Γρ. Καρταπάνης: Μνήμες Αλωσης

γρ-καρταπάνης-μνήμες-αλωσης-449111

29 Μαΐου 1453: Η παραπάνω ημερομηνία, αποτελεί για την ιστορία μας, κομβικό ιστορικό σημείο, μιας και σηματοδοτεί το οριστικό τέλος του Μεσαιωνικού Ελληνισμού και ταυτόχρονα την απαρχή της νεότερης πορείας του τόπου μας, με τη μαύρη περίοδο των αιώνων της Τουρκοκρατίας. Αλλά και σε διεθνές επίπεδο, το πάρσιμο της Πόλης, θεωρείται ιστορικό ορόσημο για τους ίδιους περίπου λόγους: Το τέλος της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το ξεκίνημα της Αναγέννησης (που ήδη είχε αρχίσει), δηλαδή της πολιτισμικής αφύπνισης της Ευρώπης.

Οι μεγαλόστομοι χαρακτηρισμοί για το 1453 που εμφορούνται από πνεύμα εθνικής οδύνης, μάλλον θα πρέπει να αποφεύγονται, μιας και οι δυσμενείς εξελίξεις υπήρξαν αναπόφευκτες. Άρχισαν να διαφαίνονται μερικούς αιώνες πρωτύτερα, αφότου το Βυζάντιο ακολουθούσε φθίνουσα πορεία. Δίχως να είναι στις προθέσεις μας μια ανάλυση της κατιούσας διαδρομής της άλλοτε κραταιής αυτοκρατορίας, οι εσωτερικές διαμάχες, σε όλους τους τομείς -προϊόν, ίσως, της πολυσυλλεκτικότητας που διέκρινε το κράτος- άρχισαν νε γενικεύονται από τον 11ο αιώνα και μετά.

Πολιτικοί εναντίον στρατιωτικών, φιλοδυτικοί (ενωτικοί) εναντίον ανθενωτικών, νόμιμοι διάδοχοι εναντίον σφετεριστών του θρόνου, και η τεράστια ταξική και κοινωνική ανισότητα (φεουδάρχες – μεγάλες λαϊκές μάζες φτωχών) δημιούργησαν ένα πλέγμα αλληλοσυγκρούσεων, που διέβρωσε το κράτος εκ των έσω, κάνοντας πιο εύκολο το έργο των εχθρών που επιβουλεύονταν τα βυζαντινά εδάφη. Από τη μια η εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων (και αργότερα των Οθωμανών), που άρχισαν να προκαλούν την συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, έπειτα από την καθοριστικής σημασίας μάχη του Ματζικέρτ (1071 ), στην άτυχη, πραγματικά, στιγμή του ικανού αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη, για να εδραιωθεί κατόπιν η παρουσία τους στα ανατολικά εδάφη, με την άλλη καίρια μάχη στο Μυριοκέφαλο (1176), έναν αιώνα αργότερα. Και από τα δυτικά οι «ομόδοξοι» Σταυροφόροι, αφού απέτυχαν να σώσουν τους Άγιους Τόπους, φρόντισαν να κυριεύσουν την Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1204, μιας κι αυτός ήταν ο απώτερος στόχος των ληστρικού τύπου επιδρομών, που εύσχημα αποκαλούσαν Σταυροφορίες. Δεν είναι άστοχη η άποψη πολλών ιστορικών που θεωρούν την Άλωση του 1204 ως τον ουσιαστικό προπομπό της διαγραφόμενης τελικής πτώσης, δυόμιση αιώνες μετά. Η ανάκτηση της Πόλης το 1261, δημιούργησε μια Αυτοκρατορία, σκιά της παλαιάς, με τεράστια σμίκρυνση της εδαφικής της επικράτειας.

Ο Ελλαδικός χώρος και το Αιγαίο έβριθαν από ηγεμονίες δυτικών αρχόντων, ενώ τα νεοσύστατα ορθόδοξα κράτη, που προέκυψαν από τις σάρκες του βυζαντίου (αυτοκρατορίες Νίκαιας και Τραπεζούντος, Δεσποτάτο Ηπείρου και αργότερα του Μυστρά κ.α. ), παρουσίαζαν τα ίδια προβλήματα, δεχόμενα ποικίλες επιθέσεις αλλά και συγκρουόμενα μεταξύ τους. Η εσωτερική προβληματική κατάσταση -έλλειμμα εξουσίας θα το λέγαμε σήμερα- συνεχίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, διευκολύνοντας το έργο των Οθωμανών προς τον τελικό τους σκοπό. Στα τέλη του 14ου αιώνα η κατάσταση ήταν απελπιστική και η Άλωση θα είχε συμβεί στα 1402, αν ένα απρόσμενο γεγονός δεν ανάγκαζε τον σουλτάνο Βαγιαζίτ να λύσει την πολιορκία σε σημείο όπου η τελική παράδοση ήταν θέμα χρόνου.

Η εμφάνιση των Μογγόλων του Ταμερλάνου και η νικηφόρα σύγκρουσή τους με τους Τούρκους στη μάχη της Άγκυρας (1402) προσέφερε μισό αιώνα ζωής επιπλέον. Ή καλύτερα παρέτεινε το επιθανάτιο μαρτύριο της Βασιλεύουσας, παρά την προσωρινή αποδιοργάνωση του εχθρού. Στο εσωτερικό η διαμάχη ενωτικών – ανθενωτικών θέριευε και οι δεύτεροι τορπίλιζαν κάθε προσπάθεια διάσωσης, με βοήθεια από τη Δύση. Αποκορύφωμα αυτής της θρησκευτικής αντιπαράθεσης υπήρξε η σύνοδος Φεράρας – Φλωρεντίας (1439), όπου συμφωνήθηκε η ένωση των εκκλησιών, αλλά ουσιαστικά η ορθοδοξία υποτάσσονταν στον Πάπα, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική βοήθεια. Μόνο που η τελευταία ήταν πρακτικά αδύνατη, από τις εγγενείς αδυναμίες της διαιρεμένης, σε πολλά κρατίδια, Ευρώπης. Αν προστεθεί και η βίαιη αντίδραση των ανθενωτικών στην προοπτική της ένωσης των εκκλησιών, γίνεται καταφανές πως κάθε προσπάθεια για αποτελεσματική βοήθεια, εξέλιπε. Πρόκειται για μια λάθος πολιτική επιλογή, αφού αντιδρούσε η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού (ανθενωτικοί) και δεν υπήρχε και η δυνατότητα διάσωσης της Πόλης από αδυναμία της Ευρώπης. Η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία είχε απομείνει στην κυριολεξία μια πόλη – κράτος, έρμαιο στις διαθέσεις κάθε επίδοξου κατακτητή.

***

Πάνε κοντά 40 χρόνια όταν διδασκόμασταν στο σχολείο για αυτά τα γεγονότα, από τα εγχειρίδια της εποχής, τα οποία διαπνέονταν και από ένα λιγότερο ή περισσότερο εμφανές «εθνικοπατριωτικό» πνεύμα, πάνω στο «πάλι με χρόνια με καιρούς» δίχως να φανερώνουν τις αθέατες πλευρές τους. Μαθαίναμε τη «συμβατική» ιστορία, χωρίς βέβαια παρερμηνείες, αλλά και με την αποφυγή στις πικρές λεπτομέρειες και τις λιγότερο φανερές πτυχές των γεγονότων. Μια δράκα ηρωικών υπερασπιστών, άντεξαν με συμπαγή άμυνα, για δύο περίπου μήνες, στα τούρκικα γιουρούσια και πιθανώς να τα κατάφερναν αν δεν «ξεχνιόνταν» ανοιχτή, μια μικρή πύλη, στο βορεινό τμήμα του κάστρου, η Κερκόπορτα. Κάτι τέτοιο φάνταζε στα νεανικά μας μυαλά περίεργο, γιατί δεν ήταν δυνατό να λησμονηθεί πόρτα αφύλακτη, σε κατάσταση τόσο υψηλού κινδύνου.

Η αντιπαράθεση ενωτικών – ανθενωτικών, απλή αναφορά. Ούτε λόγος για το «εμφυλιοπολεμικό εσωτερικό παρασκήνιο, για τις, ερήμην του Παλαιολόγου, διαπραγματεύσεις των δεύτερων με τους πολιορκητές και για την έλλειψη διάθεσης να πολεμήσουν. Ώσπου έπεσε στα χέρια μου -καλοκαίρι του 1979- το βιβλίο του Ζαγοριανού ιστορικού Γιάνη Κορδάτου «Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975. Το αγόρασα θυμάμαι, από το παζάρι του Βόλου, που εκείνα τα χρόνια είχε μεταφερθεί, από την πλατεία Ρήγα Φεραίου, στο χώρο του γηπέδου Μαγνησιακού. Διαβάζοντας το ευσύνοπτο έργο, υπήρξε μια πρώτη επαφή με τις ουσιαστικές αιτίες που οδήγησαν στο 1453 και τα πραγματικά, μα λιγότερο γνωστά, γεγονότα που συνέβησαν πριν και κατά την Άλωση. Με εξαντλητική αναφορά των πηγών, αλλά και κάτω από το πρίσμα της δικής του επιστημονικής σκέψης και έρευνας, ο συντοπίτης ιστορικός δίνει, θαρρώ, τις πραγματικές διαστάσεις των συμβάντων.

Το πάρσιμο της Πόλης για τον Κορδάτο υπήρξε «ο θλιβερός επίλογος» της λυσσαλέας διαμάχης ενωτικών – ανθενωτικών, η οποία κορυφώθηκε τους τελευταίους αιώνες, αρχής γενομένης από το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών (1054). Όμως αυτοί οι «θρησκευτικοί καυγάδες» υπήρξαν, κατά τον Ζαγοριανό ιστορικό, απότοκοι της δημιουργίας μιας ισχυρής φεουδαρχικής τάξης στο Βυζάντιο με ταυτόχρονη ριζική διασάλευση των ταξικών και κοινωνικών στρωμάτων. Η δυνατή πλευρά συγκέντρωσε στα χέρια της όλη τη γη και τον πλούτο, δημιουργώντας από την άλλη ένα πολυάριθμο σύνολο δουλοπαροίκων αγροτών, πενήτων και άεργου όχλου στην Πόλη, που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αυτές τις μεγάλες μάζες οι ισχυροί, με τη βοήθεια του ανώτερου και κατώτερου κλήρου, κατάφεραν να τις χειραγωγήσουν, κάτω από καθεστώς μοιρολατρίας και θρησκοληψίας και να τις χρησιμοποιούν κατά το δοκούν. Έτσι δημιουργήθηκε το δίπολο ενωτικών – ανθενωτικών σε ό,τι αφορά τη θρησκευτική αντιπαράθεση, το οποίο όμως προήλθε από την κοινωνική, ταξική και οικονομική ανισότητα. Μια μερίδα ισχυρών προσέβλεπε προς τη Δύση, προσδοκώντας βοήθεια από τον Πάπα, με αντάλλαγμα την ένωση των εκκλησιών, αλλά έχοντας πάντα πρώτο το ατομικό-ταξικό τους συμφέρον.

Επικεφαλής των ενωτικών ήταν οι ίδιοι οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι που στόχευαν στη διάσωση της Κωνσταντινούπολης από τους αλλόθρησκους. Από την άλλη πλευρά οι ανθενωτικοί, γνωρίζοντας τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Σταυροφόροι, αλλά και την εν γένει αυταρχική συμπεριφορά των δυτικών ηγεμόνων, προέκριναν ως ηπιότερη την υποτέλεια στους Οθωμανούς, αν υποτάσσονταν ειρηνικά. Αλλά και αυτοί λογάριαζαν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον, ώστε να διατηρούν τα προνόμια τους. Άλλωστε οι ανθενωτικοί αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειοψηφία, γιατί με τη βοήθεια του κλήρου που δεν ήθελε τον Πάπα, συμπαρέσυραν μαζί τους το συντριπτικό ποσοστό του απαίδευτου φτωχού λαού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι από τις 35 – 40 χιλιάδες στρατό που θα μπορούσε να συγκεντρωθεί από το σύνολο των 250 χιλ. ψυχών που αριθμούσε η Πόλη, μόνο 9 χιλ. μάχονταν στα τείχη, μαζί με τους Γενοβέζους και τους άλλους λιγοστούς Ευρωπαίους εθελοντές. Τα στοιχεία που παρατίθενται για την ανύπαρκτη ομοψυχία των υπερασπιστών είναι καταλυτικά και καταδεικνύουν το αλληλοφάγωμα που εξελίσσονταν μεταξύ των δύο πλευρών. Στους ανθενωτικούς επικεφαλής ήταν ο μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, στον οποίο αποδίδεται η γνωστή φράση περί της προτίμησης του τουρκικού σαρικιού από τη λατινική καλύπτρα.

Παράλληλα -ερήμην του αυτοκράτορα που πράγματι υπήρξε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας- γίνονταν διαπραγματεύσεις για παράδοση της Πόλης, τη στιγμή που οι υπόλοιποι μάχονταν στις επάλξεις. Στα πλαίσια αυτής της οξείας αντιπαράθεσης οφείλεται και η διαμάχη του Νοταρά με τον ικανό πολέμαρχο Γενοβέζο Ιωάννη Ιουστινιάνη, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του τελευταίου από την άμυνα της Πόλης. Το ενδιαφέρον της έρευνας του Κορδάτου εστιάζεται και στο κεφάλαιο: «Πώς πάρθηκε η Πόλη. Με το σπαθί ή με συνθηκολόγηση». Εδώ ο ιστορικός με βάση τις πηγές όλων των πλευρών, αποδεικνύει πως η μισή Πόλη «πάρθηκε με συμφωνία», γι’ αυτό και οι ανθενωτικοί άφησαν αφύλακτο όλο το βορεινό τμήμα του τείχους, όπου και η Κερκόπορτα, ενώ η άλλη μισή κυριεύτηκε έπειτα από την κάμψη κάθε αντίστασης του αυτοκράτορα και των υπερασπιστών. Δεν καταλογίζει όμως ο Κορδάτος προδοτική στάση στον Νοταρά, τον Γεννάδιο (κατοπινό Πατριάρχη) και τους ανθενωτικούς. Απλά αυτή ήταν η πεποίθησή τους για την καλύτερη διαβίωση, κάτω από ένα ήπιο κατακτητικό καθεστώς, με παραχώρηση προνομίων που ευνοούσαν βέβαια τους ισχυρούς. Ακόμη και οι λεηλασίες που ακολούθησαν, δεν φθάνουν στα μεγέθη που τους αποδίδουν οι διάφοροι χρονογράφοι, ενώ και τα προνόμια που δόθηκαν στη συνέχεια από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, φανερώνουν την προΰπαρξη συμφωνίας.

Αξίζει νομίζω, να κοιταχτεί τούτο το έργο του Ζαγοριανού ιστορικού για τις ενδιαφέρουσες θέσεις του -αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας- που καταθέτει σχετικά με την Άλωση. Ας κλείσουμε το ταπεινό σημείωμά μας με την τελευταία φράση του προλόγου στο βιβλίο του Κορδάτου, που δίνει και το στίγμα της προσπάθειάς του: «Τα δοκουμέντα όμως, που αραδιάζω παρακάτω, θαρρώ πως είναι αποστομωτικά και πειστικά, ώστε η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως από πατριωτικός προπαγανδιστικός θρύλος, που είναι σήμερα, να γίνει ιστορία».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου