Γρ. Καρταπάνης: Ο φάρος Σέσκλο στα Πευκάκια Βόλου (Μέρος Α΄)

γρ-καρταπάνης-ο-φάρος-σέσκλο-στα-πευκά-658942

Ολοι λίγο πολύ γνωρίζουμε τον άλλοτε κόκκινο φάρο στα Πευκάκια του Βόλου, στα αριστερά του δρόμου προς τις Αλυκές, κάτω από την έπαυλη Σέφελ, μια απλή σιδηροκατασκευή (σιδερόπλεκτος οβελός επί τετραγωνικού θυλακίου) δίπλα στο ερειπωμένο παλιό φαρόσπιτο – αποθήκη, που βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τους εντυπωσιακούς και γραφικούς πέτρινους φάρους που συναντούμε σε πολλά σημεία της χώρας. Λίγοι όμως ξέρουν πως πρόκειται για έναν παλιό, ιστορικό φάρο που απαριθμεί σήμερα 155 χρόνια αδιάλειπτης σχεδόν φωτεινής παρουσίας. Κατασκευάστηκε από τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων περί τα μέσα της δεκαετίας του 1860 (μαζί μ’ εκείνον στο Τρίκερι) κι εντάχθηκαν και οι δύο στο ελληνικό φαρικό δίκτυο με την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 στην ελληνική επικράτεια. Εκείνη την εποχή το σύνολο των φάρων στις θάλασσες της πατρίδας μας δεν έφθανε τους 50, από τους οποίους οι 15 είχαν τοποθετηθεί από τους Αγγλους στα Επτάνησα. Ακολούθησε, κατά τις επόμενες δεκαετίες, συστηματική εγκατάσταση φάρων και φανών, ώστε το δίκτυο να αποκτήσει πληρότητα προσφέροντας ουσιαστική βοήθεια στη ναυσιπλοΐα.

***

Ο φάρος στα Πευκάκια του Βόλου ή φάρος Σέσκλο, όπως είναι η επίσημη ονομασία του, πρωτολειτούργησε το 1864, όπως και ο άλλος στο Τρίκερι. Κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο έργων αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του αναπτυσσόμενου λιμανιού του Βόλου, που από την προηγούμενη δεκαετία εξελισσόταν σε αξιόλογο ναυτιλιακό κέντρο, αφού προσέγγιζε μεγάλος αριθμός πλοίων διαφόρων ειδών.

Αναφέρει η Βίλμα Χαστάογλου στο βιβλίο της «Βόλος, πορτραίτο της πόλης τον 19ο και 20ό αιώνα» (εκδ. ΔΗ.Κ.Ι., Βόλος 2002): «Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η κρατική τουρκική εταιρεία Fereoden – Osmaniye εγκατέστησε γραμμή δύο φορές τον μήνα, ενώ η αγγλο – αιγυπτιακή εταιρεία εξέταζε την πιθανότητα να κάνει σκάλα στον Βόλο, στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Αλεξάνδρεια. Κατασκευάστηκαν φάροι στα στενά στο Τρίκερι και στο ακρωτήρι δυτικά του λιμανιού του Βόλου» (σελ. 35).

Στα 1880 πρωτοεκδίδεται το έργο «Θεσσαλία» του γιατρού και κατοπινού δημάρχου Βόλου (1899 – 1907) Νικολάου Γεωργιάδη (1830 – 1923), ένα εμπεριστατωμένο ιστορικό, γεωγραφικό, περιηγητικό κείμενο με παράθεση πλήθους στοιχείων. Ο συγγραφέας κατά την περιγραφή των αρχαίων Παγασών, φθάνοντας στην παραλία των Αλυκών προς τα Πευκάκια (τη Δημητριάδα τότε ακόμη την… τοποθετούσαν στη Γορίτσα), μνημονεύει και τον υπάρχοντα φάρο: «Κάτω της ανατολικής πλευράς των τειχών, υπάρχει σήμερον αλυκή παράγουσα 500 χιλιάδας οκάδων άλατος κατ’ έτος. Υπέρ την αλυκήν, προς βορράν υψούται βράχος εφ ου ίδρυται φάρος, όστις εις τας σκοτεινάς νύκτας οδηγεί τα εις τον λιμένα του Βόλου, καταπλέοντα πλοία» (σελ. 150).

Ο φάρος πρέπει άμεσα να αποτέλεσε την αιτία της νέας ονοματοθεσίας του σημείου: Φανάρι, τοπωνύμιο που υφίσταται ώς σήμερα, έστω κι αν δεν είναι ευρέως γνωστό. Το αναφέρει άλλωστε και ο Δημ. Τσοποτός στο βιβλίο του «Ιστορία του Βόλου» με πηγή τους χάρτες του αρχαιολόγου Stahlin που είχε κάνει έρευνες στην περιοχή. Στη σελ. 78 σημειώνει: «… παρά τας Παγασάς θέσεως Φανάρι…», ενώ στη σελ. 86 γράφει: «… τα τείχη (σ.σ. των Παγασών) διέρχονται άνωθεν του Φαναρίου». Ακόμη χρησιμοποιούνται οι ονομασίες: Φανάρι Πευκακίων και Κόκκινος Φάρος επειδή ώς τα 1986, που μετατράπηκε σε λευκό, το φωτιστικό του σήμα ήταν ερυθρό.

Επί τουρκοκρατίας υπήρχε η ονομασία Τούζλα – Μπουρνού, δηλαδή ακρωτήριο αλυκής, λόγω των παρακείμενων αλυκών, η οποία αφορούσε στο παρακείμενο κατοπινό ακρωτήριο Σέσκλο που έδωσε μετά την επίσημη ονομασία στον φάρο. Πρόκειται για την πευκόφυτη λωρίδα που εισβάλλει στη θάλασσα με τον χαρακτηριστικό πυραμιδοειδή μονόβραχο στην απόληξή της, εκατόν πενήντα μέτρα βόρεια του φάρου, στον χώρο που άλλοτε υπήρχαν οι πυριτιδαποθήκες, εξ ου και κάβος Αποθηκών. Γίνεται αντιληπτό πως ο φάρος τοποθετήθηκε νοτιότερα του ακρωτηρίου στο υψηλότερο και εμφανέστερο σημείο της ακτογραμμής για καλύτερη εμβέλεια. Το ακρωτήριο ονομάστηκε Σέσκλο από τον κοντινό ονομαστό προϊστορικό οικισμό. Οπως και το διπλανό ακρωτήριο στα Πευκάκια (στο άλλοτε κέντρο Μπούρτζι) που ονομάζεται Ιωλκός, ώστε να διατηρείται η ιστορική συνέχεια. Αυτές οι ονομασίες, που πρέπει να δόθηκαν μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881), δεν έχουν περάσει στην κοινή χρήση και παραμένουν μόνο στα ναυτιλιακά βοηθήματα και στους υπόλοιπους χάρτες.

***

Τα παλαιότερα έγγραφα για τον φάρο Σέσκλο που υπάρχουν στον οικείο φάκελο, στο αρχείο της Υπηρεσίας Φάρων (Υ/Φ) και μας δείχνουν την πορεία του στον χρόνο, είναι του 1895, δηλαδή τριάντα και πλέον χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του.

Στο πρώτο χρονικά, στις 27/10/1895 αναφέρεται πως με τα ανταλλακτικά και τ’ άλλα αναλώσιμα υλικά (καθαριστικά – οινόπνευμα) «απεστάλη μικρότερος υαλοπίναξ» προφανώς του φωτιστικού του φάρου που είχε θραυσθεί. Η υπηρεσία ανταποκρίθηκε άμεσα και αποστέλλεται με το πλοίο της γραμμής, της ατμοπλοΐας Γουδή «υαλοπίναξ καμπύλος, ερυθρός» προκειμένου να μην καθυστερήσει η επιδιόρθωση της βλάβης, όπως μας πληροφορεί το σχετικό έγγραφο στις 15/11/1895.

Στις αρχές του νέου χρόνου η επικρατούσα κακοκαιρία προκάλεσε πάλι σημαντικές ζημιές στο φωτιστικό του φάρου, όπως δηλώνεται στη σχετική αναφορά του υπεύθυνου φαροφύλακα:

«Προς το Υπουργείον των Ναυτικών (Τμήμα Φάρων)

Εν Βόλω τη 23η Ιανουαρίου 1896

Περί των κατεθραυσθέντων υαλοπινάκων του ενταύθα φανού.

Ευσεβάστως αναφέρομεν ότι την νύκτα της 20ής προς την 21ην τρέχοντος, πνεύσαντος σφοδρού βορειοανατολικού ανέμου, κατέπεσαν άπαντες οι καμπύλοι υαλοπίνακες του ενταύθα φανού και κατεθραύσθησαν. Επομένως παρακαλούμεν ίνα ευαρεστηθήτε και διατάξητε την αποστολήν ετέρων υπό τας διαστάσεις, ύψος 0,30 και πλάτος 0,38 καθώς και ειδικόν τεχνίτην όπως τοποθετήση αυτούς καθόσον ενταύθα ουδείς τεχνίτης υπάρχει κατάλληλος προς τούτο. Ευπειθέστατος (υπογραφή δυσανάγνωστη)».

Εδώ πιθανόν να υπήρξε καθυστέρηση στην αποκατάσταση, καθώς έπρεπε ν’ αποσταλεί ειδικός τεχνικός φάρων για την τοποθέτηση των υαλοπινάκων του φωτιστικού και στον Βόλο, όπως λέει και η αναφορά, δεν υπήρχε κατάλληλο συνεργείο. Στις 31/5/1896 δίνεται η εντολή μετάβασης τεχνικού προκειμένου να εκτελέσει την αντικατάσταση, όπως μας ενημερώνει το σχετικό έγγραφο. Ή εκτός και αν πρόκειται για κάποια άλλη κατοπινή βλάβη.

***

Το 1897 – ΄98 με την εισβολή των Τούρκων και την πρόσκαιρη κατάληψη της Θεσσαλίας για περισσότερο από ένα χρόνο υπήρξαν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του φάρου με διακοπή για μεγάλο χρονικό διάστημα, πιθανόν και σ’ όλο το διάστημα της κατοχής (Απρίλιος 1897, 25 Μαΐου 1898). Λίγες μέρες με την αποχώρηση των Τούρκων, ο Ιωάννης Μάργαρης, «τέως επιστάτης του φανού του Βόλου» αποστέλλει αρμοδίως έγγραφο, στο οποίο αναφέρει την πρωτοβουλία του να μεταφέρει και ν’ αποκρύψει υλικά του φάρου προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

Επιπλέον ζητά την καταβολή των εξόδων που έκανε ο ίδιος για τη μεταφορά – αποθήκευση, ενώ επισυνάπτει και πλήρη κατάλογο των διασωθέντων υλικών:

«Προς το Υπουργείον των Ναυτικών

Αθήναι τη 9 Ιουνίου ‘98

Κατά την εκ Βόλου αναχώρησιν του στρατού, διατελών επιστάτης του φανού Βόλου διέσωσα τα παρά της παρούσης σημειούμενα είδη άτινα έχω ήδη μεταφέρει εις Βόλον και παρακαλώ να διατάξετε την παράδοσιν αυτών εις την οικείαν αρχήν. Διά την διάσωσιν δε των περί ων… ειδών, εδαπάνησα εις αχθοφορικά και λεμβουχικά και ενοίκια προς τοποθέτησιν αυτών, δραχμάς τριάκοντα πέντε και παρακαλώ το υπουργείον να διατάξη την εις εμέ πληρωμήν αυτών.

Ευπειθέστατος. Ο τέως επιστάτης του φανού του Βόλου. Ιωάννης Μάργαρης».

Ακολουθεί αναλυτικός κατάλογος των ειδών, με λεπτομερή καταγραφή των ποσοτήτων.

Η παύση της λειτουργίας του φάρου (όπως και εκείνου στο Τρίκερι) αποδεικνύεται και από την επίσημη «Αγγελία» του Τμήματος Φάρων στις 10/8/1898 που σημειώνεται: «Αγγέλλει της ναυτιλλομένοις ότι από της 20 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου ε.ε. επαναλαμβάνεται η κατά το παρελθόν έτος διακοπείσα φωτοψία των φανών Βόλου και Τρικέρων, ως εκ της καταλήψεως των μερών εκείνων υπό του τουρκικού στρατού…». Κι όπως αναφέρεται πιο κάτω το φωτιστικό σήμα εξακολουθεί να παραμένει ερυθρό σταθερό.

***

Μετά τα γεγονότα του 1897 -΄98 και ώς τα 1935 δεν εντοπίζεται κάποιο έγγραφο στον φάκελο του φάρου Σέσκλο, στο αρχείο της Υ/Φ, κι έτσι δεν έχουμε πληροφόρηση σχετικά με τη λειτουργία του. Υπάρχει μόνο ένα σχέδιο με την κάτοψη και δύο τομές οικήματος με τον φάρο, το οποίο όμως δεν πρέπει να υλοποιήθηκε σύμφωνα με την αναφερόμενη υποσημείωση, ενώ φέρει την ημερομηνία 2/11/26. Προφανώς πρόκειται για κάποια μελέτη κατασκευής νέου φαρόσπιτου – κτιριακού συγκροτήματος, που έμεινε στα χαρτιά γιατί όπως θα δούμε πιο κάτω το υπάρχον οίκημα έχρηζε σοβαρών επισκευών. Ατυχώς για το κτίσμα του φάρου από τις απαρχές του ώς τα χρόνια του Μεσοπολέμου δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες.

Στα τέλη του 1935 έχουμε δύο έγγραφα σχετικά με τις απαιτούμενες άμεσες επισκευές στον φάρο και το οίκημά του. Στις 24/10/1935 λαμβάνεται απόφαση για την τοποθέτηση νέου «διοπτρικού ερυθρού φανού διαμέτρου 300mm, εφοδιασμένου διά δύο μονομίξων λυχνιών». Το ειδικό συνεργείο θα καταφθάσει στον Βόλο με το φαρόπλοιο Πλειάς προκειμένου να εκτελεσθούν οι εργασίες, ενώ επισημαίνεται και η κακή κατάσταση του ιστού όπου αναρτάται το φωτιστικό, αφού αναφέρεται ως «σεσαθρωμένος». Ακόμη σημειώνεται για τον νέο φανό πως «το φως έσεται ερυθρόν». Δύο μήνες αργότερα στις 28/12/1935 χωρίς να γνωρίζουμε αν έγιναν οι παραπάνω παρεμβάσεις, σε νέο έγγραφο αναφέρεται πάλι η κακή κατάσταση του ιστού που χρήζει άμεσης αντικατάστασης: «Αφαίρεση ιστού απαραίτητη». Ακόμη, το οίκημα χρειάζεται εκτεταμένες επισκευές, αντικατάσταση του σαθρού ξύλινου πατώματος με πλακόστρωση, δέσιμο των πλευρών του κτιρίου με σιδηρόβεργες και γενικό, εσωτερικό και εξωτερικό σοβάτισμα. Τι έγινε και πότε, δεν το γνωρίζουμε, μιας και απουσιάζει κάθε σχετικό έγγραφο στη συνέχεια. Σε ό,τι αφορά στο φαρόσπιτο, πρόκειται για το ίδιο που τα ερείπιά του σώζονται ώς σήμερα.

***

Στα 1939 αναλαμβάνει φαροφύλακας ο Ιωάν. Καραχόντζας – προηγούμενα ήταν στο Τρίκερι – και παραμένει στη θέση αυτή, κατοικώντας με την οικογένειά του στον φάρο, ώς τον θάνατό του το 1954. Πληροφορίες για τα χρόνια αυτά, μέσα στα οποία συνέβησαν ένα σωρό σπουδαία γεγονότα (πόλεμος του ’40, Κατοχή, Εμφύλιος), μου έθεσε υπόψη ο γιος του κ. Ανδρέας Καραχότζας που βοηθούσε τον πατέρα του, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Σωτήρη, στα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Οι φαροφύλακες τότε διέμεναν στον χώρο εργασίας τους με τις οικογένειές τους, μιας και η διαρκής παρουσία τους θεωρούνταν επιβεβλημένη. Η συνεχής επαγρύπνηση, σε 24ωρη βάση, ήταν απαραίτητη, ώστε να μην υπάρξει το παραμικρό πρόβλημα στη λειτουργία του φάρου. Δίπλα στη σημερινή μεταλλική κατασκευή, υπάρχουν τα ερείπια του φαρόσπιτου, στην οροφή του οποίου ήταν τοποθετημένο, σε ειδικό ιστό, μέσα σε κλωβό, το φωτιστικό μηχάνημα. Το οίκημα ετούτο αποτελούσε την αποθήκη με όλα τα απαραίτητα υλικά, ενώ η κατοικία του φαροφύλακα βρισκόταν λίγο ψηλότερα, στο σημείο που σήμερα διέρχεται ο ασφαλτόδρομος Πευκακίων – Αλυκών και καταστράφηκε βέβαια κατά τη διάνοιξή του, γύρω στο 1960. Η διήγηση του κ. Αντρέα, στις αρχές του 2008, ήταν γεμάτη νοσταλγία και συγκίνηση, αφού επρόκειτο για μια από καρδιάς, βιωματική κατάθεση. Ανέφερε για τη λειτουργία του φαναριού, το οποίο, προκειμένου να το καθαρίσουν, να το εφοδιάσουν με καύσιμο (φωτιστικό πετρέλαιο) και να το ανάψουν, το κατέβαζαν από τον ιστό, με ειδικό σύστημα μέσα στο φαρόσπιτο, από μια οπή που υπήρχε στην οροφή. Η επίπονη εργασία εκτελούνταν με μεγάλη επιμέλεια και προσοχή ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστον η πιθανότητα μιας ανεπιθύμητης σβέσης. Υπήρχε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο και ό,τι απρόοπτο συνέβαινε έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Το φως παρέμενε όλη αυτή τη περίοδο, ίσαμε την αυτοματοποίηση του φάρου το 1955, σταθερό κόκκινο. Στα δύσκολα χρόνια του Πολέμου του ’40, αλλά και κατόπιν στην Κατοχή ο φάρος παρέμενε συνεχώς αναμμένος, μιας και θεωρούνταν καθοριστικής σημασίας για τον ασφαλή είσπλου στο λιμάνι του Βόλου. Κάτι τέτοιο βέβαια, ενείχε το σοβαρότατο κίνδυνο ν’ αποτελέσει ο ίδιος στόχο αεροπορικών επιδρομών, τόσο κατά τη γερμανική εισβολή, όσο και στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, το 1944. Αλλωστε ας μην ξεχνάμε πως οι φάροι αποτελούσαν πάντοτε εύκολο στόχο και το φαρικό δίκτυο, όλα αυτά τα χρόνια, υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή. Αλλά και κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι συνθήκες διαβίωσης στον φάρο υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολες – ειδικά τον χειμώνα σε μια έρημη, τότε, περιοχή δίχως οδική πρόσβαση στην πόλη και η επικοινωνία γινόταν μόνο από τη θάλασσα. Ολη η οικογένεια παρέμενε στον φάρο συνεχώς. Ο Ιωάννης Καραχότζας υπήρξε η προσωποποίηση του αισθήματος ευθύνης που διέθεταν οι φαροφύλακες με την απρόσκοπτη εκτέλεση των καθηκόντων τους, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Αν και βαριά άρρωστος παραμένει στον φάρο βοηθούμενος από τους γιους του Σωτήρη και Ανδρέα. Μάλιστα ο πρώτος παραμένει για δύο, τρεις μήνες, μετά τον θάνατο του πατέρα του στις 23/2/1954, υπεύθυνος του φάρου, ώσπου να μετατεθεί άλλος υπαξιωματικός – φαροφύλακας, ενώ ο Αντρέας έχει καταταγεί ήδη στο Ναυτικό.

Στο επόμενο μέρος θα αναφερθούμε στη μεταπολεμική ιστορία του φάρου Σέσκλο.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου