ΣΠΟΡΑΔΕΣ

Παπαδιαμάντης και Καρκαβίτσας: Η συνάντησή τους στη Σκιάθο το 1909

παπαδιαμάντης-και-καρκαβίτσας-η-συνά-486410

Ο Παπαδιαμάντης επέστρεψε στη Σκιάθο στα τέλη Μαρτίου του 1908, με την προοπτική της οριστικής διαμονής, μακριά από την αταίριαστη για τον ίδιο πρωτεύουσα. Σκοπός του ήταν να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, αλλά και να βελτιώσει την ταλαιπωρημένη σωματική του υγεία στο φιλόξενο και γνώριμο περιβάλλον του νησιού του, κοντά στους δικούς του ανθρώπους, ώστε να νιώσει την οικογενειακή θαλπωρή, που τόσο αποστερήθηκε για δεκαετίες.

Φαίνεται πως το κατόρθωσε, ώς έναν σημαντικό βαθμό τουλάχιστον, αφού δείχνει να ηρεμεί και να ανακάμπτει ψυχοσωματικά, καταπώς αναφέρει ο Βαλέτας. Ξαναβρίσκει τον εαυτό του, παρά τη μόνιμη οικονομική του δυσπραγία, συντηρείται με χρήματα από μεταφράσεις που του στέλνει ο Βλαχογιάννης, όπως και με δημοσιεύσεις πρωτότυπων διηγημάτων σε διάφορα έντυπα και διαβιεί σχετικά αξιοπρεπώς, όπως άλλωστε επιθυμούσε. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Βαλέτας: «Τα δύο στερνά του χρόνια στη Σκιάθο είναι γεμάτα από θρησκευτική ενατένιση και ουράνια νοσταλγία. Ηρεμη μελαγχολία σκεπάζει την ψυχή του». Και πιο κάτω: «Στο νησί ο Παπαδιαμάντης ξαναβρίσκει τον εαυτό του και χαίρεται το μεγάλο αγαθό της ψυχικής γαλήνης και μοναξιάς, που μέσα στην ταλαιπωρία και τον θόρυβο της πολιτείας νόμισε πως δεν θα την ξαναβρή πια» (Παπαδιαμάντης, η ζωή, το έργο, η εποχή του, Απαντα, τ. 6, σελ. 344 – 345).

Η ακύμαντη πορεία, σε αυτά τα περίπου τρία τελευταία χρόνια του βίου του, διακόπτεται από ορισμένα περιστατικά, που την αναταράσσουν με διάφορους τρόπους. Η πρωταγωνιστική συμμετοχή του στα γεγονότα της δυναμικής αντίδρασης των Σκιαθιτών τον Δεκέμβρη του 1908, προκειμένου να μη μεταφερθεί στον Βόλο η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κονίστριας από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό, κατέδειξε έναν δυναμικό Παπαδιαμάντη, εντελώς διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε. Οι απανωτοί θάνατοι δύο εξαιρετικά προσφιλών του προσώπων, του νεαρού ποιητή Νώντα Δεληγιώργη και του αγαπητού του εξαδέλφου Σωτήρη Οικονόμου το καλοκαίρι του 1909, τον συγκλονίζουν αφάνταστα. Ενδιάμεσα, τον Μάιο του ίδιου χρόνου, η επίσκεψη στη Σκιάθο του Ανδρέα Καρκαβίτσα υπήρξε διάλειμμα ευχαρίστησης, αλλά και αιτία μικρής στενοχώριας, γιατί αδυνατούσε να φιλοξενήσει όπως επιθυμούσε τον ομότεχνο φίλο του, μια χαρούμενη πινελιά στην καθημερινότητα, που σίγουρα επιζητούσε ο Παπαδιαμάντης.

***

Οι δύο καταξιωμένοι λογοτέχνες οπωσδήποτε γνωρίζονταν από παλιότερα, αφού για αρκετό χρονικό διάστημα παρουσιάζουν κοινή δημιουργική πορεία, κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Καρκαβίτσας, όπως φαίνεται από ορισμένα κείμενά του, εκτιμούσε και σεβόταν τον κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό του Σκιαθίτη, αλλά και ο δεύτερος έτρεφε για τον Λεχαινιώτη συγγραφέα ανάλογα συναισθήματα. Συναντούμε μια αμοιβαία αλληλοεκτίμηση και φιλία, ίσως λίγο δυσεύρετη για την «περιθωριακή» συμπεριφορά του απόμακρου των λογοτεχνικών κύκλων Παπαδιαμάντη.

Ο Καρκαβίτσας εκφράζεται για εκείνον με τα καλύτερα λόγια σε δύο περιπτώσεις. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Αστυ» (9/4/1893), που εκφέρει τις απόψεις του περί λογοτεχνικών θεμάτων, γλώσσας, σύγχρονων συγγραφέων κ.λπ., ανάμεσα στις άλλες θέσεις του λέει για τον Παπαδιαμάντη: «Ο Παπαδιαμάντης είνε αληθινός διηγηματογράφος. Ζηλεύω την μποέμικην ζωήν του και θα έδιδα ό,τι δεν έχω, διά να ζήσω σαν κι αυτόν, αν ημπορούσα, αν η ιδιοσυγκρασία μου το ήθελε». Επίσης στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας το 1908, στο οποίο ο Παπαδιαμάντης είχε εκείνη περίπου την εποχή τακτική συνεργασία, αναφέρει ξανά: «Οταν διαβάζω τον Παπαδιαμάντη, μια ιδέα μου έρχεται πάντα στο νου: Πως ο αληθινός ποιητής, όπως κι αν την εύρη τη ζωή, πάντα ποιητής θα μείνη. Νάτος αυτός. Ολα γύρω του άθλια και λερωμένα. Και όμως καθετί που θα γεννήση η ψυχή του είνε γεμάτο αγνότη και λαμπρότη και ποίηση. Οπως κι από κάτι γλάστρες πήλινες βλέπουμε να πετιέται το αγνόλευκοκρίνο» (Απαντα, εκδ. «Καπόπουλος», τ. 4, σελ. 310 και 312 αντίστοιχα). Ο Καρκαβίτσας δηλαδή εκφέρει εύστοχες παρατηρήσεις για τον βίο και το έργο του Σκιαθίτη διηγηματογράφου.

Αλλά και στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, που κατέγραψε κατά τη διετή θητεία του ως γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, όπως είναι γνωστό ο Καρκαβίτσας σπούδασε Ιατρική και σταδιοδρόμησε αργότερα ως στρατιωτικός γιατρός, περνώντας με το πλοίο από τη Σκιάθο δεν παραλείπει να μνημονεύσει τους δύο Αλέξανδρους: «Στο όνομα και την όψη των δύο αυτών νησιών (σ.σ. Σκιάθος –Σκόπελος) συγκίνησις με κυριεύει. Ερχονται αμέσως στον νου μου οι δύο αληθινοί διηγηματογράφοι μας ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης και θυμούμενος τους παρθενικούς ήρωας του πρώτου και τους αληθινούς του δευτέρου ζητώ να μάθω και τις τοποθεσίες που τους εσύνδεσαν εκείνοι και μου φαίνονται γνώριμα τα δύο νησιά, παλαιοί φίλοι και τα χαιρετώ εγκάρδια» (Απαντα οπ.π. σελ. 228). Καταδείχνεται κι εδώ η εκτίμηση και η υπόληψη που έτρεφε ο Καρκαβίτσας για Μωραϊτίδη και Παπαδιαμάντη.

***

Ο Καρκαβίτσας αποβιβάστηκε στη Σκιάθο επικεφαλής της περιοδεύουσας στρατολογικής επιτροπής, έπειτα από την εκτέλεση των καθηκόντων της στη Μαγνησία και το Πήλιο. Μάλιστα ως αξιωματούχος (υπίατρος) που ήταν συνοδευόταν και από τον νομάρχη, για αυτό και έτυχαν επίσημης υποδοχής από τις αρχές του νησιού. Η ημερομηνία της άφιξης καθορίζεται από τον Παπαδιαμάντη σε επιστολή που θα δούμε πιο κάτω και είναι η 11η Μαΐου, ενώ η διάρκεια της επίσκεψης κράτησε μία εβδομάδα ώς τις 17 του ίδιου μήνα.

Αντίθετα, ο Καρκαβίτσας σε δικό του κείμενο, που επίσης θα αναφέρουμε στη συνέχεια, τοποθετεί την άφιξη στις 14/5. Σωστή φαίνεται η Παπαδιαμαντική αναφορά, η οποία καθορίζει και τη συνολική διάρκεια της παραμονής του Καρκαβίτσα στη Σκιάθο. Αφότου ο τελευταίος πάτησε το πόδι του στο νησί, παραβλέποντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, αναζήτησε άμεσα τον φίλο του Παπαδιαμάντη , ο οποίος μάλλον γνώριζε τον επικείμενο ερχομό του. Διαφωτιστικό για τις λεπτομέρειες του γεγονότος είναι το κείμενο του Καρκαβίτσα με τίτλο: «Εις μνήμην του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» και υπότιτλο «Ο κυρ – Αλέξανδρος» στο περ. Καλλιτέχνης τον Φεβρουάριο του 1912 (στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύτηκαν και τα πρώτα μετά θάνατον διηγήματά του).

Καταγράφει λοιπόν ο Καρκαβίτσας με τη γλαφυρή γραφίδα του την άφιξη της επιτροπής, την υποδοχή των επισήμων, τα καλωσορίσματα και τα κεράσματα, περιγράφει εικόνες της προκυμαίας στη γραφική «πολίχνη», αλλά σημειώνει και τις ανούσιες για τον ίδιο συζητήσεις των κεφαλών του τόπου. Προείχε το αντάμωμα με τον Παπαδιαμάντη και τον έψαχνε περιφέροντας το βλέμμα του. Σύντομα τον εντόπισε μισοκρυμμένο παράμερα, πιστό στην προσφιλή του συνήθεια να αποφεύγει τους μεγαλοσχήμονες. Σηκώθηκε, τον πρόλαβε στη γωνία και μίλησαν στα όρθια.

Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε καμία διάθεση να καθίσει με την «επίσημη» παρέα του φίλου του κι επιπλέον του παραπονέθηκε κιόλας για την αδυναμία του, απότοκη της οικονομικής του κατάστασης, να τον φιλοξενήσει όπως θα ήθελε: «Ναρθής στον τόπο μου και να μην μπορώ να σε περιποιηθώ, να πας αλλού! Να μη σε πάρω στο σπίτι μου, είπε κι άρχισε να δακρύζη» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καρκαβίτσας. Το ίδιο παράπονο καταγράφει και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Βλαχογιάννη (3/6/1909): «…Ο Καρκαβίτσας ήτον εδώ την προπερασμένην εβδομάδα, 11 – 17 Μαΐου. Ηλθε μαζί με την στρατολογικήν επιτροπήν. Του άρεσε το νησί μας, αν και εστενοχωρήθην εγώ, διότι δεν είχα τα μέσα να τον περιποιηθώ όπως ώφειλον. Ητον δε κουρασμένος από την μακράν περιοδείαν ανά το Πήλιον και την Μαγνησίαν και δεν είχεν επιθυμίαν διά να πηγαίνωμεν εις εκδρομάς ανά την εξοχήν…» (Αλληλογραφία, εκδ. «Δόμος», σελ. 174 – 175).

Δυστυχώς, ο μόνιμος βραχνάς της φτώχειας εξακολουθούσε να ταλαιπωρεί τον Σκιαθίτη συγγραφέα. Στη συνέχεια του κειμένου του ο Καρκαβίτσας μεταφέρει τον διάλογο των μελών της συντροφιάς του με τις εκτιμήσεις τους για το μέγεθος της αξίας του Παπαδιαμάντη («είνε μεγάλος άνθρωπος»), αλλά και την άστοχη επιμονή του «να μη βαστάη τη θέση του», επικρίνοντας τη συνειδητή επιλογή του να αποφεύγει τους επώνυμους και να συγχρωτίζεται με τους λαϊκούς και τους ταπεινούς. Κατά την εβδομαδιαία του παραμονή στη Σκιάθο ο Καρκαβίτσας περιόδευσε με τον φίλο του Παπαδιαμάντη σε πολλά μέρη του νησιού, από εκείνα που μνημονεύονται στα διηγήματά του, γνωρίζοντας από κοντά εκείνον τον προσφιλή χώρο.

Με τις προτροπές του πρώτου συγκατάνευσε ο Παπαδιαμάντης να συναντηθεί, παρά τις αρχικές απόλυτες αντιρρήσεις του, με τους επίσημους, που είχε στη συντροφιά του και συμφώνησε να τους υποδεχτεί στο σπίτι του για γλυκό και καφέ. Η επίσκεψη αυτή του νομάρχη και των αρχών του τόπου υπήρξε μια έμπρακτη αποδοχή της αξίας του καταφρονεμένου συγγραφέα. Του αποκόμισε δε μια πραγματική ευχαρίστηση στα στερνά του βίου του. Ο Ηλείος λογοτέχνης ολοκληρώνει το κείμενό του με μια φράση που σημείωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί και είναι μία από τις πλέον γνωστές για το έργο του Παπαδιαμάντη: «Ωμορφη είνε η Σκιάθος του Θεού, μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ωμορφότερη».

***

Ετούτη η αξιομνημόνευτη συνάντηση των δύο λογοτεχνών μας, 110 χρόνια πρωτύτερα, στα μέσα Μαΐου (11 έως 17) του 1909, πέρα από την επετειακή της αναφορά, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πτυχή των τελευταίων χρόνων της ζωής του Παπαδιαμάντη, όταν είχε αποσυρθεί οριστικά «εις την γενέθλιον νήσον».

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου