Γρ. Καρταπάνης: Η απελευθέρωση του Βόλου από τον τουρκικό ζυγό

γρ-καρταπάνης-η-απελευθέρωση-του-βόλο-834618

Η λεωφόρος που ενώνει το κέντρο του Βόλου με τη Νέα Ιωνία οφείλει την ονοματοθεσία της στην απελευθέρωση της πόλης από τον τουρκικό ζυγό στις 2 Νοεμβρίου 1881. Αγνωστος βέβαια παραμένει ο αριθμός εκείνων που γνωρίζουν την αιτία της ονομασίας αυτού του κεντρικού δρόμου – προέκταση της Δημητριάδος – αλλά ας μην ασχοληθούμε με τούτο, αν και δεν είναι ό,τι καλύτερο η άγνοια της τοπικής μας ιστορίας.

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (εκτός της Ελασσόνας) και τμήματος της Ηπείρου (Αρτα) το 1881 στο Ελληνικό Κράτος υπήρξε προϊόν του συνεδρίου στο Βερολίνο, τρία χρόνια νωρίτερα, όπου οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία) έλαβαν κάποιες αποφάσεις, με πρωταρχικό γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα. Το εδαφικό όφελος για την Ελλάδα, που παρέμενε σχεδόν στα όρια του 1830, αναμφίβολα θεωρείται σημαντικό και αποτελεί την πρώτη προσάρτηση ηπειρωτικών εδαφών, αφού είχε προηγηθεί η παραχώρηση των Ιονίων Νήσων από την Αγγλία το 1864.Ομως, ξέχωρα από τις διαβουλεύσεις και τις βουλές των ’’μεγάλων’’, σπουδαίο ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε και το επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία. Με σκληρούς αγώνες διατρανώθηκε το αίτημα της απελευθέρωσης των υπόδουλων τμημάτων, έστω κι αν αυτοί δεν είχαν νικηφόρα κατάληξη. Δρομολόγησαν όμως μια σειρά εξελίξεων, που σε συνδυασμό με το διεθνώς διαμορφούμενο κλίμα και τις επιδιώξεις των ισχυρών της εποχής, οδήγησαν στο ποθητό αποτέλεσμα.

Τα γεγονότα, όσον αφορά τον διπλωματικό τομέα, δεν εξελίχθηκαν από την αρχή ομαλά, ούτε η πορεία ίσαμε την τελική απόφαση υπήρξε αβίαστη, δίχως εμπόδια και αντιδράσεις. Το συνέδριο του Βερολίνου διεξήχθη τον Ιούνιο του 1878, αλλά ακολούθησαν έντονες και χρονοβόρες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, ώσπου να καμφθεί η στάση κυρίως της Αγγλίας, αλλά και να επιτευχθεί η αποδοχή των όρων της συνθήκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πολιτική της Βρετανίας εκείνη την εποχή ήταν ενάντια στις ελληνικές θέσεις, με παροχή βοήθειας προς την Τουρκία για δικό της όφελος. Τη διαφοροποίηση σε αυτή τη στάση την έδωσε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου η νικήτρια του ρωσοτουρκικού πολέμου Ρωσία με τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας πετύχαινε την απρόσκοπτη διέλευση των στενών του Βοσπόρου. Κάπου λοιπόν, έπρεπε να υπάρξει ένας περιορισμός, γιατί καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έβλεπε με καλό μάτι τη ρωσική κάθοδο στις νότιες θάλασσες. Ετσι η κοινή αντίδραση οδήγησε σε μια διαφοροποίηση των πραγμάτων και ανάμεσα στα άλλα αποφασίστηκε και η παραχώρηση εδαφών στην Ελλάδα ως αντίβαρο στον βουλγαρικό (και ρωσικό) επεκτατισμό. Σε τούτο συνέβαλε κυρίως η γαλλική πολιτική που υποστήριξε περισσότερο από όλους τα ελληνικά αιτήματα, όχι τόσο από φιλελληνισμό, αλλά εξαιτίας της παραδοσιακής της κόντρας με την Αγγλία. Η τελευταία αναγκάστηκε έπειτα από πιέσεις πολλών μηνών να συμφωνήσει, αν και δεν ήθελε να αδικήσει τους ’’γείτονές μας’’, υπήρχε όμως η ενοχλητική και για αυτήν παρουσία της Ρωσίας. Πάντως με το επιχείρημα της βοήθειας προς την Τουρκία κατάφερε να αποσπάσει την Κύπρο.

****

Πέρα όμως από τις επίσημες διπλωματικές ενέργειες και τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, έχουμε και τα πολεμικά γεγονότα που προηγήθηκαν, ώστε να ευοδωθούν

τα πράγματα. Ο πόθος της απελευθέρωσης των υπόδουλων εδαφών υπήρξε δεδομένος από τη στιγμή που οριοθετήθηκε στη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού το κολοβό Ελληνικό Κράτος του 1830. Επρεπε βέβαια να ωριμάσουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, για να προχωρήσει μια τέτοια προσπάθεια. Το επαναστατικό κίνημα του 1854 απέτυχε, αφού οι διεθνείς συγκυρίες καθιστούσαν απαγορευτικό το εγχείρημα.

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα η κατάσταση επέτρεπε μια μεγαλύτερη αισιοδοξία για το ίδιο θέμα, αν και αρχικά δεν φαινόταν πως είχαν αλλάξει και πολλά. Χωρίς αγώνες και θυσίες δεν κερδίζεται τίποτα, ούτε αποφέρουν ουσιαστικό και θετικό αποτέλεσμα οι συζητήσεις τρίτων από μόνες τους, δίχως και τη δική σου συμβολή. Με την ολοκλήρωση της επανάστασης του 1878, έστω κι αν σε επιχειρησιακό επίπεδο το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, ευαισθητοποιήθηκε η προοδευτική κοινή γνώμη στην Ευρώπη, αποτελώντας έτσι μια καλή εξέλιξη για τα ελληνικά δίκαια. Κι αφού και τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών της εποχής κινούνταν στην ίδια περίπου κατεύθυνση, πραγματοποιήθηκε τρία χρόνια αργότερα η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Αρτας στην Ηπειρο.

Θα εστιάσουμε την προσοχή μας, σχετικά με τα γεγονότα της επανάστασης του 1878, στην περιοχή μας (Πήλιο), όπου και διεξήχθησαν οι περισσότερες επιχειρήσεις με αποκορύφωμα τις δύο μάχες στη Μακρινίτσα. Βέβαια και στην περιοχή της Αγιάς έγιναν αρκετές συγκρούσεις, όπως επίσης και στη Δυτική Θεσσαλία (Καρδίτσα, Αγραφα κ.α.).

Παρά την πλημμελή οργάνωση του κινήματος από το ελεύθερο κράτος, την έλλειψη κεντρικής διοίκησης και οργανωμένου σχεδίου τα ένοπλα σώματα πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση, έστω κι αν ο συντονισμός μεταξύ τους ήταν ελάχιστος. Από τα τέλη του 1877 ξεκίνησε η μεταφορά επαναστατών που αποβιβάστηκαν στο Νότιο Πήλιο, με αρχηγό τον Λεωνίδα Βούλγαρη. Ολα τα χωριά άρχισαν να ξεσηκώνονται και ένοπλες ομάδες από ντόπιους και μη ενώνονταν στον κοινό αγώνα. Ανεμος ελευθερίας έπνευσε σε όλη την περιοχή, παρά την αρνητική στάση που τήρησαν οι προύχοντες και οι κοτζαμπάσηδες. Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος με τον αιχμηρό του λόγο κατακρίνει με βαρείς χαρακτηρισμούς την φιλότουρκη στάση τους, (Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς σελ. 922 έως 933) τόσο κατά τη διάρκεια του κινήματος, όσο και μετά την επικράτηση των Τούρκων. Αποκορύφωμα των πολεμικών επιχειρήσεων υπήρξαν οι δύο μάχες στη Μακρινίτσα στις 6/2/1878 και 15 – 17/3/1878, που ήταν και η τελευταία της επανάστασης.

Κατά την πρώτη μάχη, όπως γνωρίζουμε, συμμετείχαν με ουσιαστική συνεισφορά και οι γυναίκες του χωριού, που πολέμησαν με παροιμιώδη γενναιότητα (Μαργαρίτα Μπασδέκη, Σουίπαινα κ.ά.). Παρά την αμφίβολη έκβασή της και τα προβλήματα μεταξύ των ένοπλων τμημάτων, οι Τούρκοι θορυβήθηκαν και δεν συνέχισαν την προσπάθεια για κατάληψη του χωριού, αλλά συμπτύχθηκαν στο Κάστρο του Βόλου. Στη δεύτερη μάχη – την πιο συγκλονιστική και διαρκέστερη – μας δίνονται στοιχεία μεγάλου ηρωισμού από τις προσπάθειες των Ελλήνων να αποκρούσουν τους εχθρούς και να κρατήσουν τις θέσεις τους. Αν και επικρατούσε πολλές φορές ασυνεννοησία μεταξύ των διαφόρων σωμάτων, κάθε σπιθαμή γης πληρώθηκε με βαρύ τίμημα από τους επιτιθέμενους, οι οποίοι διέθεταν σαφώς ισχυρότερες δυνάμεις, σε αριθμούς και εξοπλισμό, όπως επίσης και πυροβολικό. Γι’ αυτό και επιδόθηκαν σε σφαγές μετά την είσοδό τους στη Μακρινίτσα και στην Πορταριά. Και κάπου εκεί έσβησε το κίνημα. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες συγκαταλέγεται και ο Αγγλος δημοσιογράφος των «Times» Κάρολος Ογλ που είχε συνταχθεί με του Ελληνες και έστελνε ανταποκρίσεις, υπερασπίζοντας την προσπάθειά τους. Ενδιαφέροντα είναι τα όσα αναφέρει ο Γιάνης Κορδάτος για το ’’διπλό παιχνίδι’’ των «Times» και της αγγλικής πολιτικής, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και με αποκλειστικό σκοπό τα αγγλικά και μόνο συμφέροντα (Οπ. π. σελ. 923). Μάλιστα το γεγονός της σφαγής του Ογλ επιχειρήθηκε να αποδοθεί στους επαναστάτες, όταν η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε υπέρ της Ελλάδας και δόθηκε εντολή στον Αγγλο πρόξενο του Βόλου Μπόρελ να συντάξει σχετική αναφορά. Αλλά εκείνος, όντας έντιμος και φιλέλληνας, αρνήθηκε ’’ να διαπράξη την ατιμίαν αυτήν’’. Παράλληλα η αγγλική διπλωματία στη χώρα μας καθησύχαζε τους επαναστάτες ότι θα δοθεί ειρηνική λύση και να πάψουν τις εχθροπραξίες.

Εκτός από την εξιστόρηση του Κορδάτου, ιδιαίτερα κατατοπιστικά για τα γεγονότα είναι τα έργα: α) Μ.Σείζάνη, ’’Η επανάστασις του 1878’’ και β) Ν. Γατζόπουλου,’’Πολεμικαί σελίδες’’.

Οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου άργησαν να υλοποιηθούν, όπως είπαμε, από τις αντιρρήσεις των Αγγλων και τις δυστροπίες των Τούρκων. Πήρε κάπου τρία χρόνια για να αρχίσει η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τα εδάφη που θα προσαρτιόνταν στην ελληνική επικράτεια. Τον Ιούνιο του 1881 απελευθερώθηκε αρχικά η περιοχή της Αρτας και στη συνέχεια σταδιακά όλες οι θεσσαλικές πόλεις, με τελευταίο τον Βόλο στις 2 Νοεμβρίου 1881. Η είσοδος του στρατού υπό τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο συνοδεύτηκε με πανηγυρικές εκδηλώσεις από το σύνολο του πληθυσμού. Ολος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί κλαίγοντας από χαρά και επευφημώντας, ένα πραγματικό παραλήρημα ενθουσιασμού για το σπουδαίο γεγονός. Και όχι άδικα. Δεν ήταν και μικρό πράμα η αποχώρηση του ξένου δυνάστη, έπειτα από τεσσερισήμισι αιώνες κατοχής. Ανάλογες εκδηλώσεις έγιναν και σε όλα τα χωριά του Πηλίου. Οι μόνοι που κρατούσαν επιφυλακτική στάση, μέσα στο γιορτινό κλίμα, ήταν οι προύχοντες, όπως αναφέρει ο Κορδάτος, οι οποίοι τα είχαν βρει με τον κατακτητή και δυσπιστούσαν στην καινούργια κατάσταση που διαμορφωνόταν.

Ο Βόλος το 1881 ήταν μια ανερχόμενη, μικρή εμπορική πόλη, με προοπτικές δημιουργίας σπουδαίου λιμανιού στα βόρεια σύνορα -τότε – του Κράτους. Η ανάπτυξη, που ήδη είχε αρχίσει από τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα θα ακολουθούσε σαφώς ταχύτερους ρυθμούς, κάτι που φάνηκε αμέσως τα κατοπινά χρόνια. Ακόμη, πριν από την απελευθέρωση, είχε ξεκινήσει η επιχωμάτωση στα αβαθή της παραλίας, μπροστά από το νέο αναπτυσσόμενο τμήμα της πόλης, για να συνεχιστεί και να αποτελέσει κατά κάποιο τρόπο την απαρχή της διαμόρφωσης του λιμανιού. Με τα λιμενικά έργα, η έναρξη των οποίων έγινε το 1892, κατασκευάστηκε λιμάνι ικανό για τις ανάγκες που παρουσιάζονταν.

Σύμφωνα με την επισήμανση της καθηγήτριας της Πολεοδομίας Βίλμας Χαστάογλου η πόλη του Βόλου κατά τον χρόνο της ενσωμάτωσης στο Ελληνικό Κράτος παρουσίαζε το μοναδικό φαινόμενο στην Ελλάδα της «διπλής» πόλης. Ανάμεσα στον «παλιό πυρήνα», το Κάστρο δηλαδή και το καινούργιο τμήμα που συνεχώς επεκτεινόταν, δεν υπήρχε καμία απολύτως επαφή και συνέχεια, αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης και της νέας πολεοδομικής αντίληψης. Η ένταξη των ’’Παλαιών’’ στον ενιαίο πια πολεοδομικό ιστό θα έρθει σιγά σιγά τα επόμενα χρόνια, με την επέκταση της πόλης και θα αμβλυνθεί η κραυγαλέα αρχική διαφοροποίηση.

Η πρώτη απογραφή του 1881 κατέγραψε 4.987 κατοίκους, από τους οποίους οι 600 ήταν Οθωμανοί που διέμεναν στο Κάστρο και 300 Εβραίοι. Ενδεικτικό της αλματώδους ανάπτυξης που ακολούθησε αποτελεί και η κατακόρυφη άνοδος του πληθυσμού που τετραπλασιάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Και βέβαια συνεχίστηκε στην επόμενη εκατονταετηρίδα.

Οι λεπτομέρειες για τα πρώτα βήματα του ελεύθερου Βόλου είναι γνωστές, καταγραμμένες σε τεκμηριωμένα έργα έγκριτων ερευνητών. Η δική μας μικρή καταγραφή έχει τον χαρακτήρα της επετειακής υπενθύμισης, παρουσιάζοντας κάποιες πτυχές των γεγονότων που οδήγησαν στην απελευθέρωση. Για να θυμόμαστε πως η οδός 2ας Νοεμβρίου παραπέμπει στην απαρχή του ελεύθερου βίου της πόλης μας.

Γρηγόρης Καρταπάνης

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου