Γρ. Καρταπάνης: Θεόφιλος και Χριστόπουλος: Η γνωριμία δύο ζωγράφων -Μαρτυρίες

γρ-καρταπάνης-θεόφιλος-και-χριστόπου-667293

Οταν γίνεται λόγος για τη λαϊκή ζωγραφική στον Βόλο και την ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, άμεσα προβάλλουν στη σκέψη μας δύο ονόματα, Θεόφιλος και Ν. Χριστόπουλος. Βολιώτης ο δεύτερος, γνωστός καταξιωμένος θαλασσογράφος, αλλομερίτης ο πρώτος που όμως «πολιτογραφήθηκε» ντόπιος, αφού έμεινε στην πόλη μας από το 1897 έως το 1927, αφήνοντας πίσω του ένα ευρύ και σπουδαίο μέρος της συνολικής του δημιουργίας.

Με αφορμή την έκδοση του καθιερωμένου πλέον συλλεκτικού ημερολογίου της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών για το έτος 2019, που είναι αφιερωμένο στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (εκείνο του έτους 2017 ήταν για τον Ν. Χριστόπουλο), αποτελεί καλή ευκαιρία η επισήμανση της γνωριμίας των δύο λαϊκών καλλιτεχνών και των αναφορών (προφορικών, γραπτών και… εικαστικών) του Βολιώτη ζωγράφου για τον Μυτιληνιό ομότεχνό του. Βέβαια εκείνα τα χρόνια που είχαν συναντηθεί, ο Χριστόπουλος δεν είχε ασχοληθεί ακόμη με τη ζωγραφική και οι πρωτόλειες ζωγραφικές απόπειρές του – όπως σημειώνει κι ο ίδιος σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του – περιορίζονταν σε ορισμένα σκίτσα ιστιοφόρων που τον εντυπωσίασαν.

***

Κατά γενική αποδοχή ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1868 -1934) θεωρείται κορυφαίος λαϊκός ζωγράφος. Οι μελέτες που έχουν γραφτεί από τεχνοκριτικούς, λαογράφους και άλλους ειδικούς ερευνητές αναλύουν το έργο του και αποδεικνύουν την αξία του, ως προϊόν γνήσιας λαϊκής εικαστικής έκφρασης. Παρότι Μυτιληνιός, η περιοχή μας δικαιούται να τον θεωρεί και δικό της, αφού σε αυτήν έζησε για τριάντα χρόνια – σχεδόν τη μισή διάρκεια του βίου του – και φιλοτέχνησε ένα πολυάριθμο σύνολο έργων, το οποίο χαρακτηρίζεται από τους μελετητές του ως το σπουδαιότερο. Αλλωστε, η «βολιώτικη» περίοδος είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Αν και κάποιοι έχουν την άποψη πως τα ωριμότερα έργα του είναι εκείνα των τελευταίων χρόνων της ζωής του, όταν ξαναγύρισε στην πατρίδα του και γνώρισε την καταξίωση χάρη στη γνωριμία με τον τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ).

Από την άλλη, ο τόπος μας έχει να παρουσιάσει ακόμα έναν γνήσιο λαϊκό ζωγράφο, γέννημα – θρέμμα του, του οποίου το έργο συγκαταλέγεται στον χώρο της ανόθευτης λαϊκής τέχνης, τον Νίκο Χριστόπουλο (1880 – 1967). Για τούτον έχουμε αναφερθεί αναλυτικά κάμποσες φορές επισημαίνοντας πως ο Βολιώτης δημιουργός θεωρείται επίσης από τους κορυφαίους στη θαλασσογραφία – πλοιογραφία.

Σύγκριση μεταξύ των δύο μάλλον δεν μπορεί να υπάρξει, διότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις από κάθε άποψη. Σαφώς ο Χριστόπουλος δεν φτάνει τον Μυτιληνιό ομότεχνό του, αφού ο δεύτερος φιλοτέχνησε ένα «πολυμορφικό» έργο, από φορητούς πίνακες έως ευμεγέθεις τοιχογραφίες και πολυπρόσωπες συνθέσεις, με ποικιλία θεμάτων. Αντίθετα ο Βολιώτης, ναυπηγός στο επάγγελμα, καταθέτει τη δημιουργία του σε μικρού μεγέθους πίνακες, που αναπαριστούν κυρίως πλεούμενα, με απόλυτη πιστότητα. Το μόνο κοινό τους σημείο, πέρα από την εντοπιότητα της καλλιτεχνικής τους προσφοράς, αποτελεί το γεγονός πως πρόκειται για δύο αυθεντικούς λαϊκούς ζωγράφους με έμφυτο ταλέντο και την απουσία κάθε επίκτητης γνώσης, απόλυτα καταξιωμένους στον χώρο των ασπούδαχτων δημιουργών.

***

Σίγουρα ο Χριστόπουλος, ως Βολιώτης που ήταν, γνώριζε τον Θεόφιλο ως έναν περιπλανώμενο ζωγράφο και γραφικό τύπο της πόλης, όπως και όλος ο κόσμος εκείνα τα χρόνια. Πάντως στα απομνημονεύματά του πουθενά δεν κάνει λόγο για τον Μυτιληνιό, παρότι μνημονεύει ένα σωρό άλλα πρόσωπα περισσότερο ή λιγότερο γνωστά. Αλλά οι αυτοβιογραφικού τύπου σελίδες σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούνται εξαντλητικές και ίσως ο καταγραφέας τους κάτι παρέλειψε να γράψει. Ισως όμως να μην υπήρξε κάποιο αξιόλογο περιστατικό που να είχε σχέση με τον ίδιο και τον «συνάδελφό» του. Η μόνη γραπτή κατάθεση εμπεριέχεται στο γνωστό εργογραφικό ποίημά του (που υπάρχει και ως πίνακας) και αναφέρεται στη θεματολογία των πινάκων του. Ολοκληρώνεται σε ένα δίστιχο:

«Ο Θεόφιλος επίσης είναι εδώ ζωγραφισμένος ήτανε καλός ζωγράφος μα φτωχούλης ο καημένος».

Επιγραμματικά δίνεται η αποδοχή του ως καλλιτέχνη και η άποψή του για τον περιπλανώμενο ζωγράφο του Βόλου, που ζούσε σχεδόν στην απόλυτη φτώχεια.

***

Αν όμως οι γραπτές μαρτυρίες περιορίζονται σε δύο γραμμές, ο Χριστόπουλος έχει φιλοτεχνήσει αρκετές απεικονίσεις του Θεόφιλου που μας δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τη γνωριμία τους. Στο δωμάτιο – εργαστήρι του θαλασσογράφου, που λειτουργεί και ως έκθεση στα Πευκάκια Βόλου, υπάρχουν δύο σχεδόν πανομοιότυποι πίνακες με ολόσωμη απεικόνιση του φουστανελά ζωγράφου, έχοντας δίπλα του το γνωστό κασελάκι με τα σύνεργά του. Ο ένας (διαστ. 23Χ17 εκ.) φέρει τη λεζάντα: «Ο Θεόφιλος ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου, 1908 – 1911». Οι χρονολογίες πιθανότατα παραπέμπουν στον χρόνο γνωριμίας τους, τουλάχιστον η δεύτερη σίγουρα. Η πρώτη ίσως έχει να κάνει με την επιστροφή του Θεόφιλου στον Βόλο, έπειτα από ένα ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εκείνη την εποχή. Στον δεύτερο πίνακα (διαστ. 27Χ16 εκ.) αναγράφεται: «Ο Θεόφιλος , ο λεβέντης φουστανελάς ζωγράφος». Και από τις δύο λεζάντες διαφαίνεται η αποδοχή και η εκτίμηση προς τον εικονιζόμενο. Σε έναν τρίτο πίνακα (διαστ. 25Χ20 εκ.) απεικονίζεται αριστερά ο Θεόφιλος φουστανελοφόρος με το κασελάκι δίπλα του και δεξιά ο ίδιος ο Χριστόπουλος, βρακοφόρος όπως συνήθιζε παλιά να ντύνεται, με ένα μικρό ομοίωμα ιστιοφόρου από εκείνα που κατασκεύαζε. Πάνω από τα πρόσωπα δίνονται οι ταυτότητές τους: «Ο Θεόφιλος 1868 – 1934» και «Ν.Α. Χριστόπουλος, Πευκάκια Βόλου, 1880 – 1961». Η τελευταία χρονολογία αποτελεί το έτος δημιουργίας του πίνακα. Τέλος, στο μέσον αναγράφεται: «Οι 2 λαϊκοί ζωγράφοι του Βόλου». Ετσι κατατίθεται και η κοινή «ιδιότητα» των δύο ανδρών. Ανάλογος πίνακας (διαστ. 25Χ25 εκ.) σε συγγενικό σπίτι του ζωγράφου, εκτός από τις «ταυτότητες» των δύο εικονιζόμενων, όπως περίπου και στον προηγούμενο, μας παρέχει την πολύτιμη πληροφορία: «Ο Θεόφιλος όταν ήρθε στον ταρσανά το 1911». Σε τούτο το χρονικό σημείο εντοπίζεται η στενότερη προσωπική γνωριμία, όταν ο πλανόδιος καλλιτέχνης επισκέφτηκε τον χώρο εργασίας του Βολιώτη ναυπηγού, ο οποίος ήταν συνιδιοκτήτης του ναυπηγείου (ταρσανά) μαζί με τα αδέρφια του. Τότε βέβαια ο Χριστόπουλος δεν ασχολούνταν με τη ζωγραφική, παρότι είχε το ενδιαφέρον μέσα του και σχεδίαζε ιστιοφόρα. Ο λόγος αυτής της επίσκεψης καταμαρτυρείται σε έναν άλλον παρόμοιο πίνακα, που ανήκει στη συλλογή του λαογράφου Κίτσου Μακρή και βρίσκεται στο ομώνυμο μουσείο. Εδώ απεικονίζεται ο φουστανελοφόρος ζωγράφος στο δεξιό μέρος, ενώ αριστερά υπάρχει ένα σκαρί, τύπου τράτας, σε σμίκρυνση. Η εκτενής λεζάντα έρχεται να μας λύσει όλες τις απορίες: «Ο Θεόφιλος ο λαϊκός ζωγράφος, όταν ήλθε στον ταρσανά στα Πευκάκια να ζωγραφίσει την τράτα των εκ Μακρινίτσης αδελφών Καψάλα. Μαυροσκαμνιά το όνομα της τράτας». Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο λόγος της επίσκεψης του Θεόφιλου στο ιστορικό ναυπηγείο ήταν για να ζωγραφίσει πάνω σε μία τράτα (κωπήλατο αλιευτικό σκάφος της εποχής) .Οπως φαίνεται και στον πίνακα, πρόκειται για ένα ιδιόμορφο σκαρί με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την προεξοχή της πλώρης η οποία πλαισιωνόταν από ανάγλυφα σιρίτια και άλλα σκαλιστά πλουμίδια, ώστε να δίνεται μια όμορφη θωριά. Επίσης, κατά μήκος των πλευρών, στα διάφορα πλεούμενα, υπήρχαν στο ενδιάμεσο κουπαστής και καταστρώματος κυρίως χαραγμένες λωρίδες – τα γκιουλβιά – επίσης για λόγους ομορφιάς. Ετούτα ήρθε να φιλοτεχνήσει με τον χρωστήρα του ο Θεόφιλος, γιατί οι καπεταναίοι της εποχής φρόντιζαν με κάθε λεπτομέρεια τον εξωραϊσμό των πλεούμενών τους. Η προεξοχή της πλώρης στις τράτες λεγόταν κάγκα και είχε τη σκοπιμότητά της, βοηθούσε την έξοδο στην ακρογιαλιά, όπως και την άνοδο, μετά το μάζεμα του συρόμενου διχτυού. Οι μακρινιτσιώτικες τράτες εκείνα τα χρόνια ήταν ονομαστές και ο Χριστόπουλος έχει ζωγραφίσει πολλές από αυτές, ενώ τις μνημονεύει αναλυτικά και στα χειρόγραφά του (Καψάλα, Κοντοζήση, Αγκρή, Καλορίζου κ.ά.). Προφανώς ο Θεόφιλος να είχε εργαστεί ανάλογα και σε άλλα πλεούμενα κατά την τριακονταετή παραμονή του στον Βόλο.

Λεπτομέρειες αυτής της συνάντησης στα 1911 – μεσούσης της δημιουργικής παρουσίας του Θεόφιλου στον Βόλο και στην περιοχή – δεν γνωρίζουμε, πέρα από την ενδιαφέρουσα πληροφορία πως ζωγράφιζε και πάνω σε πλεούμενα. Τότε ακόμη, όπως είπαμε, ο Χριστόπουλος δεν ασχολούταν με τη ζωγραφική, ώστε η συνάντηση να θεωρηθεί «καλλιτεχνική». Είχε όμως το μεράκι μέσα του, γιατί, όπως λέει, όταν έβλεπε κάποιο ενδιαφέρον πλεούμενο το σχεδίαζε με μολύβι γαλάζιο και κόκκινο. Δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτε από εκείνα τα πρωτόλεια ιχνογραφήματα, τα οποία αποτέλεσαν μια πρώτη «μαγιά» για την κατοπινή δημιουργία του, εκτός από ένα χειροποίητο τετράδιο, αρκετά μεταγενέστερο (1940), με «Σκέδια ηστηοφόρων», όταν ήδη είχε φιλοτεχνήσει τους πρώτους πίνακές του.

***

Υπάρχουν όμως και προφορικές καταθέσεις του Νίκου Χριστόπουλου για τον Θεόφιλο και τη γνωριμία τους, σε συνεντεύξεις που δόθηκαν σε δημοσιογράφους, όταν τον επισκέφτηκαν με αφορμή το ενδιαφέρον έργο του κατά τα τελευταία χρόνια του βίου του, και είναι βέβαια δημοσιευμένες σε περιοδικά της εποχής. Το άρθρο του Ιω. Ιωάννου με τίτλο «Ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου Ν. Χριστόπουλος – Ενας φίλος του Θεόφιλου» στοχεύει ακριβώς στην ανάδειξη της γνωριμίας των δύο λαϊκών καλλιτεχνών ( περ. Περιηγητική τ. 64, Απρίλιος 1964). Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Θυμάται τον Θεόφιλο, τότε στα 1911, όταν είχε έρθει στον ταρσανά για να ζωγραφίσει και λέει: «Απλός, αλλά πολύ φτωχός. Δεν τον τάιζε κανένας. Ο,τι του έδινες για φαγητό σου έλεγε ευχαριστώ»». Πρόκειται για την επίσκεψη στο ναυπηγείο το 1911 που μνημονεύεται και σε πίνακες, όπως είδαμε πιο πάνω, και ο Χριστόπουλος επισημαίνει την άθλια κατάσταση που ζούσε ο Θεόφιλος. Πιο αναλυτικός γίνεται ο Βολιώτης ζωγράφος στη συνέντευξή του στον Γιάννη Σκουρογιάννη (περ. Εικόνες τ. 474, 20/11/1964), που στον τίτλο του δημοσιεύματος μνημονεύεται πάλι σχέση με τον Θεόφιλο: «Στον Βόλο υπάρχουν ακόμα οι εραστές της τέχνης που μένει αγνή – Σαν τον Θεόφιλο». Εδώ σημειώνεται ανάμεσα στ’ άλλα: «Δεν μπορεί (σ.σ. ο Χριστόπουλος) βέβαια να πλησιάσει έναν Θεόφιλο και ούτε έχει τίποτε όμοιο η ζωγραφική τους. Μολονότι γνωρίστηκαν και έκαναν συντροφιά (έπιναν πότε – πότε κανένα τσιπουράκι όπως λέει), δεν ξέρει τίποτα από τη ζωγραφική του. Μιλά μόνον για τον Θεόφιλο – άνθρωπο: «Καλός, μα φτωχούλης ο κακομοίρης και λίγο τρελούτσικος. Γύριζε με τις μπογιές και τα πινέλα στο σελάχι, ενώ στις εθνικές γιορτές ντυνόταν Μεγαλέξαντρος και έσερνε πίσω του τη μαρίδα ντυμένους στρατιώτες. Κάπου τον έχω ζωγραφίσει κιόλας, όταν ήρθε στον ταρσανά στα Πευκάκια για να ζωγραφίσει την τράτα των εκ Μακρινίτσης αδελφών Καψάλα»».

Ετούτη η μαρτυρία φανερώνει πως εκτός από τη γνωστή πλέον επίσκεψη στον ταρσανά το 1911 για τον καλλωπισμό της τράτας, υπήρξαν και άλλες συναντήσεις Χριστόπουλου – Θεόφιλου.

Η γνωριμία των δύο λαϊκών ζωγράφων θεωρείται αδιαμφισβήτητη, αλλά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περισσότερες πτυχές της, πέρα από όσα γράφτηκαν πιο πάνω. Το δεδομένο πάντως είναι πως οι δύο τους αποτελούν το καταξιωμένο δίπολο στον τομέα τους για την περιοχή μας και όχι μόνο. Πολύ σωστά τους αποκαλεί ο Ποσειδώνας Μιχάλογλου «Διόσκουρους της λαϊκής μας ζωγραφικής».

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου