Γρηγόρης Καρταπάνης: Αλ. Παπαδιαμάντης και Ν. Χριστόπουλος

γρηγόρης-καρταπάνης-αλ-παπαδιαμάντη-624028

Ο ΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (Μέρος Γ΄)

Οι σχέσεις του Παπαδιαμάντη με τον Βόλο, οι γνωριμίες και οι επισκέψεις του αποκαλύπτονται μάλλον λιγοστές μέσα από τα ίδια τα κείμενά του. Το βέβαιο είναι πως ο Βόλος αποτελούσε συνήθως τον ενδιάμεσο σταθμό στις μετακινήσεις του μεταξύ Αθήνας και Σκιάθου. Η περίπτωση των επαφών του Σκιαθίτη συγγραφέα με την Πορταριά, όπου διέμενε οικογενειακά ο αδερφός του Γεώργιος, γραμματέας του Δήμου, επιβάλλει μια επιπλέον διερεύνηση με ενδελεχή επισήμανση και προσέγγιση όλων των διαθέσιμων πηγών – με κυριότερες τις επιστολές των δύο αδερφών – ώστε να προκύψει η πληρέστερη δυνατή πληροφόρηση. Αυτή θα μας απασχολήσει κάποια άλλη φορά.

Διερευνώντας τις σχέσεις και επαφές του Παπαδιαμάντη με την πόλη του Βόλου, δεν μπορούμε να μη συμπεριλάβουμε στην έρευνά μας τις μαρτυρίες, γραπτές και προφορικές, του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου, σύμφωνα με τις οποίες συναντήθηκε δύο φορές με τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο. Στις βιωματικές καταγραφές του ο Χριστόπουλος μνημονεύει τη γνωριμία του με τον Παπαδιαμάντη, που πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ακόμη υπάρχει και μια προφορική μαρτυρία του ζωγράφου, διατηρημένη στην οικογενειακή παράδοση, που ο Παπαδιαμάντης είχε επισκεφθεί τον ταρσανά του Χριστόπουλου στα Πευκάκια του Βόλου – άγνωστο πότε ακριβώς – και συνομίλησε με τον πατέρα Αθανάσιο Χριστόπουλο.

***

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, παντρεμένος από τα 1891 με την πανέμορφη Ζαγοριανή αρχοντοπούλα Μαίρη Δημ. Κασσαβέτη, συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του από το 1899 ώς τα 1911 (σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες του Γιώργου Θωμά) στο Χορευτό, διαμένοντας οικογενειακά από τα μέσα Ιουνίου ώς τα μέσα Σεπτεμβρίου περίπου. Δεν παρέλειπε να κατεβαίνει και στον Βόλο για να συναντήσει τον φίλο του και κουμπάρο του Κωστή Τοπάλη, δραστήριο πολιτικό του Βόλου εκείνη την εποχή, που είχε διατελέσει βουλευτής και υπουργός. Ο τελευταίος υπήρξε επιστήθιος φίλος του Νίκου Χριστόπουλου, του κατοπινού λαϊκού ζωγράφου, καθώς συνδέονταν με στενή οικογενειακή γνωριμία. Μανιώδεις ψαράδες και οι τρεις δεν άργησαν ν’ αποτελέσουν μια φιλική συντροφιά που με κάθε ευκαιρία επιδίδονταν στην αγαπημένη τους ενασχόληση. Στ’ απομνημονεύματά του ο Χριστόπουλος παραθέτει εφτά – οχτώ ιστορίες από τις εξορμήσεις της τριμελούς ψαροπαρέας – που συμπληρωνόταν ενίοτε και με άλλα πρόσωπα – στις οποίες αναφέρονται οι εξαιρετικές αλιευτικές επιδόσεις και διάφορα ευχάριστα κι ευτράπελα επεισόδια αλιευτικού και όχι μόνο περιεχομένου. Ο Κ. Τοπάλης ενημέρωνε συνήθως τον Χριστόπουλο για την έλευση του Δροσίνη, με τον ζωγράφο να προβαίνει στις απαραίτητες προετοιμασίες. Σε κάποια από αυτές τις ψαράδικες αποδράσεις, υπήρξε και συνάντηση με τον Παπαδιαμάντη που βρισκόταν στον Βόλο και ήταν ήδη ενημερωμένος ο Δροσίνης. Αλλωστε μεταξύ των δύο λογοτεχνών υπήρχε αμοιβαία φιλία και εκτίμηση.

Ας παραθέσουμε τη σχετική αφήγηση του Χριστόπουλου:

«Αλη μια μέρα μου παραγγέλνη ο Τοπάλης, όπου είχε κατέβη και ο Δροσίνης από τη Ζαγορά, ότη άυριο Νικόλα θα έλθη ο Παπαδιαμάντης να πάμε για ψάρεμα και κίταξε να πάμε σε καλό μέρος, να πιάσομε ψάρια, να τον ευχαριστήσομε. Το προΐ περίμενα, νόμιζα πως θα έβλεπα κανέναν μεγάλο κίριο. Εκή βλέπω και έρχετε με δική του βάρκα ένας άνθρωπος απλός, ντιμένος φτοχικά, αξίριστος, με μια παλιά πατατούκα που αντή για ζόνη ήχε ζοζμένη τη μέση του με κομάτη σκινή. Τέλος επίγαμε ανοιχτά από το Αγγίστρη πούνε τραγάνες και πιάσαμε 2-3 οκάδες χανούς και λεθρίνια. Αλά ο Παπαδιαμάντης ψάρεβε και έψελνε και όταν ψαρέψαμε, πόσο τον περικαλέσαμε να έλθη στον Βόλο να τον φιλέψουμε, εστάθη αδίνατο. Εγώ θα παο στο Τρίκερη, έχο το μεζεδάκι μου και το κατοσταράκι μου έτιμο. Αυτός ήταν ο Παπαδιαμάντης, απλός και ταπινός, γνίσιος χριστιανός».

Διαβάζοντας προσεκτικά τη μαρτυρία, με τον απλό κι ανεπιτήδευτο λόγο του καταγραφέα της, προκύπτουν ασφαλώς κάποιες απορίες κι ερωτήματα που χρειάζονται διερευνίσεις και… υποθέσεις.

α) Αξιοπιστία της μαρτυρίας.

Οι διάφορες αναμνήσεις, γραπτές ή προφορικές, μπορεί να διαθέτουν την αυθεντικότητα της βιωματικής κατάθεσης με την παροχή πληροφοριών αγνώστων και σημαντικών, ενέχουν όμως και ποικίλα προβλήματα αξιοπιστίας. Ο καταγραφέας ή αφηγητής μπορεί να ψεύδεται, να υπερβάλλει, να αποκρύπτει ή να διαφοροποιεί τα γεγονότα, ηθελημένα, για λόγους που ο ίδιος γνωρίζει. Επίσης, όταν οι αναμνήσεις καταγράφονται ή αποδίδονται προφορικά, έπειτα από παρέλευση αρκετού χρόνου χωρίς να υπάρχουν επαρκείς σημειώσεις, ημερολόγια κ.λπ. είναι φυσικό να εμπεριέχουν ελλείψεις και ανακρίβειες ως προϊόν αδυναμίας της μνήμης. Κι αν ο Χριστόπουλος στ’ απομνημονεύματά του θεωρείται γενικά αξιόπιστος, που δεν κάνει σκόπιμες αλλοιώσεις γεγονότων και συμπεριφορών, δεν αποφεύγει επουσιώδη μνημονικά λάθη, απότοκα της χρονικής απόστασης της καταγραφής από το αναφερόμενο περιστατικό, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Δηλαδή η αναφορά της συνάντησης με τον Παπαδιαμάντη καταγράφεται πάνω από μισόν αιώνα αργότερα, χωρίς να γνωρίζουμε αν υπήρχε προγενέστερη γραφή, μιας και δεν βρέθηκε στο αρχείο του κάτι σχετικό. Οπότε αν και η μαρτυρία του ετούτη μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη, χωρίς να προκύπτει κάποια ηθελημένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ας είμαστε επιφυλακτικοί στις λεπτομέρειές της λόγω κάποιων πιθανών ακούσιων μνημονικών λαθών ή εμφανών ασαφειών.

β) Χρονολογία του γεγονότος.

Το παραπάνω κείμενο εμπεριέχεται στο α’ τετράδιο των απομνημονευμάτων του Ν. Χριστόπουλου. Προηγείται γεγονός με ημερομηνία 1905 και ακολουθεί άλλο με αναγραφή 1908, ενώ το ίδιο ενδιάμεσα είναι αχρονολόγητο. Αν και αρκετές χρονολογίες παρουσιάζονται ανακριβείς από τη χρονική απόσταση συμβάντος – καταγραφής. Το βέβαιο είναι πως η συνάντηση πραγματοποιήθηκε μέσα στην α’ δεκαετία του 20ού αιώνα λόγω της παρουσίας του Δροσίνη. Συνεπώς δύο είναι οι πιθανές περιπτώσεις, εκείνες οι περίοδοι που ο Παπαδιαμάντης διέμενε στη Σκιάθο: Από τον Ιούλιο του 1903 ώς το Σεπτέμβριο του 1904 και από τον Απρίλιο του 1908 και μετά, όταν γύρισε οριστικά στη Σκιάθο. Ο συγγραφέας επιστρέφει στο νησί του, με προοπτική μόνιμης εγκατάστασης στα τέλη του Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου (1) του 1903, οπότε είναι πιθανόν η συνάντηση να έγινε εκείνο το καλοκαίρι σε κάποιο ερχομό του στον Βόλο, ίσως για να δει τον αδερφό του στην Πορταριά. Στις αρχές του 1904 παρουσιάζεται η σοβαρή ασθένεια του τελευταίου και η συνακόλουθη μεταφορά του ίδιου και της πολυμελούς οικογένειάς του στη Σκιάθο, μιας και η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή με τον ασθενή να εκδηλώνει βίαιες συμπεριφορές. Αρα ίσως είναι απίθανη μια μετάβαση του Παπαδιαμάντη στον Βόλο το καλοκαίρι του 1904 με τα προβλήματα ετούτα. Εκτός κι αν πάλι ήρθε για κάποιο λόγο κι επιδίωξε να ξεφύγει για λίγο από το οικογενειακό δράμα που τον βασάνιζε. Οι αποδεδειγμένες ελεύσεις του Παπαδιαμάντη στον Βόλο τον Φεβρουάριο του 1904 για τον άρρωστο αδερφό του και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου προκειμένου να μεταβεί στην Αθήνα, ώστε να εξασφαλίσει μόνιμη εργασία, βεβαίως αποκλείονται λόγω της εποχής, αλλά και των γεγονότων με τα οποία συνδέονται. Να έγινε άραγε η αναφερόμενη συνάντηση κάποιο καλοκαίρι, αφότου ο συγγραφέας επανέκαμψε οριστικά στο νησί του, δηλ. τα 1908, 1909, 1910; Κι εδώ οι όποιες πιθανότητες αντικρούονται από την ταλαιπωρημένη υγεία του Παπαδιαμάντη χωρίς τίποτε ν’ αποκλείεται. Πιθανόν να ήρθε για κάποιο λόγο στον Βόλο και να συναντήθηκε τότε με τον Δροσίνη και τους Τοπάλη – Χριστόπουλο. Ατυχώς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε επισημαίνοντας τις όποιες πιθανές περιπτώσεις και αποκλείοντας κάποιες άλλες.

γ) Ασάφειες της αφήγησης.

Οπωσδήποτε η περιγραφή του Χριστόπουλου έχει κάποιες ασάφειες. Ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να βρισκόταν ήδη στον Βόλο αφού το γνώριζαν ο Δροσίνης και ο Τοπάλης, αλλά δεν ξεκαθαρίζει ο αφηγητής αν κίνησαν όλοι μαζί για ψάρεμα ή αντάμωσαν στ’ ανοιχτά για να καταλήξουν στον κάβο Αγκίστρι. Δεν αναφέρονται άλλοι επιβαίνοντες στη βάρκα του Παπαδιαμάντη και μάλλον ψάρευε μόνος του όπως αφήνει να εννοηθεί το ίδιο το κείμενο. Πάντως ο Χριστόπουλος παρουσιάζει έναν αυθεντικό Παπαδιαμάντη.

δ) Δυσερμήνευτα σημεία.

Η άρνηση του Παπαδιαμάντη να επιστρέψει στον Βόλο για να τον κεράσουν κανένα κρασάκι, με την ειλημμένη απόφασή του να φύγει κατευθείαν για το Τρίκερι, όπου τον περίμενε παρέα, γεννά αναπάντητα ερωτήματα. Είχε δική του βάρκα και ήταν τόσο δεινός θαλασσοπλόος ώστε να μεταβαίνει από τον Βόλο στη Σκιάθο ή έστω στο Τρίκερι; Μάλλον αδύνατον. Γιατί από την ασαφή διατύπωση της αφήγησης του Χριστόπουλου επίσης πιθανολογείται ότι ο Παπαδιαμάντης να ερχόταν με βάρκα στο ψάρεμα ίσως κι από τη Σκιάθο αφού θα έφευγε αμέσως μετά. Να υποθέσουμε μνημονικές αδυναμίες του απομνημονευματογράφου που δεν επιτρέπουν σαφείς διατυπώσεις, επιβάλλοντας ασάφειες και ανακρίβειες που αποτρέπουν την ακριβή παρουσίαση της συνάντησης; Μια λογική υπόθεση είναι η εξής: Ισως ο Παπαδιαμάντης να μετέβαινε μετά το ψάρεμα στη Σκιάθο με κάποιο ντόπιο πλεούμενο που βρισκόταν στον Βόλο και θα σαλπάριζε για το νησί με ενδιάμεσο σταθμό το Τρίκερι. Οσο για τη βάρκα ίσως την είχε δανειστεί από κάποιον γνωστό του στον Βόλο, όχι ανερώτητα όπως στα «Ρόδιν’ Ακρογιάλια»! Τι άλλο να πούμε, μόνο σε εικασίες προχωράμε.

***

Εκτός από την παραπάνω γραπτή κατάθεση του Χριστόπουλου, υπάρχει και μια προφορική μαρτυρία του ίδιου, διατηρημένη στην οικογενειακή παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Παπαδιαμάντης επισκέφθηκε κάποια φορά τα Πευκάκια και συνομίλησε με τον πατέρα του Αθανάσιο. Χρονολογικά παραμένει κι ετούτη απροσδιόριστη, ούτε δυστυχώς σημειώνεται συσχετισμός με τη γραπτή μαρτυρία, ώστε να υπάρξει μια σαφέστερη εικόνα των συναντήσεων Παπαδιαμάντη – Χριστόπουλου. Το μόνο που μνημονεύεται είναι πως η συνομιλία του λογοτέχνη με τον γέρο ναυπηγό πραγματοποιήθηκε στο ίδιο δωμάτιο που διέμενε και ζωγράφιζε αργότερα ο λαϊκός καλλιτέχνης, αυτό που σήμερα λειτουργεί ως έκθεση των πινάκων του. Ο Παπαδιαμάντης ζήτησε από τον πατέρα Χριστόπουλο να του αφηγηθεί διάφορα περιστατικά από τον βίο του και τη ναυπηγική εργασία, προφανώς για ν’ αντλήσει πρωτογενές υλικό που θα χρησιμοποιούσε στα διηγήματά του. Τι ακριβώς ειπώθηκε δεν γνωρίζουμε, αλλά μένει γνωστό πως η συνάντηση συνοδεύτηκε από γενναία κρασοκατάνυξη αντάξια των δύο συνομιλητών γιατί και ο Αθ. Χριστόπουλος ήταν άνθρωπος του πιοτού και της παρέας. Σε ό,τι αφορά στον χρόνο της επίσκεψης του Παπαδιαμάντη στα Πευκάκια, αυτή θα έγινε πριν από τον Φεβρουάριο του 1907 που αποβίωσε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, δηλαδή το αργότερο στα 1903 – ΄04. Κι αν σχετίζεται με την αλιευτική συνάντηση καθόλου απίθανο να πραγματοποιήθηκαν και οι δύο ταυτόχρονα στα 1903 – ΄04.

Τι άλλο να πούμε, μόνο υποθέσεις κι εδώ μπορούμε να κάνουμε.

Κι εν κατακλείδι ζηλεύουμε τον Νίκο Χριστόπουλο που είχε την τύχη και την τιμή της προσωπικής γνωριμίας με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Σημείωση:

(1) Μετά τις 26/6 και πριν από τις 8/7 όπως φαίνεται στις υπ. αρ. 193 και 194 επιστολές του συγγραφέα (Αλληλογραφία, κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις «Δόμος» σελ. 151-152).

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου