Γρηγόρης Καρταπάνης: «Θαλασσινή περιπέτεια»

γρηγόρης-καρταπάνης-θαλασσινή-περι-693389

Επίμονος και μεθοδικός ο γνωστός ιστοριοδίφης και συλλέκτης Νίκος Μαστρογιάννης, είχε την καλοσύνη να μου θέσει υπόψη πριν λίγο καιρό ένα ενδιαφέρον χειρόγραφο του 1921, στο οποίο περιγράφεται η επίπονη μετάβαση του συντάκτη του από τον Βόλο στη Χαλκίδα με πλοίο της γραμμής, λόγω σφοδρής κακοκαιρίας.

Συγγραφέας του αφηγήματος αυτού είναι ο Δήμος Ζήση Φέκκας από τη Μακρινίτσα. Το χειρόγραφο προέρχεται από το ενδιαφέρον και πλούσιο αρχείο του ίδιου – που τώρα κατέχει ο συνώνυμος εγγονός του – και εμπεριέχει αξιόλογα έγγραφα, ημερολόγια και πολλές φωτογραφίες από την πολύχρονη στράτευσή του, που διήρκεσε από το 1915 ώς το 1922 με κάποια ενδιάμεσα κενά κι ένα μέρος της το πέρασε αιχμάλωτος στο Γκέρλιτς της Γερμανίας (Σεπτέμβριος 1916 – τέλη 1918 ή αρχές 1919). Ο Δήμος Φέκκας γεννήθηκε στη Μακρινίτσα το 1893 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ζήση Φέκκα, οικοδόμου από το Πεντάλοφο Κοζάνης που ήρθε στο Πήλιο για εργασία και νυμφεύθηκε τη Μακρινιτσιώτισσα Σοφία Μητσάκη. Απέκτησε δύο γιους, τον Δήμο και τον Αλέξανδρο, διαμένοντας πλέον μόνιμα στη Μακρινίτσα.

Ο Δήμος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον γενέθλιο τόπο και όντας φιλομαθής απέκτησε γνώσεις Σχολαρχείου, γεγονός που φαίνεται και από το παρακάτω κείμενο. Σύμφωνα με το προσωπικό του «Φύλλον Μητρώου» κατετάγη στις 8/5/1915 και αφού βίωσε την οδυνηρή περιπέτεια του Δ’ Σώματος Στρατού στο Γκέρλιτς υπό του καθεστώτος της ιδιότυπης αιχμαλωσίας – «φιλοξενίας» (1916 – 1919) επέστρεψε μέσω Ιταλίας με χίλια βάσανα στην Ελλάδα, όπου στις 8/6/1919 εντάσσεται, ως «επανελθών εκ Γκέρλιτς», στο έμπεδο Πεζικού της Ι Μεραρχίας. Στις 26 του ίδιου μήνα μετατίθεται στο 28ο Σύνταγμα Πεζικού της Μεραρχίας Σμύρνης και μεταβαίνει στη Μικρά Ασία για ν’ απολυθεί στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις 20 Μαρτίου του 1921 επιστρατεύεται πάλι ως έφεδρος δεκανέας και λίγο αργότερα κρίνεται βοηθητικός λόγω παλιάς του πάθησης για ν’ απολυθεί οριστικά στις 30/9/1922 μετά την τραγική ολοκλήρωση της μικρασιατικής περιπέτειας. Ενδιάμεσα, κατά το διάλειμμά του ως πολίτης νυμφεύθηκε στα 1920 τη Μαρία Χράπαλου, με την οποία στη συνέχεια απέκτησαν εφτά παιδιά. Ως απόφοιτος Σχολαρχείου, διετέλεσε γραμματέας της Κοινότητας Μακρινίτσας από το 1935 ώς το 1966 και απεβίωσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του το 1973, σε ηλικία 80 ετών. Τα βιογραφικά στοιχεία παραχωρήθηκαν από τον εγγονό του Δήμο Φέκκα κάτοχο, όπως είπαμε, του αρχείου.

***

Το χειρόγραφο του Δήμου Φέκκα που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια επιγράφεται «θαλασσινή περιπέτεια» και αποτελείται από 5 χειρόγραφες σελίδες (η πέμπτη δεν είναι πλήρης) σε γραμμωτό χαρτί διαστ. 26χ18 εκ. Περιγράφεται το περιπετειώδες ταξίδι τού συντάκτη του από τον Βόλο στη Χαλκίδα κατά την επιστροφή στη Μονάδα του, στην Αθήνα με το ατμόπλοιο «Αμβρακία», έπειτα από κάποια άδειά του. Από τον γραφικό χαρακτήρα, την απουσία ορθογραφικών ή συντακτικών λαθών, αλλά και τη ροή του γραπτού λόγου γενικά τεκμαίρεται η μόρφωση του αφηγητή. Η γλώσσα τού κειμένου είναι μια βατή καθαρεύουσα της εποχής, δίχως δυσνόητα σημεία και ακρότητες. Ρεαλιστική η περιγραφή του κοπιώδους ταξιδιού, με ύφος γλαφυρό και παραστατικό, παρά τις όποιες υπερβολές που θεωρούνται δικαιολογημένες, προϊόν του φόβου σε μια σφοδρή κακοκαιρία. Η ανάγνωση είναι ευχάριστη και κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον. Αρχικά ο συντάκτης του κειμένου αναφέρεται το σχετικά ήσυχο ταξίδι ώς το Τρίκερι. Ακολούθως, περιγράφει την επιδείνωση του καιρού, ιδίως μετά τον απόπλου από τους Ωρεούς και την πάλη με τα κύματα στον Δίαυλο των Ωρεών και στη συνέχεια στον Βόρειο Ευβοϊκό, όπου πραγματικά ο κίνδυνος ναυαγίου υπήρξε σοβαρότατος. Οι συμπεριφορές των τρομοκρατημένων επιβατών, αλλά και των ζώων στο κατάστρωμα αποδίδονται παραστατικά, παράλληλα με τις προσπάθειες καπετάνιου και πληρώματος, προκειμένου ν’ αποφευχθούν τα χειρότερα. Ο κατάπλους στη Χαλκίδα εκλαμβάνεται ως σωτηρία και πολλοί επιβάτες, ανάμεσά τους κι ο αφηγητής του ταξιδιού, συνεχίζουν για την Αθήνα με τον σιδηρόδρομο:

«ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ»

Την 8ην του μηνός Νοεμβρίου του έτους 1921 ληξάσης της κανονικής μου αδείας επρόκειτο να αναχωρήσω πάλιν δι’ Αθήνας και παρουσιασθώ εις το Σώμα εις ο ανήκα. Το εσπέρας της ημέρας ταύτης ανεχώρει το ατμόπλοιον «Αμβρακία» διά Πειραιά, του οποίου το δρομολόγιον είχεν ως εξής. Θα διήρχετο τους Ωρεούς, Αιδηψόν, Λίμνην, Χαλκίδαν και ακολούθως εις Πειραιά. Περί ώραν 7ηνμ.μ. ευρισκόμην εν τω ατμοπλοίω. Εισιτήριον είχον εκδώσει Β! θέσεως ην και κατέλαβον. Το σύνολο των επιβατών ανήρχετο εις 200 περίπου. Εκτός τούτων ευρίσκοντο εν τω καταστρώματι 50 βόες και 150 πρόβατα. Ο καιρός την ημέραν εκείνην ήτο βροχερός και ήσυχος. Ακριβώς την 8ηνμ.μ. μετά τον τρίτον συριγμόν ανέσυραν την άγκυραν μεθ’ ο ο κτύπος της έλικος έδωκε να εννοήσωμεν ότι απομακρυνόμεθα της αποβάθρας και μετ’ ολίγον ευρισκόμεθα έξω του λιμένος.

Τότε πλέον ο κτύπος της έλικος ήτο τακτικός, σημείον ότι είχομεν εισέλθει εις την τακτικήν πορείαν. Είχομεν φθάσει εις το στενό των Τρικκέρων οπότε παρετηρήθη ταλάντωσις του ατμοπλοίου επαισθητή και δεν ηδύνατο κανείς να σταθή εις τους πόδας. Κατά την διάρκειαν του δείπνου ήρχισαν πολλοί να ωχριώσι, προ πάντων αι κυρίαι. Αι φιάλαι, τα ποτήρια και τα λοιπά σκεύη έπεσαν εκ της τραπέζης και εθρυμματίσθησαν. Η ταλάντωσις προς τα πλάγια ήτο μεγάλη και τούτο διότι έξωθι των Τρικκέρων η θάλασσα ήτο αρκετά ταραγμένη αλλά τούτο δεν διήρκεσεν επί πολύ καθόσον αμέσως το ατμόπλοιον εσταμάτησεν εις Ωρεούς, οπότε ησυχάσαμεν ολίγον. Η ώρα ήτο ακριβώς 12 μ.μ. ο καιρός ήρχισε να χειροτερεύη, λεπτή δε βροχή και αήρ δυνατός με τον οποίον εσχηματίσθη τρομερά θύελλα. Πολλοί εκ των επιβατών συνέστησαν εις τον πλοίαρχον όπως μη συνεχίση το ταξείδιον διά τον φόβον ναυαγίου τη νύκτα. Ο πλοίαρχος όμως δεν συνεμμορφώθη εις τας συστάσεις ταύτας μη υπολογίζων άλλως τε ότι εις τόσον στενήν θάλασσαν θα συνέβαινε δυστύχημα τι. Περί την 1ην μετά μεσονύκτιον το ατμόπλοιον εξεκίνησεν.

Ο καιρός εξακολουθεί ο αυτός τουναντίον μάλιστα την λεπτήν βροχήν επακολουθεί χονδρή τοιαύτη, ο αηρ δε μετετράπη εις αγριώτερον και ψυχρότερον, παρετηρήθη μάλιστα μετά πάροδον 2 ωρών από της εκκινήσεώς μας εξ Ωρεών φοβερά χιονοθύελλα. Την 3ην πρωινήν το ατμόπλοιον διήλθε την Αιδηψόν και χωρίς να σταματήση εξηκολούθησε τον πλούν προς την Χαλκίδα. Ήδη πλησιάζομεν εις την θέσιν ονομαζομένην «Καντήλι». Εδώ ο καιρός μετετράπη εις αγριώτερον, εντός της κοίτης ήτο αδύνατον να κλείση τις τους οφθαλμούς. Ήτο άξιον απορίας πώς τα ολίγα βρέφη όπου ευρίσκοντο, εκοιμώντο τόσον ευχαρίστως λικνιζόμενα. Η θάλασσα εβρυχάτο αγρίως. Επί του καταστρώματος επεκράτει η συνήθης ζωηρότης ηκούγοντο συριγμοί, αλλεπάλληλα προστάγματα και εν γένει το σκάφος έτριζε.

Μετά πολλού κόπου επιβάται τινές εκ των οποίων και εγώ ανήλθομεν εις το κατάστρωμα και ίδωμεν τι συμβαίνει. «Είνε θύελλα και τρομερά μάλιστα» παρετήρησε τις. Και πραγματικώς η θάλασσα έβραζεν ως το ύδωρ εν τω λέβητι. Τα κύματα άτακτα ανυψούντο πολλά μέτρα υπεράνω του πλοίου, απειλούντα να κατακύκλωσιν αυτό, αλλά προσκρούοντα εις το σκάφος εξερηγνύοντο και εχάνοντο υπό το πλοίον και άλλοτε μεν έρριπτον αυτό υψηλά, άλλοτε δε προς το βάθος. Η θάλασσα λόγω του σκότους εφαίνετο κατάμαυρη ως πίσσα.

Αυτή δεν ήτο θύελλα, αλλά κάτι περισσότερον. Εν τω σκότειδι έλαμπεν το αμυδρόν φως φανού τινός, ηκούγετο κατά διαλείμματα υπόκωφος ο μυκηθμός των βοών και το βέλασμα των προβάτων. Η επικρατούσα σύγχυσις ενέπνεε τρόμον. Οι επιβάται ίσταντο εν γωνία τινί του καταστρώματος κρατούμενοι ισχυρώς εκ των εξαρτίων, διότι ήτο αδύνατον να σταθή τις εις τας πόδας, βροχή δε μετά χιόνος απετύφλου τους οφθαλμούς μας. Αίφνης ισχυρά προς τα δεξιά ταλάντωσις του σκάφους παρετηρήθη και πλέον των 100 προβάτων εκρημνίσθησαν εις την θάλασσαν. Δευτέρα, ισχυροτέρα ταλάντευσις και το σκάφος λόγω του ότι οι βόες συνεσωρεύθησαν προς την πλευράν ταύτην κατέστη αδύνατον προς στιγμήν να επανέλθει εις την ισορροπίαν του. Οι επιβάται όλοι κρεμασμένοι εκ των εξαρτίων της αντιθέτου πλευράς. Τα ύδατα επωφεληθέντα της ευκαιρίας ταύτης ήρχισαν ποταμηδόν να εισέρχονται εις την μηχανήν και μετ’ ολίγον η κίνησις έπαυσε. Ήδη το πλοίον έμεινεν έρμαιον των κυμάτων. Εν τω μεταξύ έτρεξεν ο πλοίαρχος τεταραγμένος ή μάλλον εξηγριωμένος και διατάσσει τους ναύτας όπως θέσουν εις ενέργειαν τας τρόμπας διά την εξαγωγήν του εκ της μηχανής εισέλθοντος ύδατος. Οι ναύται πυρετωδώς κατεγίνοντο εις την υπηρεσίαν ταύτην, ημείς δε ανελάβομεν την μεταφοράν των βοών εις την αντίθετον πλευράν. Αφού η μηχανή εξεκενώθη, αμέσως 2 δοχεία πετρέλαιον ερρίφθησαν εις τον λέβητα και μετ’ ολίγα λεπτά το πλοίον ετέθη πάλιν εις κίνησιν. Ανεπνεύσαμεν ολίγον.

Η θύελλα όμως όχι μόνον δεν εμετριάσθη αλλ’ απεναντίας εξηγριούτο από στιγμής εις στιγμήν. Νέα ισχυρά ταλάντευσις του σκάφους παρετηρήθη και νέα είσοδος των υδάτων εις την μηχανήν. Οι βόες εκ νέου συνεσωρεύθησαν εις την πλευράν ταύτην. Λόγω της ισχυράς ταύτης ταλαντεύσεως νεκρική σιγή επεκράτησεν, ως να είχεν απλώσει εφ’ ημάς τα πτερά ο άγγελος του θανάτου. Αλλά δεν ήργησεν πολύ να εκραγή ο κοπετός και η απελπισία. Άπαντες άνδρες και γυναίκες, γονυπετείς προσηύχοντο. Τας δεήσεις ταύτας διέκοπτον το βέλασμα των ολίγων απομεινάντων προβάτων, ο μυκηθμός των βοών και ο άγριος θόρυβος των κυμάτων. Αι γυναίκες ήσαν λιπόθυμοι ως και τα βρέφη. Εκάστη στιγμή ήτο αιών και οι αιώνες ούτοι δεν είχον τέλος. Να αποθνήσκει τις εκάστην στιγμήν και να μην αποθνήσκει είνε η φοβερωτέρα αγωνία. Επί τέλους λόγω της απελπισίας αι καρδίαι μας επωρώθησαν και πάντες επεριμένομεν εν σιγή τον θάνατον και μόνον κατά διαλείμματα ηκούοντο οι γόοι των μητέρων σφίγγοντες εις τας αγκάλας των τα μικρά βρέφη των. Επί του καταστρώματος βαθύ σκότος επεκράτει.

Η θάλασσα μαύρη ως πίσσα παρίστα φοβερόν θέαμα και μάλιστα εις τον αναλογιζόμενον ότι αυτό ήτο το κοινοτάφιον ημών. Αίφνης το πλοίο ηγέρθη και έκλινε προς την αριστεράν πλευράν. Νέα πυρετώδης εργασία των ναυτών και το εισελθόν εν τη μηχανή ύδωρ, εξήχθη και το πλοίον πάλιν ετέθη εις κίνησιν. Η ώρα ήτο 6η πρωινή της 9ης Νοεμβρίου και η θύελλα αρχίζει να κατευνάζεται, ηκούσθη δε παρήγορος η φωνή του πλοιάρχου ότι διεφύγομεν τον κίνδυνον. Μετ’ ολίγον διελύετο το σκότος και ότε επροχώρησεν η αυγή, ηδυνήθημεν να διακρίνωμεν έμπροσθέν μας μελανά νέφη άτινα εκάλυπτον τον ορίζοντα. Μετά ημίσιαν ώραν το πλοίον εισήρχετο εις τον λιμένα της Χαλκίδος. Αι εκδηλώσεις της χαράς ήσαν ατελεύτητοι. Αμέσως απεβιβάσθημεν εις Χαλκίδα και εκείθεν σιδηροδρομικώς μετέβην εις Αθήνας».

Θα ήθελα να καταθέσω κάποιες επισημάνσεις πάνω στο αφήγημα του Μακρινιτσιώτη στρατιώτη που αν και βουνίσιος μας δίνει μια αληθινή και γλαφυρή, θαλασσινού περιεχομένου, κατάθεση. Με την παρατηρητικότητα που τον διακρίνει στην περιγραφή του, αποτυπώνει, ακούσια ίσως, κάποιες αρνητικές καταστάσεις της ακτοπλοϊκής δραστηριότητας. Όπως η εκτέλεση δρομολογίων με ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες. Το «απαγορευτικό απόπλου» θεσπίστηκε πολύ αργότερα και έως τότε ο απόπλους αποτελούσε απόφαση του πλοιάρχου που βέβαια πιεζόταν από την εταιρεία για απρόσκοπτη εκτέλεση δρομολογίων στο πλαίσιο του γενικότερου ανταγωνισμού, αλλά και στον βωμό του κέρδους. Τα παλιά συνήθως ατμόπλοια πραγματοποιούσαν συνεχή ταξίδια εκατοντάδων μιλίων υπερβαίνοντας κατά κανόνα τις δυνατότητές τους. Δεν είναι λίγα τα ναυάγια και τα διάφορα ατυχήματα που προήλθαν από τέτοιες συμπεριφορές. Επίσης τα πλοία της ακτοπλοϊκής μετέφεραν εκτός από επιβάτες και «εμπορεύματα καταστρώματος». Δεν ήταν λίγες οι φορές που στην κουβέρτα των καραβιών «μαντρώνονταν» κοπάδια ζώων, όπως και στο παραπάνω αφήγημα, η αντίδραση των οποίων μπορούσε να προκαλέσει δυσάρεστες καταστάσεις. Το ατμόπλοιο «Αμβρακία» που εκτελούσε δρομολόγια από τον Βόλο τουλάχιστον για δύο δεκαετίες, εκείνη την εποχή (1921) ανήκε στην Κορινθιακή Ατμοπλοΐα. Αργότερα (1930) εντάχθηκε στην Ατμοπλοΐα Παγασητικού και στις 25/10/1939 προσάραξε και ημιβυθίστηκε στη Λιχάδα κατά την εκτέλεση του ίδιου, με το παραπάνω, δρομολογίου. Και αυτή τη φορά μετέφερε μεγάλο αριθμό προβάτων τα οποία, κατά τη διάρκεια του τραγικού συμβάντος, τρομοκρατημένα άρχισαν να τρέχουν παρασύροντας και κάποιους επιβάτες από τους οποίους ένας – δύο απωλέστηκαν.

Γι’ αυτό το αφήγημα του Μακρινιτσιώτη Δήμου Φέκκα, πέρα από τη γλαφυρή περιγραφή του ταξιδιού, κάτω από ακραίες καιρικές συνθήκες, μας δίνει και αρνητικές πτυχές της ακτοπλοϊκής δραστηριότητας.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου