοχικό κέντρο (εστιατόριο) «Πευκάκια» του Κυρίτση, που άνοιξε τις πύλες του την άνοιξη του 1919 και λειτούργησε ανελλιπώς ώς τα 1967. Μετά από τρίχρονη διακοπή, ανοίγει στον ίδιο χώρο από το 1971 η γνωστή ντίσκο «Μπούρτζι» για τρεις περίπου δεκαετίες και το κέντρο συνεχίζει με διάφορες ονομασίες (ως μπουζούκια, κλαμπ, χώρος εκδηλώσεων κ.α.) συμπληρώνοντας έναν αιώνα συνεχούς παρουσίας. Το κέντρο «Πευκάκια» είναι σε όλους γνωστό από τις παλιές φωτογραφίες του Στουρνάρα και άλλων φωτογράφων και διέθετε σκάλα πρόσβασης που προσέγγιζαν οι βενζίνες και άλλα πλεούμενα. Το συγκεκριμένο κέντρο αποτελεί σημείο αναφοράς με τη χαρακτηριστική μορφή του οικοδομήματος (που σήμερα έχει αλλοιωθεί η αρχική φυσιογνωμία του από αμφιλεγόμενες κατασκευές και προσθήκες) το οποίο βέβαια χτίστηκε, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, περί τα μέσα της δεκαετίας του ‘20, παράλληλα με τη διαμόρφωση του αύλειου χώρου στη βραχώδη απόληξη της ακτής του ακρωτηρίου Ιωλκός, με τη δημιουργία διαφόρων επίπεδων χώρων. Ομως το κέντρο «Πευκάκια», που ονομάστηκε έτσι από τα πεύκα που υπήρχαν στον χώρο του και στον όμορο υπερκείμενο λοφίσκο, ξεκίνησε τη λειτουργία του, όπως είπαμε, τον Απρίλιο του 1919 ως μικρό εξοχικό αναψυκτήριο, με την ονομασία «Τα Ωραία Πευκάκια», σ’ ένα δροσερό, σκιερό κι ευάερο σημείο, μόλις πέντε – δέκα λεπτά με πλεούμενο απέναντι από την παραλία του Βόλου, που παρείχε άπλετη θέα στην πόλη και το Πήλιο. Η έναρξή του πραγματοποιείται σε μια εποχή ανάπαυλας έπειτα από συνεχείς πολέμους, αλλά και δυσάρεστες εμφύλιες αντιπαραθέσεις (Διχασμός), που ο κόσμος ζήτα διεξόδους διαφυγής και αναψυχής, ευελπιστώντας σε μια διαφοροποίηση, που τελικά καθυστέρησε για λίγα ακόμη οδυνηρά χρόνια. Η λειτουργία ενός τέτοιου μαγαζιού σίγουρα δεν άφησε αδιάφορη την τοπική ειδησεογραφία της εποχής.

Στην εφ. «Η Θεσσαλία» στις 31/3/1949, στη στήλη «Η Θεσσαλία προ τριακονταετίας» σημειώνεται από το αντίστοιχο ημερολογιακά φύλλο του 1919:

«Από της προσεχούς Κυριακής ανοίγει τας πύλας του το νέον εξοχικόν κέντρον αναψυχής «Τα Ωραία Πευκάκια» υπό την διεύθυνσιν του κ. Κυριάκου Κυρίτση. Τέλειον καφεστιατόριον, κρύα φαγητά, οίνος εξαιρετικής ποιότητος, ηδύποτα και ό,τι άλλο δύναται να ικανοποιήση και τον πλεόν ιδιαίτερον στόμαχον. Δίδονται και γεύματα. Τέλειος ελβετικός παράδεισος».

Οπως βλέπουμε, το κέντρο ξεκινά με ευοίωνες προοπτικές, που οφείλονται κυρίως στην «ευρωπαϊκών προδιαγραφών» τοποθεσία, η οποία από εκείνη την εποχή αποκτά την ονομασία «Πευκάκια». Το όνομα επεκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή λίγο αργότερα με τη δημιουργία του πευκώνα στο κτήμα Σέφελ.

Τα εξοχικά κέντρα κάνουν την παρουσία τους και σε μεσογειακές περιοχές, όπου υπάρχουν δένδρα και δροσιά, κυρίως στις παρυφές της πόλης του Βόλου, αλλά και μακρύτερα, όπου υπήρχε οδική πρόσβαση. Την ίδια εποχή με τα «Πευκάκια» ανοίγει για τη θερινή περίοδο 1919 και ένα κέντρο στη περιοχή Σαμπάναγα του Διμηνίου, προαναγγέλλοντας και μουσικό γλέντι για την επικείμενη Πρωτομαγιά.

Διαβάζουμε στην εφ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ:

«Από της παρελθούσης Παρασκευής ήνοιξε τας πύλας του το εις την θέσιν Λάμια Σαμπάναγα εξοχικόν καφενείον υπό την διεύθυνσιν του κ. Κριτσίκα. Εν αυτώ θα ευρίσκη τις πάντα τα εκλεκτά ποτά με εκλεκτώτερους και αφθονίαν μεζέδων και κρύα φαγητά διά προγεύματα. Την εσπέραν της Πρωτομαγιάς θα διανυκτερεύση. Μπάντα θα παιανίζει κατά το διάστημα της νυκτός. Οι γλεντζέδες και οι ρωμαντικοί ας μη χάσουν την ευκαιρίαν» (16/4/1919).

Παρατηρούμε πως τα εξοχικά κέντρα ξεκινούσαν νωρίς – νωρίς τη θερινή σεζόν, μεσούσης της άνοιξης ακόμη, εφόσον το επέτρεπε ο καιρός, ώστε να είναι απολύτως έτοιμα την Πρωτομαγιά.

ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΚΑΙ ΕΚΔΡΟΜΕΣ

Από τον Ιούνιο αρχίζουν και οι διάφορες εκδρομές, θαλασσινές στην πλειονότητά τους, χωρίς να λείπουν και χερσαίες σε δροσερές εξοχές. Από εκείνα τα χρόνια φαίνεται πως εμφανίζονται στον Βόλο και οι πρώτες βενζίνες, τα μικρά μηχανοκίνητα επιβατηγά πλεούμενα που μετέφεραν κόσμο στις γύρω ακρογιαλιές, που ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά στην επόμενη δεκαετία, όπως έχουμε επισημάνει σε σχετικές, παλιότερες «Καλοκαιρινές Αναδρομές». Διάφοροι σύλλογοι, παρέες ή μεμονωμένοι επιβάτες προτιμούν έναν ευχάριστο θαλασσινό περίπατο στην Παγασητικό.

Γράφει ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 28/6/1919:

«Θαλάσσια εκδρομή: Μεθαύριον Κυριακήν θα γίνη ημερήσια θαλάσσια εκδρομή εις Καλά Νερά διά του βενζινοπλοίου Πόπη. Η τιμή του εισητηρίου ωρίσθη εις δραχμάς 10». Επίσης οι κάτοικοι του Βόλου προτιμούσαν και συντομότερους περιπάτους σε πλησιέστερες στην πόλη ακρογιαλιές, πέρα από την οργανωμένη πλαζ του Αναύρου. Ακόμη και οι ασθενέστερες οικονομικά οικογένειες φρόντιζαν, στο μέτρο του δυνατού, να απολαύσουν μια καλοκαιρινή, ευχάριστη, εκδρομή.

Και πάλι ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ μάς πληροφορεί:

«Εις την ύπαιθρον. Μετά χαράς παρατηρούμεν ενδυναμομένην μιαν λαϊκήν τάσιν προς τας εξοχάς και εν γένει την ύπαιθρον. Ούτω η παραλία του Αναύρου και τα εγγύς ακρογιάλια του Παγασητικού ήσαν χθες μεστά κόσμου, των εργατικών ιδία τάξεων. Η έξοδος αυτή ήτο οικογενειακή και αυτό είνε περισσότερον ευχάριστον διότι αντί να συνωθείται ο κόσμος εις ωρισμένα κέντρα αναπνέων μέσα εις μίαν μολυσμένην ατμόσφαιραν, ήρχισε να τρέπεται προς τον καθαρόν αέρα ο οποίος ως γνωστόν είνε το καλύτερον τονωτικόν μέσον της υγείας» (8/7/1919).

Η οργανωμένη πλαζ του Αναύρου με το εισιτήριο εισόδου για τη χρήση καμπίνας και άλλων παροχών στη «λήψη λουτρού» ήταν δυσπρόσιτη για τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα της βολιώτικης κοινωνίας για αυτό και προτιμούνταν οι γύρω από αυτήν ακρογιαλιές. Ηδη φαίνεται πως άρχιζαν και τα ελεύθερα (μικτά) μπάνια, έξω από τους επιτρεπόμενους χώρους των θεσμοθετημένων πλαζ.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΛΟΥΤΡΟΥ

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες του ‘20 τα μπάνια έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά στις καμπίνες, χωριστά για άνδρες και γυναίκες, της πλαζ του Αναύρου. Γύρω στα 1920 και κυρίως στη δεκαετία που ακολουθεί εμφανίζονται και τα μικτά μπάνια (μπεν – μιξτ) σε ελεύθερες παραλίες, παρά τις σχετικές απαγορεύσεις που εξέδιδαν οι λιμενικές και αστυνομικές αρχές. Στις παρυφές της οργανωμένης πλαζ του Αναύρου, τόσο προς τη μεριά του Αγίου Κωνσταντίνου, όσο και προς τη Γορίτσα πήγαιναν πολλοί κάτοικοι της πόλης για ν’ απολαύσουν το θαλάσσιο μπάνιο τους, αποφεύγοντας το αντίτιμο της εισόδου στην πλαζ. Τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα προτιμούσαν βέβαια αυτή τη λύση, όπως και αρκετοί ακόμη που δεν ένιωθαν άνετα στον περιορισμένο χώρο των καμπινών του Αναύρου. Κι ακόμη οι περισσότεροι νέοι λούονταν στις ελεύθερες παραλίες με την ελπίδα κάποιας επιθυμητής συνάντησης και γνωριμίας. Με τη λειτουργία του κέντρου «Ωραία Πευκάκια» στα… Πευκάκια δημιουργείται άλλη μια ελεύθερη παραλία για μπάνιο από το 1919, όπου ήταν προσιτή χάρη στη σύντομη διαδρομή από την παραλία του Βόλου, με ιστιοφόρους λέμβους που εκτελούσαν δρομολόγια ή με τις πρωτοεμφανιζόμενες βενζινακάτους, απολαμβάνοντας παράλληλα και μια ευχάριστη θαλασσινή βόλτα. Τα Πευκάκια, όπως έχουμε ξαναπεί σε παλιότερες «Καλοκαιρινές Αναδρομές» αναπτύσσονται ως ελεύθερη παραλία για μικτά μπάνια, με αυξανόμενη προσέλευση κόσμου, παρά τις μικρές προσβάσιμες ακρογιαλιές από τη δεκαετία του ‘20, για να συνεχίσουν με ανάλογους ρυθμούς ώς τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, παρά τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη των Αλυκών. Στις τελευταίες η οργανωμένη πλαζ ιδρύεται στα 1928, προσφέροντας, εκτός από τον Αναυρο, άλλη μια δυνατότητα παροχής ολοκληρωμένων λουτρικών υπηρεσιών κατά τα πρότυπα της εποχής. Εννοείται ότι τις εκτός πλαζ ελεύθερες αμμουδιές επισκέπτονταν πλήθη κόσμου για μικτά μπάνια που τελικά καθιερώνονται στη δεκαετία του ‘30.

Στα 1919 όμως η «λήψις λουτρού» εκτός Αναύρου απαγορευόταν διά νόμου. Οι λιμενικές και αστυνομικές αρχές εξέδιδαν συχνά διαταγές απαγορεύσεων, που όπως φαίνεται δεν απέτρεπαν τον κόσμο από τη λουτρική… παρανομία, σε όλο το μήκος της βολιώτικης ακτογραμμής. Δεν ήταν και λίγοι εκείνοι μάλιστα που έκαναν μπάνιο ακόμη και μέσα στο λιμάνι, ιδίως νεαροί που επιδίδονταν σε θεαματικές βουτιές από τον κυματοθραύστη. Το φαινόμενο παρουσιάζεται σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου με συνεχείς ανακοινώσεις του Λιμεναρχείου για την απαγόρευση κολυμβητών «εντός του λιμένος».

Ηδη από το 1919 το ζήτημα ήταν υπαρκτό γι’ αυτό και η λιτή, αλλά σαφής «διάταξις» του λιμενάρχη Βόλου στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ:

«Διάταξις διά τα λουτρά.

Απαγορεύομεν να λούωνται κατά το μήκος της παραλίας από του τελωνείου μέχρι των λουτρών Αναύρου. Επίσης εντός του λιμένος και του λιμενοβραχίονος.

Εν Βόλω τη 12 Ιουλίου1919

Ο λιμενάρχης Θ. Μουτσούλας».

Η απαγόρευση είναι σαφής ως προς τους χώρους εφαρμογής της.

ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Σοβαρές δυσκολίες παρουσιάζονταν για τους Βολιώτες εκείνης της εποχής από τη σκόνη στους χωμάτινους ή σκυροστρωμένους δρόμους της πόλης το καλοκαίρι. Η ατμόσφαιρα με τη ζέστη και την παραμικρή πνοή ανέμου γινόταν αποπνικτική και η κατάσταση καταντούσε αφόρητη, γι’ αυτό και απαιτούνταν συχνό κατάβρεγμα από τα ειδικά οχήματα του Δήμου Παγασών, ώστε να υπάρχουν καθαριότητα και δροσιά. Φαίνεται όμως πως η διαδικασία αυτή εφαρμοζόταν μόνο στις κεντρικές οδούς της πόλης, αδιαφορώντας για τις μικρότερες ώς τις ακραίες συνοικίες, όπου τα πάντα πνίγονταν στη σκόνη.

Το σχετικό δημοσίευμα είναι σαφές:

«Το κατάβρεγμα Το κατάβρεγμα με την έντασιν της ζέστης κατέστη μια επιτακτικώτατη ανάγκη της πόλεως, διότι δε παραμελείται, περιοριζόμενον εις τμήματα μόνον κεντρικών δρόμων, η κοινωνία δυσφορεί γενικώς. Και η δυσφορία στρέφεται κατά της δημοτικής αρχής, ήτις οφείλει να διορθώση το πράγμα, διατάσσουσα άνευ αναβολών κατάβρεγμα γενικώτερον και καλλίτερον» (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 25/6/1919).

Τα κεντρικά σημεία ήταν πάντοτε πιο προνομιούχα!

Συνεχίζεται

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου