Γρηγόρης Καρταπάνης: Ναυπηγικές μαρτυρίες του Ν. Χριστόπουλου

γρηγόρης-καρταπάνης-ναυπηγικές-μαρτ-557854

Οι ναυπηγικές αναμνήσεις του Νίκου Χριστόπουλου αναφέρονται σε ιστορίες ανελκύσεων κάποιων σκαφών όπου παρουσιάζονταν μια ιδιαιτερότητα με υψηλό βαθμό δυσκολίας, κάτι βέβαια που συναντιέται συχνά στους ταρσανάδες. Τα όποια προβλήματα πάντοτε ξεπερνιόνταν, χάρη στις γνώσεις και την ικανότητα που διέθεταν στον τομέα των ανελκύσεων, τόσο ο πατέρας Αθ. Χριστόπουλος, αρχικά και στη συνέχεια οι τέσσερις γιοί του, δηλ. ο ζωγράφος και τα αδέρφια του. Ο ταρσανάς (νεωλκείον ή ανελκυστήριο), λειτουργούσε τότε ως ανελκυστική – επισκευαστική μονάδα, γι΄ αυτό κι ελλείπουν οι αναφορές σε ναυπηγήσεις σκαφών. Άλλωστε η ναυπηγική τέχνη δεν εξαντλείται μόνο στις κατασκευές, οι οποίες βέβαια αποτελούν την πρωταρχική πλευρά της. Πρέπει όμως να επισημάνουμε πως και οι ανελκύσεις- καθελκύσεις των πλεούμενων, απαιτούν μια σειρά τεχνικών διαδικασιών, όπου η πείρα, η ικανότητα και η γνώση, συνοδεύουν απαραίτητα την επίπονη εργασία. Η κατάλληλη διαμόρφωση με προσθήκες στα «βάζα» (δηλ. την βάση πάνω στην οποία θα τοποθετηθεί το σκάφος για να τραβηχτεί στην στεριά), ώστε να αγκαλιάζονται τα ύφαλα του και να ανελκυστεί με ασφάλεια, δίχως κίνδυνο ανατροπής ή ζημιάς, προϋποθέτει ναυπηγικές γνώσεις σχετικά με την μορφή της γάστρας κάθε τύπου σκάφους.

Κάθε περίπτωση, καθίσταται ίσως μοναδική και με ιδιαιτερότητες, έστω και στους ίδιους τύπους σκαφών, με σοβαρές διαφορές που οφείλονται στον κατασκευαστή ή στη χρήση του συγκεκριμένου σκαριού. Κι όλα ετούτα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται επιτυχώς από τον ταρσανατζή, τον ανελκυστή-ναυπηγό. Δίκαια λοιπόν η ανελκυστική αποτελεί την τρίτη πτυχή, έπειτα από τις κατασκευές και τις επισκευές, της ναυπηγικής τέχνης.

ΟΙ ΜΑΟΥΝΕΣ ΤΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ.

Το παρακάτω περιστατικό που μνημονεύει ο Χριστόπουλος θα πρέπει πιθανότατα να συνέβη κατά την εκπνοή του 19ου αιώνα, μετά τα γεγονότα του 1897-98. Ετούτο συμπεραίνεται από την κατάθεση της αδυναμίας για εργασία του πατέρα του, κάτι που σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες οριοθετείται από το παραπάνω χρονικό σημείο και μετά. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη ανέλκυση μαουνών τύπου «κλαπέ» δηλ. μεταφοράς των υλικών του πυθμένα, κατά την εκβάθυνση του λιμανιού, οι οποίες λόγω του μεγέθους τους, αλλά και της μεγάλης παραμονής τους στη θάλασσα, αποτελούσαν μια δύσκολη περίπτωση, στα όρια των δυνατοτήτων του ταρσανά. Αξιοσημείωτη η αναφορά πως η ανέλκυση γίνονταν με τα χέρια, με τα χαρακτηριστικά ξύλινα βίτζια (τους εργάτες) και σύστημα τροχαλιών (μακαράδων), ώστε να αυξάνεται η ελκτική δύναμη.

Η παρέμβαση του πατέρα Αθ. Χριστόπουλου υπήρξε καταλυτική κι έδωσε λύση στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε, ενώ η απουσία αναφοράς του καταγραφέα στον εαυτό του και τα αδέρφια του, εστιάζεται μάλλον στο γεγονός ότι ακόμη ήταν νεαροί και άπειροι ώστε να αναλάβουν υπεύθυνα την εκτέλεση μιας εξαιρετικά δύσκολης ανέλκυσης.

«’Αλη μια φορά ήχε φέρη η ετερία από τα λιμενικά έργα ο Πετρόχιλος και ο Σταματόπουλος 2 μαούνες κλαπέ, μεγάλες από το Γύθιο, ήταν τσιγγόμενεςγιατήπιός ξέρει πόσα χρόνια ήχαν να βγούνόξο. Εζούσε ο πατέρας μου αλά τους ρευματιζμούς δεν ημπορούσε να εργαστή και λέϊ στο Σταματόπουλο: Κύριε Μελέτη εγώ δεν ημπορό να εργαστό γιατή με πονούν τα ποδάρια. Δεν πιράζη Μαστροθανάση εμής θα φέρουμε δικό μας προτομάστορα, δεν θέλομε ούτε βάζα ούτε τίποτα γιατή έχη πετροπίδια από κάτο η μαούνα και δεν χριάζοντε βάζα. Την έφεραν γιαλό την κάθισαν, την κότσαραν και άρχισαν να γιρίζουν τους εργάτες αλά μόλης πάτησε η πλώρη στην ακρογιαλιά ούτε μέσα, ούτε όξο. Πεδέβονταν 3 μέρες κάπου 60 εργάτες. Εκή βλέπουμε τον Πετρόχιλο και τον Σταματόπουλο και περικαλούσαν τον πατέρα μου να τους πη τη να κάνουν, έχη παραλίση όλη η δουλιά. Εντράπηκε, σικόθηκε και πίγε. Μόλης βλέπη τη μαούνα λέη του προτομάστορα: Φέρτε 2 βουβά 6 μέτρα και να έρθουν οι εργάτες ν΄ανίξουν 2 γούρνες από κάτο από την καρένα (γιατή δεν ηπίρχαν γρίλη να σικόσουμε την μαούνα). Λόγο και έργο, σε μισή όρα ήταν όλα έτιμα. Ανεβίτε όλη απάνο στα βουβά. Μόληςανέβικαν όλη σικόθηκε η μαούνα.Φέρτε 2-3 κατρακίλια σαν τιλεγραφόξιλα. Τα περάσανε από κάτο από την καρένα. Άϊντε τόρα βίρα! Εν τω άμα ήχαμε 3 εργάτες από 16 σε κάθε εργάτη και μόλης τεζάρουν καλά τα παλάγγα ξεκίνησε η μαούνα μ΄ ένα γγρή και σε 3 ώρες ήχαμε μπαζάρη εκή που πολεμούσε ο πρωτομάστορας 3 μέρες. Εκή βλέπουμε τον Θεοφάνη τον Πετρόχιλο και το Μελέτη το Σταματόπουλο ήλθαν να σινχαρούν τον πατέρα μου καιο Θεοφάνης ήχε 3 πεντόδραχμα οςήδος τράπουλα για να φιλέψη τον πατέρα μου. Μόληςταϊδε ο πατέρας μου που τα ήχε στο χέρι αλάργα – αλάργα για να φένοντε του ήπε: Αυτά κύριε Θεοφάνη να πάτε να τα δίξετε κάπου αλού. Εγώ δεν ήλθα για τα λευτά αλά ήλθα να σας αποδίξω πια ήνε η τέχνη. Ήταν φτοχός αλά περίφανος λεβέντης ο μακαρίτης ο πατέρας μου».

ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Εξίσου ενδιαφέρουσα και η επόμενη ναυπηγική μαρτυρία που αναφέρεται στην έλευση των προσφύγων από την Αν. Ρωμυλία, μετά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Τα ιδιότυπα σκαριά τους, διαφορετικά από τα ντόπια, απαιτούσαν διαφορετική αντιμετώπιση κατά την ανέλκυση, όπως μνημονεύεται πιο κάτω.

«Στα 1906 όταν ήρθαν η πρόσφιγες από τη Βουλγαρία έφεραν μαζή τους πολλά καΐκια. Μια μέρα ήρθε ένα στον ταρσανά μας να το τραβίξομε όξο, γιατή έκανε νερά αλα η ώρα ήταν περασμένη και του λέμε νε περιμένη αύριο γιατή δεν προλαβένουμε να φκιάσουμε τη φόρμα στα βάζα γιατή το καΐκι ήταν 14 μέτρα μάκρος, και το λέγαν «Τσελεπή». Τότε λέγη ο καπετάνιος: Δεν χριάζετε φόρμες αλά να το βγάλουμε στην καρένα όπος το τραβούμε στη Βουλγαρία. Τότε πιάσαμε, το σαμπανιάραμε και το βιράραμε. Εκή βλέπουμε και κατεβάζη 2 ξάρτια, ένα αποτη μια πάντα και ταλό από την άλη, βαστούσαν 2 από την μία πάντα και 2 από την άλη. Εμής βιράραμε και βγίκε μια χαρά Κυτάζουμε από κάτο ήχε μια καρένα ένα μέτρο φάρδος που το βαστούσε σε ισοροπία αλά ήταν γιαλιστερή σαν πλάνη. Εμής στη Βουργαρία δεν έχομε σκουλήκη και ήνε πάντα γιαλιστερή η καρένα. Και ο του θαύματος, ήστερα από ένα χρόνο πήγε να το τραβήξη στον Άναυρο και όταν μετά από 1000 βάσανα τραβίχτικε το μισό απάνο στην σκάρα σταμάτισε. Ούτε μέσα, ούτε έξο. Όπου το βράδη πίρε μια φουρτούνα και κόπικε στη μέση, ήχε φάη την καρένα το σκουλίκη και έτση το χάλασε και έμινε με το χέρη στον κόρφο».

Ο «ΚΟΛΟΣΣΟΣ»

Το γεγονός ότι οι μαούνες ήταν ευμεγέθη, χοντροφιαγμένα σκαριά, φαρδιά και ψηλά περισσότερο από άλλα πλεούμενα, ώστε να δέχονται ποσότητες φορτίων, καθιστούσαν τις ανελκύσεις τους ιδιαίτερα επίπονες και δύσκολες. Για αυτό άλλωστε και τις αναφέρει ο Χριστόπουλος, αφού διέφεραν από άλλες, κανονικών σκαφών. Μάλιστα η συγκεκριμένη μαούνα ήταν η μεγαλύτερη που υπήρχε.

Επιπλέον δραστηριοποιούνταν στο λιμάνι του Βόλου ένας μεγάλος αριθμός από αυτά τα σκάφη, που ήταν απολύτως απαραίτητα στις μεταφορές φορτίων από πλοία που αδυνατούσαν να προσεγγίσουν. Οι ιδιοκτήτες τους ήταν σοβαροί τοπικοί πλοιοκτήτες, αφού διέθεταν συνήθως αρκετές ο καθένας. Για το συγκεκριμένο περιστατικό πρέπει να πιθανολογήσουμε πως συνέβη προς τα τέλη της πρώτης δεκ. του 20ου αιώνα, από το γεγονός ότι όλες οι εργασίες ήταν χειρωνακτικές και δεν είχε πραγματοποιηθεί η ατμοκίνηση του ταρσανά. Παρατηρούμε επίσης κι ένα μνημονικό λάθος του απομνημονευματογράφου, μιάς και η διαπλάτυνση του σιδηροδρομικού δικτύου εκτελέστηκε αργότερα. Προφανώς επρόκειτο για άλλες τακτικές εργασίες συντήρησης κι αποκατάστασης βλαβών των γραμμών.

«Μια φορά που φαρδίνανε τη γραμμή του σιδιροδρόμου, ξεφόρτοναν της ράγες με της μαούνες γιατή δεν μπορούσαν να πλεβρίσουν τα παπόρια. Εκή που κατέβαζε με το βίτζη 5 ράγες ξακοτσάραν και πέσαν με ορμή και πέρνηζβάρνα όλη την πάντα της μαούνας από τη μάσκα τη πλοριά μέχρι τη μάσκα την πριμιά και βούλιαξε η μαούνα. Ηταν μεγάλη η μαούνα, 150 τόνον που την έλεγαν «Κολοσό», ήταν η μεγαλίτερη του βόλου. Την άλλη μέρα έρχετε ο πρότος μιχανικός του σιδιροδρόμου ο κίριος Ζουλιέν και μας λέϊ. Παιδιά θέλομε να τραβίξομε τον Κολοσό όξογιατή βούλιαξε. Την έχομε κοτσάρει με 2 μαούνες, μια στην πλόρη και μια στην πρίμη για να μην πάϊ στον πάτο, αλά θέλη μεγάλη προσοχή γιατή ήνε φευγάτη η μια πάντα. Του λέμε και εμής. Ας του φέρουν εδό και θα γίνη ότη χριάζετε, αλά να στίλετε μερικούς εργάτες. Γιατή δεν ήχαμε ούτε ατμό ούτε μηχανή. Πράγματη έφερε 15 γγεκίδες με τις χαμαλίκες. Μόλης την φέραν ήχαμε τα βάζα (μόρσα) έτιμα, πίγαμε τη βαζόσαμε και την βιράρανε γιαλό γιατή κάθισε ανικτά. Αλά βλέπομε τον κύριο Ζουλιέν, επίρε μια καρέκλα και κάθισε και κίταζε με μεγάλη περιέργια. Νηστικός και σκεπτικός. Εγώ και ο αδερφός μου ο Κώστας ήμασταν θαλασομένη. Ο Αντρέας και ο Γιανάκος κάνανε κουράγιο στους γγέκιδες. Επιστάτης ήταν ο Στάθης Ματσατσίνης. Ερχόντανε (η μαούνα) μια χαρά και μόλης πάτισε απάνο στη σκάρα και ξενέρισε η μαούνα και φάνικαν τα βάζα (η φόρμα) βλέπομε τον κύριο Ζουλιέν και σκόνετε απάνο και μας αγγαλιάζη και μας φίλισε 2 φορές και μας ήπε πος αυτό το πράγμα δεν το περίμενε να ιδή στο Βόλο. Γιατήεμής, καθόςέλιπε η μια πάντα της μαούνας, ήχα με βάλη το ένα βάζο, που ήταν από την σπασμένη μεριά, κοντά στην καρένα και το άλο 2 μέτρα από την καρένα. Γιατή τον κύριο Ζουλιέν τον ήχε κιριέψη ο φόβος μην τυχόν και μπατάρη η μαούνα και όταν μπαζάραμε και σκολάραμε μας έδοσε από ένα ικοσιπεντάρικο, ένα εμένα, ένα τον Κώστα επιδή ήμασταν βρεγμένη όλη μέρα. Και έμινε ιστορικό αυτό το τράβηγμα του Κολοσού, της μεγαλίτερης μαούνας του Βόλου γιατή γινόνταν η εργασία όλο με τα χέρια.

ΑΛΛΕΣ ΝΑΥΠΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Θα ήταν παράλειψη να μην μνημονεύσουμε στις ναυπηγικές αναφορές του Χριστόπουλου κι ένα ποίημα, του, περίπου 70 στίχων, στο οποίο σχολιάζονται, με χιούμορ όλοι (ή περίπου όλοι) οι ναυπηγοί του Βόλου. Το στιχούργημα υπάρχει σε τρείς–τέσσερις παραλλαγές με αφαίρεση ή προσθήκη προσώπων, φέρεται δε σε ένα από τα χειρόγραφα ως έτος γραφής το 1954. Ευελπιστούμε στην σχολιασμένη παρουσίασή του κάποια άλλη φορά.

Επίσης θα πρέπει να αναφερθούν και οι εικαστικές ναυπηγικές καταθέσεις του Χριστόπουλου. Σε εφτά πίνακες στην έκθεσή του στα Πευκάκια του Βόλου απεικονίζονται ταρσανάδες-πως θα μπορούσε άλλωστε να μην το πράξει!

Γνωρίζω ακόμη μερικούς με το ίδιο θέμα (σε συγγενικά σπίτια, στην έκθεση του Κίτσου Μακρή κ.α.), γεγονός που καταμαρτυρεί τη βούληση της ψυχής του καλλιτέχνη για την αποτύπωση του αγαπημένου εργασιακού του χώρου, όπου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για περισσότερα από 60 χρόνια και παρέμεινε σε αυτόν συνολικά 75 χρόνια, δίχως να απομακρυνθεί ποτέ, ως το τέλος του βίου του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου