Ο πράσινος φανός στον κυματοθραύστη (Μέρος β΄)

ο-πράσινος-φανός-στον-κυματοθραύστη-μ-150178

ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ 105 ΧΡΟΝΩΝ

Εγγραφα, σχετικά με τον πράσινο φανό του λιμανιού για τα χρόνια του πολέμου 1940-41 και της Κατοχής, δυστυχώς δεν υπάρχουν στο αρχείο της Υπηρεσίας Φάρων. Γνωρίζουμε όμως από προφορικές πληροφορίες πως στην παραπάνω περίοδο υπήρχε στην κεφαλή του λιμενοβραχίονα, πλάι στον φάρο, φυλάκιο με ολιγομελή φρουρά που έλεγχε τον κατάπλου και τον απόπλου όλων των σκαφών. Η λειτουργία του φανού ήταν συνεχής εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις αναγκαστικής συσκότισης. Κατά την αποχώρησή τους οι κατακτητές, όπως είναι γνωστό, προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές των λιμενικών εγκαταστάσεων, αφήνοντας το ολέθριο στίγμα τους. Προκυμαίες, προβλήτες και ο κυματοθραύστης υπομονεύτηκαν με εκρηκτικά και κατακερματίστηκαν, ώστε να χρειαστεί πολύς χρόνος για την επούλωση των πληγών και την πλήρη αποκατάστασή τους. Ειδικά ο τελευταίος, όπως φαίνεται και σε χαρακτηριστικές φωτογραφίες εκείνης της εποχής, είχε υποστεί τεράστιες ζημιές και διασωζόταν… τμηματικά. Ούτε ο φανός γλίτωσε από το μένος των Γερμανών που ακολούθησε τη μοίρα του υπόλοιπου λιμανιού και των φάρων. Να υπενθυμίσουμε ότι το ελληνικό φαρικό δίκτυο υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή, αφού από τους 400 περίπου φάρους και φανούς που αριθμούσε το 1940, μόνο 28 παρέμειναν σε λειτουργία κατά την απελευθέρωση, οπότε και ξεκίνησε μια τεράστια προσπάθεια αποκατάστασης, για να περιοριστούν τα προβλήματα στη ναυσιπλοΐα.

***

Το Λιμεναρχείο Βόλου αποστέλλει εγγράφως αίτημα για τοποθέτηση νέου «φαρίσκου» στον κυματοθραύστη (5/2/1945) κάτι που επαναλαμβάνεται επιτακτικότερα στις 21/3, για να δοθεί η βεβαίωση πως οι εργασίες θα περατώνονταν μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου. Πραγματικά στις 8/4 «εις την παλαιάν βάσιν τις καταστραφείσης κλεισιάδος» λειτουργεί με σταθερό πράσινο φώς, νέος αυτόματος «φαρίσκος» αερίου (ασετυλίνης) με ηλιοβαλβίδα που ρυθμίζει την αφή και την σβέση, δίχως να απαιτείται συνεχής παρουσία φαροφύλακα. Όμως έπειτα από λίγες εβδομάδες λειτουργίας (2/5/1945) παρατηρείται παύση και αιτείται από το Λιμεναρχείο η αποστολή τεχνικού για την αποκατάσταση της βλάβης. Η αναφορά του τελευταίου στις 17/5, προσδιορίζει τα αίτια της σβέσης στη σωρευμένη καπνιά (αιθάλη) πιθανότατα λόγω του ελλιπούς εξαερισμού και της κακής ποιότητας του αερίου. Με την ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών ο φανός επαναλειτούργησε άμεσα (17/5/1945). Το φωτιστικό μηχάνημα που τοποθετήθηκε το 1945 δεν φαίνεται να επαρκούσε πλήρως για αυτό και δύο χρόνια αργότερα έχουμε την εγκατάσταση ισχυρότερου, όπως δηλώνεται στην υπ. αρ. 224/1947 «Αναγγελία τοις ναυτιλλομένοις» όπου δίνονται και οι σχετικές πληροφορίες: «Ο αυτόματος φαρίσκος λιμενοβραχίονος Βόλου (Port Volos breakwater) (αριθμού Ελλην. Φαροδείκτου 244) αντικατεστάθη δι’ ετέρου μεγαλυτέρας εντάσεως φωτοβολίας 5 μιλίων. Λοιπά στοιχεία τα εις τον Ελλην. Φαροδείκτην αναγραφόμενα….». Η αλλαγή αυτή επισημαίνεται και σε έγγραφο στις 19/4/1948, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται η αντικατάσταση και τοποθέτηση νέου αυτόματου φάρου «με μεγαλύτεραν έντασιν φωταψίας» που λειτουργεί από τις 24/11/1947. Ο φάρος έχει ύψος τρία μέτρα, φωτοβολία 5 μιλίων και εκπέμπει 80 πράσινες εκλάμψεις το λεπτό.

Την ίδια εποχή, μεσούντος του εμφυλίου, από τη Ναυτική Βάση Βόλου είχε επανδρωθεί πάλι το φυλάκιο στον κυματοθραύστη ώστε να ελέγχονται τα εισπλέοντα και αποπλέοντα σκάφη.

***

Συνεχίζοντας την ανίχνευση της ιστορίας του πράσινου φανού στον κυματοθραύστη, κατά τις επόμενες δεκαετίες, εντοπίζουμε κάποια συμβάντα άξια αναφοράς, πάντοτε μέσα από τα έγγραφα του οικείου φακέλου στο αρχείο της Υ/Φ. Το χειμώνα του 1956 το επιβατικό πλοίο Κύκνος που εκτελούσε τη συγκοινωνία Βόλου –Χαλκίδας και Βόλου- Β. Σποράδων δυσκολεύτηκε να εισπλεύσει στο λιμάνι, λόγω της επικρατούσας ομίχλης και της ανεπάρκειας του φανού. Στο ημερολόγιο του καραβιού καταγράφεται το γεγονός: «Αναφέρομεν ότι πράσινος σπινθηρίζων φανός εισόδου Βόλου (επί κυματοθραύστου) δεν είναι ορατός ειμή εξ αποστάσεως μόνον 300 μέτρων περίπου. Τούτο προέρχεται αφ΄ενός μεν λόγω της μικράς εντάσεως της ακτινοβολίας του, αλλά και εκ του ότι λόγω του χαμηλού ύψους εις ο ευρίσκεται, αποκρύπτεται εκ των φώτων της πόλεως». Το παραπάνω «ακριβές απόσπασμα εις την υπ. αρ 43 σελίδα του ημερολογίου του επιβατηγού M/S Κύκνος», με ημερομηνία 19/1/1956 επισυνάπτεται στο έγγραφο του Λιμεναρχείου Βόλου προς την Υ/Φ όπου αναφέρεται το πρόβλημα ανεπάρκειας του φανού, στις 23/1/1956. Σημειώνεται σχετικά:

«Έχομεν την τιμήν να υποβάλλωμεν συνημμένως το από 19/1/56 απόσπασμα …και να αναφέρωμεν ότι και ημείς έχομεν προσωπικήν αντίληψιν ότι ο υπ. αρ Ελληνικού Φαρόδικτου 412 πυρσός ανέκαθεν ήτο μειονεκτικός δι ους λόγους αναφέρει ο πλοίαρχος του M/S Κύκνος.Η ανεπάρκεια όμως του πυρσού τούτου κατεφάνη εντονώτερον κατά το παρελθόν δεκαήμερον ότε επεκράτησαν ομίχλαι (σπανίως δια τον λιμένα Βόλου ελαττώσεως της ορατότητος)αποτέλεσμα των οποίων ήτο το εν λόγω πλοίον να παραμείνη έξωθεν του λιμένος επί τρίωρον, αδυνατούν να εισπλεύση λόγω ακριβώς της αποκρύψεως του εν λόγω πυρσού υπό της πυκνής ομίχλης…».

Το πρόβλημα είναι γνωστό στην Υ/Φ που βεβαιώνει ότι θα επιληφθεί άμεσα του ζητήματος κατά τον προσεχή Μάρτιο με την έλευση του φαρόπλοιου για ανεφοδιασμό και συντήρηση των φάρων της περιοχής. Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο (4/2/1956) εκτός από την ενδυνάμωση της φωτοβολίας του φανού και τη διαφοροποίηση του χαρακτηριστικού φωτεινού σήματος, επιβάλλεται και η ανύψωσή του, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στα πολύχρωμα φώτα της πόλης. Γι’ αυτό, το Λιμενικό Ταμείο θα πρέπει να κατασκευάσει με δική του δαπάνη, τσιμεντένια βάση, πάνω στην οποία θα μετατεθεί ο φανός. Η αναφορά του φαροτεχνίτη ανθυποπλοίαρχου Ν. Πλεμμένου στις 26/3/1956 μας πληροφορεί για την αντικατάσταση του φωτιστικού μηχανήματος με άλλο ισχυρότερης φωτοβολίας που φθάνει τώρα τα 7 μίλια και με 40 πράσινες εκλάμψεις ανά λεπτό. Αναφέρονται λεπτομερώς όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και η επιτυχής δοκιμαστική λειτουργία του νέου φανού. Μόνο που δεν πραγματοποιήθηκε η ανύψωση, αφού δεν πρόλαβε το Λιμενικό Ταμείο να κατασκευάσει την απαραίτητη βάση όπως προβλεπόταν. Έτσι την επόμενη χρονιά (1957) το ζήτημα αναφύεται και ακολουθεί ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ του Λιμεναρχείου Βόλου και της Υ/Φ. Κατ’ αρχάς ζητείται η αποστολή τεχνικών οδηγιών και σχεδίων για την κατασκευή της βάσης από μπετόν, σύμφωνα με τις απαιτούμενες προδιαγραφές από την Υ/Φ (17/3/1957). Πράγματι αποστέλλεται το «κατασκευαστικόν σχέδιον κλεισιάδος μετά στήλης εκ σκυροδέματος προς υποδοχήν φανού λιμενοβραχίονος λιμένος Βόλου» μαζί με τις υπόλοιπες σχετικές οδηγίες. Αφότου ολοκληρωνόταν η βάση, τότε θα αναλάμβανε το συνεργείο της Υ/Φ τη μετεγκατάσταση του φανού (15/4/1957).

Η μεταφορά πρέπει να πραγματώθηκε κατά το διάστημα που ακολούθησε, με την τοποθέτηση του φανού στη νέα βάση και μάλλον είναι η ίδια κατασκευή που υπάρχει έως σήμερα: σιδηρόπλεκτος οβελός επί τετραγωνικού θυλακίου με εστιακό ύψος 8 μέτρα.

Στα κατοπινά χρόνια δεν έχουμε κάτι ενδιαφέρον σχετικά με τον φανό λιμένος Βόλου, έως ότου φθάσουμε στα άμεσα της δεκαετίας του ΄80 που μετατράπηκε σε ηλιακό μαζί με το φάρο Σέσκλο απέναντι στα Πευκάκια (1986), στο πλαίσιο μιας γενικευμένης μεταβολής των περισσότερων φάρων του ελληνικού φαρικού δικτύου, ώστε να λειτουργούν πια με ηλιακή ενέργεια. Άλλωστε σήμερα οι φάροι στη συντριπτική πλειοψηφία είναι ηλιακοί ενώ οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν ηλεκτρισμό από το δίκτυο της ΔΕΗ.

Την ίδια εποχή στους φάρους του λιμανιού επήλθε μια ακόμη αλλαγή. Τοποθετήθηκε ερυθρός φανός με εμβέλεια 6 μιλίων στον καινούργιο εξωτερικό από ασύμμετρους λίθους, κυματοθραύστη στο ύψος του ακρ. Σέσκλο, ενώ ο ομώνυμος φάρος μετατράπηκε σε λευκό αφού πλέον ο ρόλος του δεν αφορά πλήρως την είσοδο του λιμανιού. Επιπλέον στον πράσινο φανό του κυματοθραύστη η εμβέλεια περιορίστηκε στα 4 μίλια (Φαροδείκτης 2000) μιας και θεωρείται επαρκής χάρη στην ύπαρξη και των δύο προηγουμένων φάρων (νέος κόκκινος και Σέσκλο) ώστε να διευκολύνεται απόλυτα η προσέγγιση στο λιμάνι του Βόλου.

Ο πράσινος φανός του λιμενοβραχίονα μπορεί να μην αποτέλεσε ποτέ κάποια άξια λόγου κατασκευή, όπως οι πέτρινοι φάροι άλλων λιμανιών που κοσμούν με την παρουσία τους τις εισόδους τους. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, εδώ και πάνω από ένα αιώνα σηματοδοτεί με την αδιάλειπτη λειτουργία του, το λιμάνι της πόλης μας και είναι ένα χαρακτηριστικό σημείο του, ένα μικρό έστω, σημείο αναφοράς. Αποτελεί ακόμη μαζί με ολόκληρο το «κορδόνι» προσφιλή χώρο για τους ερασιτέχνες ψαράδες της προκυμαίας που απολαμβάνουν εκεί την ασχολία τους, όπως και για τους αναρίθμητους περιπατητές στο περίπου ενός χιλιομέτρου μήκος του κυματοθραύστη. Το «πράσινο φανάρι» εξακολουθεί ως σήμερα να καλωσορίζει τα πλεούμενα να καταφθάνουν και να δίνει καλό κατευόδιο σε εκείνα που αποπλέουν.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου