Γρηγόρης Καρταπάνης: Τα στιχάκια της σκοπιάς

γρηγόρης-καρταπάνης-τα-στιχάκια-της-σ-48907

Η «γλώσσα των τοίχων» στο στρατό αποτελεί ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που έχει κατά καιρούς απασχολήσει διάφορους μελετητές. Ως αντικείμενο έρευνας ετούτη η έμμετρη, κατά κύριο λόγο, δημιουργία προσεγγίζεται από διαφορετικές οπτικές, με την εξαγωγή χρήσιμων θέσεων, σχολίων και συμπερασμάτων, πέρα από την απλή καταγραφή ή ταξινόμησή της. Η μελέτη του θέματος, ως ανάγκη έκφρασης του στρατευμένου νέου, προχωρά σε ενδιαφέρουσες ψυχολογικές επισημάνσεις, κοινωνιολογικές προεκτάσεις, πνευματικές –ίσως- αναζητήσεις και διερεύνηση κάθε πτυχής που άπτεται εν γένει της στρατιωτικής ζωής και συμπεριφοράς. Ενδιαφέρουσα πάνω στο θέμα είναι η συλλογή – μελέτη του Γιώργη Έξαρχου «Το καλό τετράδιο του φαντάρου» Εκδ. Ντέφι, 1986.

Στο παρόν σημείωμα δεν υπάρχει βέβαια πρόθεση για οποιαδήποτε προσέγγιση και ανάλυση του θέματος. Άλλωστε ο γράφων δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις για κάτι τέτοιο. Στις αράδες που ακολουθούν απλώς καταγράφονται ορισμένες από τις έμμετρες δημιουργίες που κατάφερε να συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Πολεμικό Ναυτικό, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στους τοίχους των δύο δυσπρόσιτων φυλακίων του Τμήματος Υφάλων Όπλων της Αμφιάλης, στις υπώρειες του Σχιστού, την «Τορπιλαποθήκη» και τον «Προβολέα». Ο ποιητικός οίστρος των ναυτών του πληρώματος της εν λόγω υπηρεσίας, διοχετεύονταν με αυτόν τον τρόπο, ώστε να γίνεται κτήμα όλων και να ικανοποιείται η ανάγκη έκφρασης κι εξωτερίκευσης απόψεων και συναισθημάτων. Αφορμές για στιχουργηματικές αποδόσεις καταστάσεων, και συμβάντων, ευτράπελων κυρίως, πάντοτε προέκυπταν στην πολυποίκιλη καθημερινότητα. Η έμπνευση ερχόταν αβίαστα με τη στοιχειώδη γνώση ποιητικών κανόνων, την ευρηματικότητα και την διάθεση κατάθεσης σκέψεων η έμμετρη λαϊκή δημιουργία γίνονταν πραγματικότητα. Από το σύνολο των καταγραφών στα ντουβάρια των δύο φυλακίων, επιλέγουμε τα πιο ενδιαφέροντα πονήματα μαζί με τη σύντομη προϊστορία τους – δηλαδή την αφορμή από την οποία προέκυψαν- αλλά και τα ενδεχόμενα επακόλουθα που επέφεραν. Αν και απορρίπτουμε ευθέως τη λογοκρισία, μολαταύτα αποφεύγουμε να δημοσιοποιήσουμε στιχουργήματα με υβριστικές εκφράσεις ιδιάζουσες ερωτικές προτιμήσεις, χονδροειδείς και άκομψους χαρακτηρισμούς. Επίσης δεν πρέπει να λησμονούμε πως αυτού του είδους οι γραφές εμπεριέχουν τα στοιχεία της εντοπιότητας και της επικαιρότητας, οπότε γίνεται αντιληπτό ότι η απήχησή τους ήταν άμεση σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, ενώ σήμερα μπορεί να μοιάζουν αδιάφορα. Ας παραθέσουμε λοιπόν μια δειγματοληψία από τα «στιχάκια της σκοπιάς», όπως τα ονομάζαμε τότε, μιας και γράφονταν στους τοίχους των φυλακίων κατά τη διάρκεια της βάρδιας.

***

Κάποιος νέος ναύτης, μόλις είχε έρθει στην υπηρεσία, σε μια από τις πρώτες βάρδιες του στην Τορπιλαποθήκη, έγραψε στον τοίχο τα γνωστά δίστιχα που συνήθως λένε οι απολυόμενοι ναύτες:

Δεν κοιμάμαι πια τα βράδια

Απολύομαι στραβάδια

Δεν μου κάνουνε τα ρούχα

Απολύομαι κληρούχα

Είδα στον ύπνο μου ελάφια

Απολύομαι πιλάφια (σ.σ. μόνιμοι υπαξιωματικοί)

Και από κάτω έγραψε την κληρουχία του, οπότε αυτό προκάλεσε την αντίδραση ενός «μπάρμπα – ναύτη» που έμπαινε σε σειρά απολύσεως και που τον αποστόμωσε ανάλογα:

Είσαι μόνο ένα στραβάδι

Μέσα από το κοπάδι

Να σου κάνουνε τα ρούχα

Αδυνάτισε κληρούχα

Και αν είδες και ελάφι

Έχεις χρόνο σαν πιλάφι (δηλ. σαν να είναι μόνιμος)

***

Οι επιλήψιμες συμπεριφορές ναυτών που επεδίωκαν να καλοπιάνουν τους ανωτέρους τους με σκοπό προσωπικά τους οφέλη, πάντοτε προκαλούσαν αντιδράσεις στο υγιές πλήρωμα και κατακεραυνώνονταν από την λαϊκή μούσα των αυτοσχέδιων στιχοπλόκων, που δεν συναινούσαν στην όποια ιδιοτελή δραστηριότητα. Συχνά βέβαια τέτοιες ποιητικές εμπνεύσεις ήταν σκωπτικές στο πλαίσιο του καλώς νοούμενου πειράγματος, για ν΄ακολουθήσει ανταπόδοση και δημιουργούνταν έτσι μια ενδιαφέρουσα στιχουργική χιουμοριστική αντιπαράθεση. Όπως η παρακάτω περίπτωση με το ναύτη Πιέρρο, έντιμο χαρακτήρα, παιδί διαμάντι, που απλά έτυχε να επισκεφθεί δύο – τρεις φορές απανωτά το οπλονομείο, κι ένας φίλος του τον «κατηγόρησε»:

Είδα τον Πιέρρο τον ρουφιάνο

Στο οπλονομείο απάνω

Όλο να γλύφει και να κλαίει

Για την αναφορά που θέλει

Θα την πάρεις την αδειούλα

Γιατί είσαι αδελφούλα

Του απαντά ο οπλονόμος

Μα να λες τα πάντα όμως

Ο θιγόμενος απάντησε σε πιο έντονο ύφος για να ανταπαντήσει ο άλλος περιπαιχτικά και υπήρξε ένας ενδιαφέρων έμμετρος διάλογος στη σκοπιά μαζί με τα προφορικά πειράγματα σε καθημερινή βάση.

***

Οι ναύτες των γραφείων ήταν βεβαίως οι πλέον προνομιούχοι, αφού όλοι τους διέθεταν ισχυρό «δόντι» δηλ. μέσον, υψηλόβαθμο στέλεχος του ναυτικού. Για μας ήταν οι ρουφιάνοι που λίγο πολύ επιδίωκαν να τα έχουν καλά με τους ανωτέρους τους σε βάρος των υπολοίπων. Είχαν ευνοϊκότερη εξόδου και βάρδια έκαναν μόνο στα τηλέφωνα, χωρίς ποτέ ν’ ανεβούν σε σκοπιά. Ήταν δε υπεράριθμοι σε αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα που παρουσίαζε συνήθως «ελλειπή δύναμι». Κάναμε αμήν και πώς να ρθεί κανένας νέος να μας ξελασκάρει αλλά κάποτε, όταν μετατέθηκε επιτέλους ένας, λίγο καιρό μετά νάτος κι αυτός σε θέση στα γραφεία. Κυκλοφόρησαν φήμες πως επεδίωκε πλαγίως να το πετύχει και μάλιστα διέβαλε σε αξιωματικούς κάποιους συναδέλφους του οπότε η «προαγωγή» του υπήρξε αναμενόμενη. Το γεγονός οπωσδήποτε μας ενόχλησε και το κάναμε τραγούδι:

Την πήρες την προαγωγή, ρουφιάνος στα γραφεία

Για τις παλιές σου ρουφιανές πήρες υποτροφία

Είσαι ρουφιάνος γνήσιος, ορίτζιναλ που λένε

Αλλά να ξέρεις κάποτε οι τύψεις θα σε καίνε

Τις ρουφιανιές σου θέλουνε μα τον ρουφιάνο όχι

Γι’ αυτό να σαι κατάπτυστος η μοίρα σου θα το χει

Οι ενδοϋπηρεσιακές αδικίες πάντοτε ενέπνεαν την λαϊκή δημιουργία. Μάλιστα ο Πιέρρος με την κιθάρα του το μελοποίησε και το εντάξαμε στο ρεπερτόριό μας. Όντας το πόνημα ανώνυμο, ταίριαζε σε κάθε ανάλογη περίπτωση, ήταν δηλαδή δημιούργημα… διαχρονικό.

***

Ποτέ δεν έλλειπαν εκείνοι που επεδίωκαν ευνοϊκή μεταχείριση. Άλλοι το έκαναν διακριτικά, άλλοι ήταν πιο ξεδιάντροπα, όπως ένας ναύτης που είχε πιάσει κολλητηλήκια με τον οπλονόμο. Εκείνη την εποχή τραγουδιόνταν πολύ το σουξέ του Γιάννη Πάριου: Ευτυχώς στη ζωή που υπάρχεις και συ κι έχω κάπου κι εγώ να πιαστώ να σωθώ κλπ. Οπότε η λαϊκή μούσα της Αμφιάλης συνέθεσε την παρακάτω παρωδία του τραγουδιού, προσαρμοσμένη στον εν λόγω ναύτη με τίτλο «Ωδή στον οπλονόμο»:

Ευτυχώς στο Πι – Νι

Που υπάρχεις και συ

Κι έχω κάποιον και εγώ

Αδειούλα να δω

Κι ότι ακούσω εδώ

Θάρθω ευθύς να το πω

Είμαι τίμιος τσάτσος εγώ

Εννοείται ότι στις διάφορες «μουσικές βραδιές» μας το τραγουδούσαμε κανονικά και… παρωδιακά!

***

Διάβαζες ακόμα στα ντουβάρια των φυλακίων και γνωστά κλασσικά στιχάκια του στρατού κάποια από τα οποία όμως προσαρμόζονταν στο ναυτικό. Έτσι το γνωστό:

«Τι συμφορά είναι κι αυτή

Εγώ να’ μαι φαντάρος

Και τη δική μου γκόμενα

Τώρα να έχει άλλος

που κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές, διαμορφώθηκε ως εξής:

«Τι συμφορά είναι κι αυτή

Να με καλέσουν ναύτη

Και η δική μου γκόμενα

Τώρα με άλλον τάχει».

***

Στον Προβολέα, ανάμεσα στα ποικίλα κι ενδιαφέροντα που είχαν καταγραφεί υπήρχε και το γνωστό:

«Όποιος περάσει από δώ

Και δεν αγανακτήσει

Του δίνω τη διεύθυνση

Να ‘ρθει να με ……».

Ακολούθησε όμως η πεζή απάντηση κάποιου διαφωνούντα:

«Φίλε πες μου που μένεις, εγώ δεν αγανάκτησα»!

Να επισημάνουμε πως πολλά από τα πονήματα στις σκοπιές ήταν δημιουργήματα παλιότερων ναυτών που ήδη είχαν απολυθεί. Συνυπήρχαν όμως με τις νεότερες… εκδόσεις, συνθέτοντας ένα διαχρονικό κι ενδιαφέρον ποιητικό σύνολο των ναυτών του Τμήματος Υφάλων Όπλων της Αμφιάλης.

***

Όμως όλα έχουν ένα τέλος που συχνά συμβαίνει να μην είναι ευχάριστο. Έτσι και τα στιχάκια της σκοπιάς είχαν οδυνηρό φινάλε με την πλήρη εξαφάνισή τους και λίγο έλλειψε να προκύψουν πιο δυσάρεστες επιπτώσεις. Κάποιος αξιωματικός αντιλήφθηκε ότι τα φυλάκια εξωτερικά είχαν φθορές γι’ αυτό και έπρεπε να ευπρεπιστούν. Έθεσε το ζήτημα στον Οπλονόμο προκειμένου να επιληφθεί κι εκείνος, ένας ευθυνόφοβος τυπολάτρης, ο οποίος προέβη σε επιτόπια επίσκεψη. Με το θέαμα που αντίκρισε εξεπλάγη. Πέρα από τις εξωτερικές φθορές ο περιβάλλων χώρος έβριθε από σκουπίδια αλλά και… περιττώματα. Βλέπεις, αποφεύγαμε τις επιεικώς απαράδεκτες τουαλέτες των θαλάμων και όλοι μας προτιμούσαμε ένα υπαίθριο, άνετο και απολαυστικό ξαλάφρωμα στην εξοχή. Το αποκορύφωμα όμως βρισκόταν εντός των φυλακίων όπου οι τοίχοι αφενός μεν θύμιζαν προθήκη κινηματογράφου με έργα συγκεκριμένης θεματολογίας ( αν και αυτές οι ταινίες προβάλλονταν τότε «άνευ διαφημιστικού υλικού»), αφετέρου δε τα υπόλοιπα τμήματα καλύπτονταν απ τις πυκνογραμμένες έμμετρες εμπνεύσεις των ναυτών της υπηρεσίας. Οι αθυροστομίες που εμπεριείχαν άφησαν εμβρόντητο τον περιορισμένης μόρφωσης και ευφυΐας οπλονόμο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα που λίγο έλλειψε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Απειλήθηκαν κλήσεις σε αναφορά για επιβολή ποινών μιας και ορισμένοι ναύτες κατέθεταν ενυπόγραφα το πονήματά τους, πέρα από τη σημείωση της κληρουχίας τους. Η όξυνση ετούτη μάλλον είχε «ψαρωτικό» χαρακτήρα γιατί γρήγορα αποσύρθηκε με την προϋπόθεση να υπάρξει άμεση αποκατάσταση των φυλακίων εσωτερικά και εξωτερικά, όσο και του περιβάλλοντος χώρου. Οι ναύτες πλέον που θα έκαναν βάρδια σε κάθε φυλάκιο θα ήταν και επιφορτισμένοι με καθαρισμούς και βαψίματα, έως ότου διορθωθούν τα πάντα. Μάλιστα καθορίστηκε και ποινή περιορισμού 15 ημερών «εις όποιον καταγράφει απρεπείς στίχους και γενικώς ρυπαίνει τους οικίσκους των φυλακίων». Πράγματι οι σκοπιές άλλαξαν όψη, γίναν πεντακάθαρες αλλά ολόκληρος εκείνος ο ποιητικός οίστρος των ναυτών θάφτηκε κάτω από το παχύ στρώμα του «φαιού» χρώματος της λογοκρισίας του αυταρχισμού και της συντήρησης!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου