Γρηγόρης Καρταπάνης: Το επαναστατικό κίνημα του 1854 στη Θεσσαλομαγνησία

γρηγόρης-καρταπάνης-το-επαναστατικό-616409

Ευρύτατα γνωστό είναι το επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία, που συνέβαλε, παράλληλα με τις διεθνείς διαβουλεύσεις, στην προσάρτησή της στο Ελληνικό Κράτος, έστω και αν το ίδιο δεν είχε ευτυχή κατάληξη, σε ό,τι αφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις, που βέβαια καταγράφηκαν σελίδες δόξας και ηρωισμού. Ομως παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, άγνωστο ένα αντίστοιχο, προηγούμενο κίνημα που ξέσπασε στα 1854 σε Θεσσαλία, Ηπειρο, αλλά και Μακεδονία και αποτελεί την πρώτη, ας πούμε, οργανωμένη απόπειρα αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, έπειτα από τα γεγονότα της Εθνεγερσίας του 1821.

Η επέκταση των ορίων του «λειψού» κρατιδίου του 1830 προς βορρά δεν έπαψε να αποτελεί από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια διακαή πόθο των Ελληνικών Κυβερνήσεων, αλλά υπήρχαν άλλες βασικές προτεραιότητες και απουσίαζαν οι οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες για ένα τέτοιο εγχείρημα. Στα 1852 – ΄53 διαφάνηκαν κάποιες ευνοϊκές συνθήκες, με την εξέγερση στο Μαυροβούνιο και την εμπλοκή της Τουρκίας σε πόλεμο με τη Ρωσία. Η κοινή γνώμη, θεωρώντας επιτακτική ανάγκη την προσάρτηση υπόδουλων εδαφών, επηρέασε την αμφιταλαντευόμενη κυβέρνηση στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, ενώ υπήρξε και προτροπή από την πλευρά των Ρώσων. Επιπλέον και το παλάτι επικροτούσε την υποστήριξη ενός κινήματος, με σκοπό να αποκαταστήσει την κλονισμένη αποδοχή του από τον λαό.

***

Οι δισταγμοί, που υπήρχαν από την αρχή, θεωρούνταν απόλυτα δικαιολογημένοι. Η διεθνής συγκυρία δεν ήταν στην ουσία ευνοϊκή και σίγουρα θα εξελισσόταν αρνητικά, αφού εναντίον της Ρωσίας, στο πλευρό των Οθωμανών, είχαν ταχτεί οι δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις Αγγλία και Γαλλία για δικά τους συμφέροντα. Και όπως ήταν αναμενόμενο φανερώθηκε άμεσα η αντίδρασή τους στις ελληνικές διεκδικήσεις. Και οι δύο δεν επιθυμούσαν, σε καμιά περίπτωση, τη βέβαιη νίκη της Ρωσίας ενάντια στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί θα σηματοδοτούσε την ανεμπόδιστη έξοδό της στο Αιγαίο. Γι΄ αυτό και ξέσπασε ο λεγόμενος Κριμαϊκός Πόλεμος. Συνεπώς η φανερή υποστήριξη ενός κινήματος σε υπόδουλα εδάφη, από το επίσημο Ελληνικό Κράτος, θα αντιμετωπιζόταν εχθρικά, για αυτό και προτιμήθηκε μια συγκαλυμμένη και οπωσδήποτε περιορισμένη προσπάθεια. Η αποστολή ένοπλων τμημάτων θα γινόταν «ανεπίσημα», όπως μυστικά θα εκτελούνταν και οι εφοδιασμοί σε πολεμοφόδια και άλλο υλικό. Αρχηγός ορίστηκε ο Προμυριώτης αξιωματικός της Χωροφυλακής Νικόλαος Γ. Φιλάρετος, παλιός αγωνιστής του 1821, πατέρας του «Πατέρα της Δημοκρατίας» Γεωργίου Φιλάρετου, ως γνώστης του τόπου και των ανθρώπων, με σκοπό την ομαλή συνεργασία ανάμεσα στους ντόπιους οπλαρχηγούς. Από την Εύβοια αποβιβάστηκε στον Πλατανιά επικεφαλής 310 ανδρών και την επόμενη μέρα (25 Μαρτίου 1854) κήρυξε την έναρξη του κινήματος στο Προμύρι, καλώντας όλα τα χωριά του Πηλίου σε εξέγερση, όπως και έγινε στη συνέχεια, διερχόμενος από αυτά. Παρά την αντίδραση των κοτζαμπάσηδων, η επανάσταση γενικεύτηκε και υπήρξε ο αναμενόμενος αρχικός ενθουσιασμός. Ηδη από την πλευρά του Αλμυρού ο Μιτζελιώτης σωματάρχης Γριζάνος βάδιζε προς το Πήλιο, με σκοπό να συναντηθεί με τα τμήματα του Μπασδέκη από τη Μακρινίτσα, του Γαρέφη από τις Μηλιές, του Φιλάρετου και άλλων τοπικών καπεταναίων. Τότε δόθηκε η πρώτη μάχη στις 21–3-1854 στα Μελισσάτικα, με τους επαναστάτες να προξενούν σοβαρή φθορά στους Τούρκους, αλλά αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν, όντας ανοργάνωτοι στην αντιμετώπιση τακτικού στρατού. Η επόμενη μάχη, η σοβαρότερη της περιόδου, έγινε στους Μπαξέδες, προς τον Ανω Βόλο, στις 25-3-1854, με τον εχθρό να υφίσταται πάλι σημαντικές απώλειες και να παρουσιάζεται έντονος προβληματισμός για τη συνέχεια. Για άλλη μια φορά όμως η απουσία συντονισμένων ενεργειών δεν έφερε κάτι περισσότερο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στην παραπάνω εμπλοκή συμμετείχαν και ένοπλοι φιλέλληνες, Ούγγροι και Πολωνοί, οι οποίοι έπεσαν όλοι, όταν κυκλώθηκαν από τους αντιπάλους τους (βλ. Γιάνη Κορδάτου Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, σελ. 862). Δεν έγινε όμως καμιά άλλη ουσιαστική πολεμική ενέργεια, εκτός από μερικές μικροσυμπλοκές και κάποιες ασύνταχτες επιδρομές ώς το Κάστρο του Βόλου, με ληστρικό κυρίως χαρακτήρα. Το κίνημα περιήλθε σε αδράνεια. Αρνητική υπήρξε και η στάση του επισκόπου Δημητριάδος Γαβριήλ, ο οποίος καταδίκασε τους επαναστάτες προτρέποντας τους κατοίκους των διαφόρων χωριών να τους εκδιώξουν, κάτι που επηρέασε την κοινή γνώμη και απέτρεψε μια πλήρη συμμετοχή στο κίνημα. Υπήρχαν όμως και άλλες εγγενείς αδυναμίες.

Αν και είχε προηγηθεί συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς της Αγιάς για συντονισμένη συνεργασία, αυτό δυστυχώς δεν συνέβη και αποτέλεσε άλλον έναν αρνητικό παράγοντα στις εξελίξεις. Παράλληλα άρχισαν να διογκώνονται και τα γνωστά προβλήματα της αντιπαράθεσης των οπλαρχηγών μεταξύ τους, που οδήγησαν σε καθολική ρήξη των σχέσεών τους. Οι Μπασδεκαίοι και ο Κ. Γαρέφης δεν ήθελαν με τίποτα ως γενικό αρχηγό τον Φιλάρετο, ενώ και με τον Γριζάνο υπήρξε διαφωνία, οπότε το μέλλον προδιαγραφόταν δυσοίωνο. Κάποιες τελευταίες επιδρομές πραγματοποιήθηκαν στην Κάπουρνα και την περιοχή της Κάρλας τον Μάιο, έχοντας περισσότερο ληστρικό χαρακτήρα, παρά την εικόνα μάχης. Οι Αγγλογάλλοι, αντιδρώντας δυναμικά, δημιούργησαν αρχικά ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών, δυσκολεύοντας την αποστολή εφοδίων και κατόπιν προχώρησαν στην κατάληψη του Πειραιά, με αποβίβαση στρατευμάτων. Η Ελληνική Κυβέρνηση, αδύναμη να αντιδράσει, παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε (14-5-54) με υπόδειξη των Αγγλων ο Αλ. Μαυροκορδάτος, φανατικός αγγλόφιλος από παλιά, ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση με άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών στις εξεγερμένες περιοχές. Στάλθηκε εμπιστευτικό έγγραφο γι΄ αυτόν τον σκοπό στους οπλαρχηγούς, ενώ έσπευσε στο Πήλιο ο Αγγλος πρόξενος Μπλοντ, με συνοδεία Ελλήνων αξιωματικών για τον ίδιο λόγο. Ως το τέλος Ιουνίου του 1854 κάθε πολεμική δραστηριότητα είχε εκλείψει, με τους αγωνιστές να επιστρέφουν στην ελληνική επικράτεια.

***

Η αλήθεια είναι πως τα ένοπλα τμήματα δεν αποτελούνταν, κατά ένα μεγάλο μέρος τους, από τα καλύτερα παιδιά. Πέρα από τους αγνούς αγωνιστές, τους συνειδητούς πατριώτες και τους ρομαντικούς ιδεολόγους, υπήρχαν υπόπτου ποιού άτομα, πολλοί αμνηστευμένοι πρώην ληστές, που ως στόχο είχαν τις ληστρικές επιδρομές και το πλιάτσικο. Τέτοια φαινόμενα είχαν παρουσιαστεί σε επικίνδυνο βαθμό κατά τη διάρκεια του κινήματος, με ομάδες ενόπλων να εξελίσσονται σε μάστιγα των χωριών της περιοχής. Με αφορμή την εξεύρεση τροφής και καταυλισμού, το πρόβλημα ήταν όντως υπαρκτό, καταδυνάστευαν τους κατοίκους, δίχως να μπορούν να επιβάλλουν πάντοτε την τάξη οι επικεφαλής οπλαρχηγοί. Διάφορες επιστολές διαμαρτυρίας φανερώνουν τις διαστάσεις που είχε πάρει το πρόβλημα. Πολλοί λιποτακτούσαν με σκοπό τη διαρπαγή αγαθών, δρώντας ανεξέλεγκτα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κορδάτος: «Από το τέλος όμως του Απρίλη αρχίζουν να παρουσιάζονται μεγαλύτερα κρούσματα απειθαρχίας. Πολλοί άφηναν τις ομάδες τους και γίνονταν κλέφτες» (οπ. π. σελ. 878). Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις επιχειρήθηκαν και απαγωγές προσώπων, που ευτυχώς αποτράπηκαν την τελευταία στιγμή (οπ.π. σελ. 882). Από μαρτυρίες πολεμιστών που μνημονεύει ο Ζαγοριανός ιστορικός (σελ. 877) πιθανολογείται η συμμετοχή του Τάκου Αρβανιτάκη, κατοπινού αρχιληστή της Αττικοβοιωτίας, δράστη της γνωστής απαγωγής και δολοφονίας των Αγγλων αξιωματούχων στο Δήλεσι τον Απρίλιο του 1870. Πράγματι οι περισσότεροι από όσους περνούσαν στο Ελληνικό Κράτος, μετά τη λήξη του κινήματος, εκτρέπονταν στην παρανομία. Αλλωστε αρκετοί διέθεταν αξιόλογη …προϋπηρεσία, με αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση των ληστειών τα επόμενα χρόνια. Η διάλυση των επαναστατικών σωμάτων υποβοήθησε τη διόγκωση μιας τέτοιας παραβατικής συμπεριφοράς. Μια σχετική περίπτωση περιγράφει ο Αλ. Μωραϊτίδης στο διήγημά του «Νεράιδες», όταν τετραμελής συμμορία με φθαρμένες στολές χωροφυλάκων και «καινουργή» οπλισμό διεκπεραιώθηκε από το Νότιο Πήλιο στη Σκιάθο και αποπειράθηκε να καταληστέψει το γνωστό μοναστήρι του Ευαγγελισμού.

Το κίνημα του 1854 επίσης προκάλεσε προβλήματα στην ανάπτυξη της νέας πόλης του Βόλου, ευτυχώς για σύντομο χρονικό διάστημα, αφού η ζωή γρήγορα ξαναβρήκε τους ρυθμούς της.

Αλλά και για ολόκληρη τη χώρα οι εξελίξεις, απότοκες του κινήματος, υπήρξαν ιδιαίτερα δυσμενείς. Η κατάληψη του Πειραιά από τον ξένο στόλο αποτελεί γεγονός εξαιρετικά απαξιωτικό κι εξευτελιστικό για ένα ελεύθερο κράτος. Επιπλέον η μακρόχρονη παραμονή των γαλλικών στρατευμάτων προκάλεσε ένα ακόμη ιδιαίτερα οδυνηρό γεγονός. Την επιδημία της χολέρας που ξεκλήρισε πάνω από τρεις χιλιάδες κατοίκους της πρωτεύουσας. Κοντολογίς το κίνημα του 1854 όχι μόνο στη Θεσσαλομαγνησία, αλλά και στη Δυτική Θεσσαλία, την Ηπειρο και τη Μακεδονία, όπου επίσης εκδηλώθηκε, υπήρξε μια αποτυχία με ένα σωρό δυσάρεστα επακόλουθα. Δεν διεκδικεί δάφνες σε καμιά περίπτωση κι έπασχε από πολλές ενδογενείς και εξωγενείς παραμέτρους. Πέρα από την ανοργανωσιά και τη φαγωμάρα των τοπικών οπλαρχηγών, καταλυτικός παράγοντας αποτυχίας θεωρείται η διαφορετική βούληση των ισχυρών της εποχής. Τα συμφέροντά τους επέβαλαν τη διατήρηση (ακόμη) της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επρεπε να περάσουν κάπου 25 χρόνια για να διαφοροποιηθεί υπέρ των ελληνικών αιτημάτων η διεθνής συγκυρία και να ευοδωθούν οι απελευθερωτικές προσπάθειες.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου