Γρ. Καρταπάνης: Εμμετρες πρωτοχρονιάτικες ευχές

γρ-καρταπάνης-εμμετρες-πρωτοχρονιάτ-176742

Όπως έχουμε αναφέρει κατ΄ επανάληψη, σε παλαιότερα σημειώματά μας, ο λαϊκός ζωγράφος Ν. Χριστόπουλος διέθετε γνήσια φλέβα λαϊκού ποιητάρη. Ευρύτατα γνωστά, μέσα στο πλαίσιο του ζωγραφικού του έργου, είναι τα δύο βιοεργογραφικά ποιήματά του, τα οποία υπάρχουν και σε μορφή πίνακα, φιλοτεχνημένα βέβαια από τον ίδιο, θέλοντας ίσως έτσι να συνδυάσει τις δύο ενασχολήσεις του. Ετούτα δίνουν το πρώτο στίγμα της έμμετρης δημιουργίας του.

Στα κατάλοιπά του βρέθηκε ένα ευρύ σύνολο στιχουργημάτων, ποικίλης θεματολογίας (ιστορικά, θαλασσινά, ευχετικά, επαινετικά, χιουμοριστικά, ερωτικά), εκτός από τα τέσσερα-πέντε που ήταν αρχικά γνωστά, μέσα από τα χειρόγραφα των απομνημονευμάτων του. Ορισμένα παρουσιάστηκαν μεμονωμένα σε άρθρα, ή γενικότερες αναφορές για τον λαϊκό δημιουργό. Μια, πλούσια σε αριθμό έργων, ενότητα αποτελούν τα ευχετικά –επαινετικά –χιουμοριστικά, αφού στα περισσότερα από αυτά συνυπάρχουν τα παραπάνω γνωρίσματα και αναφέρονται, είτε σε κάποιο συγκεκριμένο, γνωστό πρόσωπο του στιχοπλόκου, επώνυμα ή ανώνυμα, είτε γενικότερα.

Προφανώς ο συνθέτης τους τα έστελνε υπό μορφή επιστολών –όπως διαφαίνεται σε μερικά –στους αποδέκτες τους, ή τα απάγγελλε στην παρέα του, με σκοπό τη γενική ευθυμία. Το περιεχόμενό τους διακρίνεται για τις πλούσιες ευχές, την εξύμνηση και τους επαίνους προς το αναφερόμενο πρόσωπο, το έξυπνο χιούμορ με καλοσύνη, καθώς και τη διατύπωση διαφόρων σκέψεων, δοσμένα όλα με τον λαγαρό κι ανεπιτήδευτο λόγο του αυτοδίδακτου ποιητάρη. Ετούτα τα ποιήματα παρουσιάζουν και μια ιδιομορφία: Δεν αποτελούν στο σύνολό τους δημιουργίες του Χριστόπουλου, αφού προέρχονται, σε πολλά σημεία τους, από άλλα δημώδη και λαϊκά στιχουργήματα, που τα εντόπιζε σε διάφορα έντυπα, λαϊκές ανθολογίες και ημερολόγια, τοποθετώντας κατόπιν τις δικές του «πινελιές», ανάλογα με την περίσταση. Τα διασκεύαζε και τα προσάρμοζε, ανάλογα με τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις στις οποίες επιθυμούσε να αναφερθεί. Τα τροποποιούσε σύμφωνα με την προσδοκώμενη χρήση τους, επιφέροντας με προσθαφαιρέσεις στίχων και λέξεων, αλλαγές σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό. Σε ένα μεγάλο ποσοστό, συμπλήρωνε συνήθως καθαρά δικά του δίστιχα. Η αρχική τους προέλευση αποδεικνύεται από τις λόγιες εκφράσεις και τις καθαρευουσιάνικες λέξεις που εντοπίζονται συχνά και σχεδόν πάντοτε αποφεύγονται από τους ασπούδαχτους λαϊκούς δημιουργούς.

Οι διαπιστώσεις ετούτες επιβεβαιώθηκαν και από τον γνωστό λαογράφο και συγγραφέα Κώστα Λιάπη – τον καταλληλότερο ίσως, για μια τέτοια εκτίμηση, αφού πρόκειται για τον καταγραφέα-ερευνητή του δημοτικού τραγουδιού στη Μαγνησία – σε συνάντηση που είχα μαζί του, πριν από αρκετά χρόνια και του έθεσα υπόψη το υπάρχον υλικό. Μάλιστα στα χειρόγραφα εντοπίζονται και αυτούσιες αντιγραφές ανώνυμων λαϊκών στιχουργημάτων ή άλλων δημωδών τραγουδιών, πιθανότατα ως υλικό μελλοντικών διασκευών που δεν ευοδώθηκαν. Χρόνος γραφής τους θεωρούνται οι δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τις ημερομηνίες που υπάρχουν σε ορισμένα από αυτά. Από την κατηγορία των ευχετικών – επαινετικών – χιουμοριστικών ποιημάτων, επιλέγουμε ορισμένα που περιέχουν πρωτοχρονιάτικες ευχές, ώστε να ακολουθήσουμε το κλίμα των ημερών.

  1. Ευχή επί του νέου έτους είς φίλους.

Αντί κατά το σίνιθες να στίλο μπιλετάκια

Εσκεύτικα καλίτερα να γράψο 2 στιχακια.

Με μια ευχί απ τιν ψιχί κι απ τιν καρδιά βγαλμένι

σε φίλι φίλον, σιγγενί, πλιναπεφτινομένι.

Σε κίνους που με αγαπούν και αγαπός ιχρόνος

να ίνεσ΄όλους ευτιχίς ο νέος τούτος χρόνος.

Να ζίσουν χρόνια, πάμπολα καθός ο Μαθουσάλας

πλιν με ιγίαν πάντοτε κι απολαβάς μεγάλας.

Ποτέ από τα χίλι τους το γέλιο να μι λίπι

ούτε ποτέ να νιόσουνε τις λίπις καρδιοχτίπι.

Ποτέ, ποτέ τα μάτια τους, ποτέ να μί δακρίσουν

κι αν θα δακρίσουν, δάκρια μόνον χαράς να χίσουν.

Το σπίτι τους με τι χαρά κε με τιν ευθιμία

κε μόνον με το γέλοτα να έχουν γνοριμία.

Να γίνι, δε, παράδισος, ουράνιο περιβολι

για να περνούν χρισίζοϊ, να τους ζιλέβουν όλι.

Σε τούτο το στιχούργημα εκφράζονται ευχές, γενικά «είς φίλους» όπως καταμαρτυρεί και ο τίτλος του. Ο λαϊκός ποιητής καταθέτει στην αρχή την επιθυμία του να πρωτοτυπήσει, αποφεύγοντας τα καθιερωμένα. Ίσως να στάλθηκε σε πολλούς φίλους του ταυτόχρονα.

  1. Το νέον έτος εύχομε ιγία κι ευτιχία

με θιλικούς κε σερνικούς αδελφική φιλία.

Κι από τα βάθη τις καρδιας κε τις ψιχίς επίσις

χρόνια πολλά κε ευτιχί σου ευχόμεθα να ζίσις.

Χρόνια πολλά σας εύχομε διά τιν εορτή σου

κι όλες του Βόλου ι κοπελιές ναϊν΄στι μπροσταγί σου.

Κε πάλι ξαναεύχομε να ζίσις χίλια χρόνια

κε τις γιτονοπούλες σου να πέρνης στα καπόνια.

Το αριμάνιο σόμα σου κι ι όμορφι θοριά σου

λαβόνουνε τις κοπελιές κε ερχοντε κοντά σου.

Κε όσο σε κιτάζουνε τόσο πολί μορφένις

Με μιά ματιά σου μοναχά ευθίς τις καταφέρνις.

Πολά΄παμε στα κάλι σου ας πούμε κε στον χρόνον

να σε πρικίσι ο Θεός με βασιλέος θρόνον.

Κε πάλι θα περικαλό στον νέον χρόνο τούτο

να δόσι ο ύψιστος Θεός δουλιά πολί κε πλούτο.

Περικαλό από καρδιά στιν ικογένειά σας

ο Αγιος Βασίλιος να δίνι τιν ιγιά σας.

Εδώ ο λαϊκός δημιουργός απευθύνει ευχές σε κάποιον φίλο του Βασίλη, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Σύμφωνα με την περιγραφή, επρόκειτο για ευειδή νέο, γόη της εποχής, με πολλές κατακτήσεις στο ενεργητικό του και τούτο του δίνει την ευκαιρία για μεγαλόστομους επαίνους και ανάλογες ευχές. Όμως ως άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος ο Χριστόπουλος δεν παραλείπει να επικαλεστεί για βοήθεια και υγεία, τα Θεία.

  1. Το νέον έτος Γιάνη μου (εύχομε) ευτιχισμένον νάνε

κι μέρες όλες με χαρά κι ιγία να περνάνε.

Ινε οκτό Γιανάκη μου με χίλια ενιακόσια

χρισάφι κι όλο μάλαμα όλα σ΄αυτόν τα δόσα.

Κι αν θέλις γίρεψε κε σι λιγάκι να σου δόσι

να ξεγελάσις κε καμιά κοντά σου να ζιγόσι.

Λάβε κε το κινίγι μας στην κάρτα τιπομένο

λαγί, μπεκάτσες, πέρδικες κε ούλο κρεμασμένο

(δυσανάγνωστο) τα πίρα Παπαρίγα

καμιά δεκαριά μοναχά έδοσα κε τα πίρα.

Ευχές για την Πρωτοχρονιά του 1908 απευθύνει ο Χριστόπουλος στον επιστήθιο φίλο του Γιάννη Παπαρρήγα. Γίνεται σαφής αναφορά πως μαζί με το στιχούργημα στάλθηκε ευχετήρια κάρτα με απεικόνιση θηραμάτων, δεδομένου ότι και ο αποστολέας και ο παραλήπτης υπήρξαν μανιώδεις κυνηγοί (και ψαράδες).

  1. 1910

Στο νέον έτος εύχομε ασίμια κε διαμάντια

να δόσι στο σπιτάκι σας χρισάφια κε πριλάντια.

Να δόσι πλούτι περισά με όλι του τινχάρι

να περπατίτε στο φλουρί κε στο μαργαριτάρι.

Νάχετε πάντα σιντροφιά χαρά κε αρμονία

να σας τιμούν οι άρχοντες κε όλι η κινονία.

Αυτά λιπόν ευχόμεθα με όλιτιν καρδιά μας

κε να γενί αχόριστι ι νέα σιντροφιά μας.

Αυτί η νέα σιντροφιά θέλο βουνό να γίνι

κε να δεθί με σίδερα κι εόνια να μίνι.

Κε του χρόνου με ιγία, με αγάπι με χαρά

κε τα οικονομικά σας νάνε πάντα ανθιρά.

Άγνωστο σε πια πρόσωπα απευθύνει τις ευχές του ο λαϊκός ποιητής για την Πρωτοχρονιά του 1910. Ευφυής και ουσιαστική η τελευταία ευχή.

  1. 1916.

Όλος ο κόσμος χέρετε σαν έλθι νέος χρόνος

Νομίζι πος θα του δοθί μαλαματένιος θρόνος.

Όλα τα βλέπουνε χρισά, λευκά μαργαριτάρια

δέντρα και ξίλα κε κλαδιά κε πέτρες κε λιθάρια.

Δε βλέπουν όμος τις χρονιές όπου περνούν με χάρι

κι ότι το νίμα τις ζοϊς τυλίγουν στο κουβάρι.

δε βλέπουν τούτι τι χρονιά που ίνε τις αξίας

κε τα δεσμά που έβαλε ο Μπάρμπα –Ευταξίας,

όπου μας φορολόγισε (το) λάδι και το ούζο

κε κάνανε κε μένανε σαν τσάκαλος να σκούζο.

Κι απ΄ τις φονές μου Γιάνη μου με πιάνουν τα καπρίτσια

γιατί δε φορολόγισε τα λεύτερα κορίτσια.

Ο λαϊκός ποιητής σε τούτο το στιχούργημα διακωμωδεί την ευχετική αμετροέπεια των ημερών που δεν ανταποκρίνεται στη σκληρή πραγματικότητα. Η έλευση κάθε νέου χρόνου μειώνει το υπόλοιπο της ζωής κι ετούτο κανένας δεν το αντιλαμβάνεται, προσφέροντας μόνο κούφια λόγια. Ακόμη εκείνη την εποχή (1915-1916) ο τότε υπουργός οικονομικών Αθ. Ευταξίας (1849-1931), προφανώς είχε επιβάλει επαχθή οικονομικά μέτρα, ώστε τα όποια ευχολόγια θεωρούνταν έξω από την πραγματικότητα. Κι αν αναλογιστούμε τη σημερινή κατάσταση, ο στίχος παραμένει απόλυτα επίκαιρος εκατόν δύο χρόνια αργότερα.

Κοντά σε τούτες τις παλιές αλλά διαχρονικές ευχές του Ν. Χριστόπουλου, ας προσθέσουμε και τις δικές μας για ένα «αίσιον και ευτυχές» 2018.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου