Γρ. Καρταπάνης: Η εντοπιότητα στο έργο του Ν. Χριστόπουλου [Μέρος Α΄]

γρ-καρταπάνης-η-εντοπιότητα-στο-έργο-τ-327074

Συμπληρώθηκαν τη φετινή χρονιά 50 χρόνια από την εκδημία του λαϊκού ζωγράφου του Βόλου, Νίκου Χριστόπουλου (Βόλος 1880 – Πευκάκια Βόλου 15/5/1967). Τιμώντας τη μνήμη του αυθεντικού εντόπιου λαϊκού δημιουργού, η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών εξέδωσε τον Δεκέμβριο του 2016 σκληρόδετο ημερολόγιο – βιβλίο αφιερωμένο στον ίδιο και το αναμφισβήτητα καταξιωμένο έργο του, έκδοση που έτυχε καθολικής κι ενθουσιώδους αποδοχής. Για τον ίδιο λόγο -τιμή στη μνήμη του καλλιτέχνη για τα 50 χρόνια από τον θάνατό του- δημοσιεύουμε από σήμερα και τις επόμενες Κυριακές στην εφ. Ταχυδρόμος ένα μικρό αφιέρωμα με θέμα την εντοπιότητα στο έργο του λαϊκού ζωγράφου.

***

Σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του ο λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το γενέθλιο τόπο του. Το καταθέτει άλλωστε με σαφήνεια κι ο ίδιος σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του: «Εγώ τα ταξίδια μου ήνε από το Παλιούρη, Άνω Βόλο, Αγριά μέχρη τα Λεχόνια και τον Άγιο Λαυρέντιο, όπου πηγέναμε με τα πόδια και στη θάλασσα εντός του Παγασητικού από τη Γαντζέαμέχρη τις Νιές. Αυτά ήταν τα ταξίδια μου…». (1) Πραγματικά αυτές υπήρξαν όλες κι όλες οι διαδρομές του Χριστόπουλου γύρω γύρω από τον Βόλο, ενώ οι θαλάσσιοι πλόες του, με σκοπό πάντοτε το ψάρεμα, δεν ξεμάκρυναν από τα όρια του Παγασητικού κόλπου, με αφετηρία πάντοτε τα Πευκάκια όπου βρίσκονταν το σπίτι και η οικογενειακή επιχείρηση, ο γνωστός ταρσανάς (ανελκυστήριο – επισκευαστήριο πλεούμενων) που δραστηριοποιείται ανελλιπώς ως τις μέρες μας. (2) Δικαιολογημένα λοιπόν ο Κίτσος Μακρής τον χαρακτηρίζει «ζωγράφο του ταρσανά» και «αταξείδευτοταξειδευτή» στα ομώνυμα άρθρα του (3), επισημαίνοντας σε αυτά ότι κι αν ο λαϊκός καλλιτέχνης δεν είχε ταξιδέψει πραγματικά, ταξίδευε σε τόπους μακρινούς με την ψυχή του και αρμένιζε με τα έργα του «στο πέλαγος της λαϊκής ψυχής» (4). Από τα πρώτα χρόνια του βίου του, ως τις δυσμές του παρέμεινε συνειδητά αμετακίνητος στον τόπο του, αφού είχε τις συχνές κι ελκυστικές νοερές – καλλιτεχνικές διεξόδους του. Έτσι ως θερμός και πιστός λάτρης της γενέθλιας γης, ένα σημαντικό μέρος του έργου του χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της εντοπιότητας.

***

Τα πλεούμενα που φιλοτεχνεί στους πίνακες του ο Χριστόπουλος είναι όλα υπαρκτά, είτε σύγχρονά του, είτε παλιότερων εποχών. Τα πρώτα τα είχε δει ο ίδιος στο λιμάνι του Βόλου, ενώ τα άλλα τα γνώριζε από απεικονίσεις σε διάφορα έντυπα (5). Στις λεζάντες των πινάκων καταγράφεται σχεδόν πάντοτε ο τύπος (ιστιοφορία-σκαρί) και το όνομα του σκάφους, συχνά δε και άλλες πληροφορίες σχετικά με τον πλοιοκτήτη την δραστηριότητα και την προέλευση του εικονιζόμενου σκαριού (6). Ακόμη κι όταν ελλείπουν τα στοιχεία «ταυτότητας» του πλεούμενου σίγουρα αυτό ανταποκρίνεται στο υπαρκτό πρότυπό του. Σχετικά με την προέλευση συναντούμε στους πίνακες του Χριστόπουλου μια πανελλαδική κάλυψη. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Λόβερ Γαλαξιδιώτικο, Μπάρκο Μυκονιάτικο, Μπομπάρδα Αμοργιανή, Νάβα Πατρινή, Τσερνίκι Μυτιληνιό, ΤσαλούπαΥδρέικη, και άλλα, σε μια πανδαισία τόπων και τύπων. Συγκεντρώνεται δηλαδή ένας πανελλήνιος στόλος απ’ όλους σχεδόν τους ναυτότοπους της πατρίδας. Πώς λοιπόν από αυτή την καταγραφή ν’ αφήσει εκτός ο Χριστόπουλος την ιδιαίτερη πατρίδα του, που άλλωστε έχει να επιδείξει σημαντική διαχρονική ναυτική παράδοση και δραστηριότητα σε όλες της τις εκφάνσεις; Αδύνατον να μείνει ο Βόλος και η Μαγνησία γενικότερα έξω από την γκάμα των ζωγραφικών του ενδιαφερόντων, γι’ αυτό και αποτύπωσε με το χρωστήρα του αρκετά ντόπια σκαριά (7).

***

Αρκεί μια προσεχτική παρατήρηση στους πίνακες της έκθεσης Χριστόπουλου στα Πευκάκια του Βόλου για να επισημανθεί σε όλο του το εύρος το στοιχείο της εντοπιότητας. Από τα 195 έργα τα 68 είναι «τοπικού περιεχομένου», δηλαδή σ’ ένα ποσοστό σχεδόν 35%, πάνω από ένας στους τρείς πίνακες. Κι απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω από μια πρόχειρη έρευνα, ανάλογη ή και μεγαλύτερη είναι η σχετική ποσόστωση σε πίνακες που υπάρχουν στην κατοχή συγγενών του ζωγράφου ή άλλων προσώπων και φορέων (8). Ετούτα τα έργα που απεικονίζουν ντόπια σκαριά ή άλλα, τοπικού χαρακτήρα, θέματα (λιμάνια, ταρσανάδες, πρόσωπα κλπ.) θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια αναλυτικά, ώστε να δοθεί μια πλήρης καταγραφή τους και να πιστοποιηθεί επακριβώς το μέγεθος του στοιχείου της εντοπιότητας στη λαϊκή ζωγραφική του Χριστόπουλου. Αναφερόμαστε βέβαια στα έργα της έκθεσης του ζωγράφου στα Πευκάκια του Βόλου και η έρευνα μας είναι αποκλειστικά περιγραφική δίχως αισθητικές ή άλλες εικαστικής φύσης προσεγγίσεις, αφού κάτι τέτοιο ξεφεύγει εντελώς από το γνωστικό μας πεδίο. Άλλωστε κατά καιρούς έχουν γίνει εμπεριστατωμένες αναλύσεις αυτού του είδους, από έγκριτους μελετητές για την λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία του βολιώτη ζωγράφου (9). Η δική μας καταγραφή ίσως αποτελέσει το έναυσμα για μια επιπλέον διερεύνηση με επίκεντρο το στοιχείο της εντοπιότητας.

1) ΖΑΓΟΡΙΑΝΑ ΚΑΡΑΒΙΑ

Τη πολυαριθμότερη κατηγορία καραβιών της περιοχής μας που φιλοτέχνησε ο Χριστόπουλος, αποτελούν, όπως είναι ήδη γνωστό, τα «Ζαγοριανά καράβια». Σ’ ένα σύνολο 13 πινάκων ο λαϊκός ζωγράφος αποτυπώνει πιστά ισάριθμα ιστιοφόρα του περιώνυμου πηλιορείτικου στόλου που είχε τη δική του σπουδαία συμβολή στη ναυτιλία και την οικονομία του τόπου, από τον 17ο αιώνα ως τα μέσα του 20ου. Η δράση αυτών των καραβιών είναι νομίζω επαρκέστατα γνωστή και παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο στις σχετικές μελέτες έγκριτων ερευνητών (10) που καλύπτουν με τη δυνατότερη πληρότητα τη διερεύνηση του αντικειμένου. Πίνακες με Ζαγοριανά καράβια υπάρχουν επίσης στη βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, όπως και σε χέρια άλλων, κυρίως απογόνων των παλιών καραβοκύρηδων.

Συνοπτικά στην έκθεση Χριστόπουλου υπάρχουν οι εξής πίνακες (11)

  1. Το κότερο του Βισβίκη χ.χ
  2. Αγ. Γεώργιος του Γ. Μακρή (1963)
  3. Το καραβόσκαροΜυρτιδιώτισσα του Στάμου 1895 (1963)
  4. Τούρκα, το κότερο του Ρ. Ρηγόπουλου το 1915-1920 (1963)
  5. Το πέρασμα Τρείς Αδελφοί – 1895 (1963)
  6. Η Μεταμόρφωσις του Πολυμέρου (1963)
  7. Ταξιάρχης η γολέτα του Διανέλου – 1890 (1963)
  8. Το τραχαντήρι του Κανελή – 1920 -1938 (1963)
  9. Η βρατσέρα του Οικονόμου Η. Παπά (1964)
  10. Η Ελπίς του Πλουμιστού χ.χ
  11. Η βρατσέρα του Ρέτσου το 1890 χ.χ
  12. Η βρατσέρα του Γιαννακόπουλου χ.χ
  13. Ο Μπραΐμης το ιστορικό πέραμα χ.χ

Στις λεζάντες των πινάκων αναφέρεται σχεδόν πάντοτε ο τύπος και το όνομα του σκάφους όπως κι εκείνο του ιδιοκτήτη. Υπάρχει πάντοτε η επισήμανση: «Από τα ιστορικά (ή περήφανα) Ζαγοριανά καράβια». Ακόμη συχνά γράφεται κάποια χρονολογία σχετικά με τη δραστηριότητα του σκάφους, όπως και το γνωστό δίστιχο «ήρθαν τα καράβια τα ζαγοριανά …», ενώ σε δυό έργα παρατίθενται επιγραμματικά και κάποιες επιπλέον πληροφορίες για το εικονιζόμενο σκαρί.

2) ΤΡΙΚΕΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΡΑΒΙΑ

Επίσης γνωστός κι ο τρικεριώτικος ιστιοφόρος εμπορικός στόλος με ευμεγέθη σκαριά στη διάρκειά του 19ου αιώνα, αποτελούσε άλλον ένα ισχυρό βραχίονα στη ναυτιλία της Μαγνησίας (12). Ο Χριστόπουλος με το χρωστήρα του απεικονίζει τέσσερα τρικάταρτα ιστιοφόρα με αρματωσιά μπάρκου (μυοδρόμωνος) σχεδόν πανομοιότυπα μεταξύ τους τα δύο πράσινου χρώματος και τα άλλα δύο μαύρου, προφανώς επηρεασμένος από τα υπαρκτά πρότυπάτους, αν και οι τρείς από τους πίνακες δείχνουν «ανώνυμο» σκαρί.

  1. Μπάρκο τρικεριώτικο του Μπρούντσου το 1890 (χ.χ.)
  2. Μπάρκο τρικεριώτικο, ήρθε στο Βόλο το 1897 (1960)
  3. Μπάρκο τρικεριώτικο το 1890 (χ.χ.)
  4. Μπάρκο τρικεριώτικο το 1890 (χ.χ.)

Στους πίνακες 1, 3 και 4 υπάρχει η αναφορά: «τρικεραίων τα πλήθη ευλόγησον Δέσποτα» και στον 2 το δίστιχο: «καράβι μου περήφανο με τα λευκά πανιά σου δίνεις στον κόσμο τη χαρά με την αρματωσιά σου».

3) ΜΙΤΖΕΛΙΩΤΙΚΑ ΚΑΡΑΒΙΑ

Ξακουστή για τη ναυτιλία της υπήρξε και η Παλιά Μιτζέλα ως τα χρόνια της επανάστασης οπότε και καταστράφηκε από τους Τούρκους. Οι μιτζελιώτες μετέφεραν τη σπουδαία τους ναυτοσύνη και στη νέα τους πατρίδα, εντός του Παγασητικού κόλπου, συνεχίζοντας την ναυτική τους δραστηριότητα. Ο Χριστόπουλος φιλοτέχνησε λοιπόν και μιτζιελιώτικα καράβια δύο από τα οποία υπάρχουν στην έκθεσή του. Πρόκειται για τρικάταρτα μπάρκα δηλωτικά της δυναμικότητας του μιτζιελιώτικου στόλου (13):

  1. Καράβι μιτζιελιώτικο του 1880 (χ.χ)
  2. Καράβι μιτζιελιώτικο του 1890 (χ.χ)

Στον πρώτο πίνακα το σκαρί έχει άσπρο χρώμα, ενώ στον δεύτερο κατακόκκινο όπου παρατίθεται και το δίστιχο: «Μιτζέλα μου περήφανη κορώνα του λεβάντη έχεις λεβέντες ναυτικούς κι ακρογιαλιές διαμάντι.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Στη συνέχεια του κειμένου του ο Χριστόπουλος κάνει λόγο για τα πρώτα ζωγραφικά του ερεθίσματα από όμορφα ιστιοφόρα.
  2. Ο ταρσανάς στα Πευκάκια του Βόλου λειτουργεί ανελλιπώς από το 1880 ως σήμερα. Η οικογένεια Χριστόπουλου διέμενε στα πευκάκια από το 1892, ενώ νωρίτερα κατοικούσε στον Βόλο.
  3. Στο περιοδικό Ζυγός, τεύχος 15, Ιούλιος 1958 και στην εφ. Βήμα 11/12/1960 αντίστοιχα.
  4. Στο άρθρο «Νικόλαος Χριστόπουλος, ο ζωγράφος του ταρσανά» (περ. Ζυγός οπ. π.)
  5. Συνήθως στο περ. Ναυτική Ελλάς αλλά και σε πολλά ακόμη έντυπα, απ’ όπου σε κάποια χειρόγραφα του ζωγράφου υπάρχουν αντιγραμμένες σχετικές σημειώσεις ή υπότιτλοι φωτογραφιών.
  6. Πολλές φορές καταγράφονται και δίστιχα σχετικά με το αντικείμενο του πίνακα.
  7. Τα ντόπια σκαριά τα γνώριζε ιδιαίτερα αφού τα περισσότερα είχαν ανελκυστεί στον ταρσανά στα Πευκάκια.
  8. Η εντοπιότητα στους πίνακες επιβεβαιώνεται τόσο στη συλλογή στο Μουσείο Κίτσου Μακρή, όσο και σ’ εκείνη στο Λαογραφικό Μουσείο Μακρινίτσας, που περιλαμβάνει τα έργα που βρίσκονταν άλλοτε στο Ξενία Τσαγκαράδας.
  9. Ενδεικτικά αναφέρουμε: α) τα κείμενα του Κίτσου Μακρή και την ανέκδοτη μελέτη «Ν. Χριστόπουλος – Η επαλήθευση του μύθου της Αργούς», του Ποσειδώνα Μιχάλογλου.
  10. Παραπέμπουμε στα βιβλία: α) Μαν. Γκαγκάκη «Αρμενίζοντας με τα ΖαγοριανάΚαράβια», Βόλος 2010, β) Αλ. Καπανιάρη – Ν. Τσούκα «Ήρθαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, εκδ. Μαγνήτων Κιβωτός, Βόλος 2015, και γ) Αν. Τζαμτζή «Η ναυτιλία του Πηλίου στα χρόνια της τουρκοκρατίας, εκδ. Εστία, 1985.
  11. Μετά τη λεζάντα του πίνακα ή τις οποίες αναφορές σε αυτόν, σε παρένθεση παρατίθεται η χρονολογία δημιουργίας, όπου αυτή υπάρχει. Αυτό ισχύει για όλους τους πίνακες που κάνουμε λόγο στην παρούσαεργασία.
  12. Στην τρικεριώτικη ναυτιλία αναφέρονται πολλά ενδιαφέροντα άρθρα του δάσκαλου – συγγραφέα Κώστα Δ. Πατρίκου, τρικεριώτη που δυστυχώς παραμένουν διάσπαρτα σε διάφορα έντυπα.
  13. Στοιχεία για τη μιτζιελιώτικη ναυτιλία παρατίθενται στο βιβλίο των Στυλιανού και Γεωργίου Τσολάκη «Παλαιάς και Νέας Μιτζέλας απαντά τα ιστορικά», εκδ. Δήμου Σούρπης – Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, 2009.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου