Γρηγόρης Καρταπάνης: ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ Α/Π ΧΕΙΜΑΡΡΑ (Μέρος β’)

γρηγόρης-καρταπάνης-το-ναυαγιο-του-α-π-592364

Στο σημερινό μέρος θα επιχειρήσουμε μια διαδρομή στο ζήτημα της εξακρίβωσης των πραγματικών αιτιών του συμβάντος, γιατί, όπως θα δούμε προέκυψαν σημαντικές διαφωνίες ως προς αυτές. Επάνω στο πανικό που δημιουργήθηκε δεν ήταν δυνατόν να γίνουν ακριβείς εκτιμήσεις, υπήρξαν απροσδιόριστα στοιχεία, όπως και ακολούθως σκόπιμες ερμηνείες που θα απάλλασσαν τον πλοίαρχο και το πλήρωμα από τις ευθύνες τους. Επιπλέον προέκυψαν και καθαρά πολιτικού χαρακτήρα εστιάσεις, υιοθετώντας, κάθε μια πλευρά, σ’ ένα πολωμένο εμφυλιακό κλίμα, την αποκάλυψη εκείνη που τη συνέφερε.

Οι αιτίες του ναυαγίου δεν αποκαλύφθηκαν με σαφήνεια αμέσως μετά το τραγικό συμβάν. Η πρώτη εκτίμηση έκανε λόγο για πρόσκρουση σε αδέσποτη νάρκη, κάτι πολύ πιθανό, αφού υπήρχε απροσδιόριστος αριθμός μαγνητικών ναρκών ή άλλων που είχαν ξεκοπεί από εκκαθαρισμένα ή μη, ναρκοπέδια. Ετούτη η άποψη προκρίνονταν ως η πιθανότερη, διατυπωμένη μάλιστα και από το αρμόδιο υπουργείο. Το τράνταγμα του πλοίου και ο εκκωφαντικός θόρυβος που το συνόδευσε, σύμφωνα με τις πρώτες μαρτυρίες, έστω και διογκωμένες υπό το κράτος του πανικού, έδειχναν μια τέτοια εξήγηση. Αυτή την εκδοχή υποστήριζαν με επιμονή, τόσο ο πλοίαρχος του Χειμάρρα, Σπ. Μπιλίνης, όσο και ο ανθυποπλοίαρχος Καναβάς μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς και τα μέλη του πληρώματος. Δεν γνωρίζουμε πόσο πράγματι πίστευαν μια τέτοια άποψη, η αποδοχή της οποίας τους απάλλασσε από τις σοβαρές ευθύνες της πρόσκρουσης στη βραχονησίδα Γάιδαρος, δηλαδή του ανθρώπινου σφάλματος. Τα απομεινάρια του πολέμου είχαν προκαλέσει πολλά ναυτικά δυστυχήματα με ανθρώπινες απώλειες κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε μια τέτοια αιτία προέκυπτε ως η πιθανότερη ίσως. Ακόμη κι αν είχε ειπωθεί σκόπιμα, εύκολα γίνονταν αποδεκτή και πειστική. Στα σχεδιαγράμματα που κατέθεσαν ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί της γέφυρας την ώρα του ναυαγίου, κατά τις ανακρίσεις που υποβλήθηκαν, τοποθετούν την πρόσκρουση στη νάρκη κάπου ένα μίλι από τη βραχονησίδα Γάιδαρος, στην οποία υποτίθεται δεν είχαν επικίνδυνα προσεγγίσει. Όμως η υποστήριξη αυτής της άποψης είχε και τις αδυναμίες της: Αν επρόκειτο περί νάρκης, ούτε υπήρξε πίδακας νερού ούτε κάποια λάμψη, όπως θα συνέβαινε σε μια τέτοια περίπτωση, ο θόρυβος και το ταρακούνημα θα εκδηλώνονταν πολύ ισχυρότερα, ενώ το ρήγμα θα ήταν ευρύτατο και θα επέφερε τη βύθιση σε συντομότερο χρονικό διάστημα και όχι σε μιάμιση ώρα. Παρά ταύτα, την άποψη της νάρκης υποστήριξε, όπως ήταν φυσικό, και η Πανελλήνια Ένωση Εμποροπλοιάρχων ως εξαιρετικά πιθανή, επικαλούμενη τα πολλά ανάλογα περιστατικά αλλά και για το προφανές: την υποστήριξη των μελών της. Την τελική εξήγηση θα έδινε το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων, έπειτα από την επιτόπια έρευνα δυτών στο βυθισμένο πλοίο.

Εκτός από την περίπτωση της νάρκης, ή της πρόσκρουσης στη βραχονησίδα, προέκυψε άλλη μια πιθανή εκδοχή για την αιτία του ναυαγίου, απότοκη του πολωμένου εμφυλιοπολεμικού κλίματος που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή. Για τις ακραίες φωνές της κρατικής πλευράς και όχι μόνο, ότι κακό συνέβαινε, πίσω από αυτό κρύβονταν δάκτυλος των «κομμουνιστοσυμμοριτών». Έτσι διατυπώθηκε και μάλιστα μετ’ επιτάσεως η εκδοχή του σαμποτάζ με την τοποθέτηση ωρολογιακού εκρηκτικού μηχανισμού στο εσωτερικό του σκάφους ή ακόμη ως «βεντούζα» στα ύφαλά του. Επρόκειτο για ανερμάτιστο και ακραίο σενάριο που όμως έβρισκε ευήκοα ώτα στην εθνικόφρονα παράταξη, καθώς προβάλλονταν και υποστηρίζονταν κατάλληλα ως την πιο πιθανή, σχεδόν βέβαια περίπτωση ,με την παράθεση σχετικής επιχειρηματολογίας. Λόγοι καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας έθεταν προς διερεύνηση κι αυτή την αιτία του ναυαγίου.

Οπωσδήποτε δεν έπαυε να διερευνάται και η πιο «φυσιολογική» περίπτωση της πρόσκρουσης στη βραχονησίδα για τους λόγους που προαναφέραμε σχετικά με τις αδυναμίες που ενείχε η εκδοχή της επαφής με νάρκη. Όπως επίσης και για το αστήριχτο σενάριο του σαμποτάζ που μπορεί να βόλευε κάποιους, αλλά έλλειπαν τα χειροπιαστά στοιχεία.

Οι τρείς ετούτες, λοιπόν, πιθανότερες εκδοχές της αιτίας του ναυαγίου αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, όπου η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, υποστήριξε συγκεκριμένες θέσεις. Οι εφημερίδες ανάλογα με την πολιτική και ιδεολογική τους τοποθέτηση προέβαλλαν και την αντίστοιχη εκδοχή. Η ακραία δεξιά εφημερίδα Ακρόπολις υποδείκνυε με βεβαιότητα την περίπτωση του κομμουνιστικού σαμποτάζ ως χτύπημα των αντιφρονούντων στην κρατική ακτοπλοΐα. Με πείσμα και φανατισμό υποστήριξε τις θέσεις της, εκθέτοντας και τις αντίστοιχες «αποδείξεις» δίνοντας έτσι μιαν ακραία διάσταση στο τραγικό ναυάγιο. Η μετριοπαθής, συντηρητική Καθημερινή προέκρινε την πλέον φυσική και πιθανή εκδοχή, αυτή της πρόσκρουσης στη βραχονησίδα, η οποία φαίνονταν, προς το παρόν τουλάχιστον να υπολείπεται σε σχέση με τις άλλες δύο, προτού ακόμη εξαχθούν πορίσματα από τις καταθέσεις και τα επιτόπια ευρήματα. Οι αριστερές εφημερίδες, Ριζοσπάστης και Ελεύθερη Ελλάδα (λίγους μήνες αργότερα απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους) υποστήριζαν κι επέμεναν στην πρόσκρουση σε νάρκη, που βέβαια ήταν κάτι εξαιρετικά πιθανό. Με την συγκεκριμένη τοποθέτηση αφενός απομακρύνονταν οι ευθύνες από τον καπετάνιο και το πλήρωμα, αφετέρου αυτές μετακινιόνταν στο κράτος (για τον ελλιπή καθαρισμό των διαύλων) που τύχαινε να είναι και ο πλοιοκτήτης, στέλνοντας τους ναυτικούς σε δρομολόγια αυτοκτονίας. Άλλωστε αυτή η εκδοχή είχε εξαρχής διατυπωθεί και από επίσημα κρατικά όργανα . Το βαθειά πολωμένο κλίμα της εποχής ευνοούσε και επέτεινε αυτή την αντιπαράθεση.

Η λύση τελικά δόθηκε αρκετό καιρό αργότερα μέσα από το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων που είχαν αναλάβει την υπόθεση ,εκτιμώντας τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους και κυρίως τα ευρήματα των δυτών που προσέγγισαν και εξέτασαν το βυθισμένο πλοίο που βρίσκονταν στο προσιτό βάθος των 30 περίπου μέτρων. Σύμφωνα με την επιτόπια έρευνα, η αριστερή πλευρά της γάστρας του πλοίου, από το σημείο της γέφυρας και προς τα πίσω, παρουσίαζε βαθουλώματα και εκδορές των ελασμάτων ,τα οποία προς το πρυμναίο τμήμα του μηχανοστασίου είχαν διαρραγεί προκαλώντας δύο ρήγματα τριάντα εκατοστών και ενάμιση μέτρου που προκάλεσαν τη βύθιση του σκάφους. Το πηδάλιο είχε στραβώσει μονόπλευρα δεξιά, οι προπέλες ήταν με σπασμένα φτερά και στη μια βρέθηκαν σφηνωμένες πέτρες από τη βραχονησίδα. Οπότε πλέον, με τον συνυπολογισμό και των υπόλοιπων στοιχείων που υπήρχαν, ήταν ξεκάθαρη η αιτία του ναυαγίου. Η δεξιά στροφή που επιχειρήθηκε για να αποφευχθεί η πρόσκρουση ,εξέθεσε την αριστερή πλευρά της γάστρας στα βραχώδη αβαθή με ισχυρότερη επαφή προς τα πρύμα καθώς έστρεφε το πλοίο, προκαλώντας τα ρήγματα και την καταστροφή πηδαλίου και ελίκων. Η νάρκη θα είχε προκαλέσει ευρύτερο ρήγμα και πιθανότατα θα είχε φονεύσει τους μηχανικούς στο μηχανοστάσιο. Ένα ακόμη στοιχείο που απορρίπτει αυτή την εκδοχή ήταν η διαπίστωση πως δεν βρέθηκαν στο υποτιθέμενο σημείο της επαφής με το φονικό όπλο, νεκρά ψάρια. Με το παραπάνω πόρισμα αποκλείονταν επίσης και το ενδεχόμενο του σαμποτάζ.

Το ναυάγιο οφείλονταν αποκλειστικά σε ανθρώπινο λάθος με την κακή εκτίμηση και τη μη έγκαιρη αλλαγή πορείας του καραβιού, οδηγώντας το πάνω στη βραχονησίδα. Όταν επιχειρήθηκε κίνηση αποφυγής της πρόσκρουσης δεν υπήρχαν πλέον τα περιθώρια για την επιτυχή εκτέλεση της, με αποτέλεσμα να συρθεί στα βράχια η αριστερή πλευρά των υφάλων και να προκληθούν ρήγματα που συντέλεσαν στη βύθιση. Οι αστοχίες όμως συνεχίστηκαν με το πλοίο να παρασύρεται μακριά από τη βραχονησίδα, αποτρέποντας μια επιτυχή διάσωση των επιβαινόντων. Αν και η προσπάθεια επαναφοράς του πλοίου προς τις νησίδες ήταν αδύνατη λόγω της καταστροφής ελίκων και πηδαλίου, υπήρχε η δυνατότητα αγκυροβολίας στο εγγύτερο δυνατό σημείο, με συγκροτημένη εγκατάλειψη, αν βέβαια επικρατούσαν σύνεση και ψυχραιμία κι όχι συνθήκες ανοργανωσιάς και πανικού. Ακόμη η μη ρίψη φωτοβολίδων ,ώστε να γνωστοποιηθεί άμεσα το συμβάν στη γύρω περιοχή και να συνδράμουν την κατάσταση τα ντόπια καΐκια, αποτέλεσε ακόμη έναν παράγοντα για την δραματική αύξηση των απωλειών. Επίσης ή μη εκπομπή SOSοδήγησε στην καθυστέρηση της κρατικής βοήθειας.

Γενικότερα το πλήρωμα κατηγορήθηκε για την αντίδραση του την ώρα του ναυαγίου, καθώς αποδείχτηκε κατώτερο των περιστάσεων και όχι προετοιμασμένο για μια τέτοια ακραία περίπτωση. Η επικράτηση και διόγκωση του πανικού οφείλεται κατά πολύ στην συμπεριφορά των ενόπλων χωροφυλάκων και στρατιωτικών, που με την αμφιλεγόμενη συμπεριφορά τους ή τη χρήση των όπλων τους, χειροτέρεψαν την κατάσταση. Ακόμη και μέσα στις σωσίβιες λέμβους παρατηρήθηκαν αυταρχισμοί και απειλές προς τους άλλους επιβάτες, κάτι που θεωρείται απόλυτα καταδικαστέο, θέλοντας να επιβάλλουν τη δική τους βούληση, αν και ο αντίλογος υποστηρίζει ότι φέρθηκαν έτσι για την επικράτηση της τάξης. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους κρατούμενους, την πλέον τραγική ομάδα επιβατών, που πλήρωσαν βαρύ τίμημα απωλειών, καθώς, όπως λέγεται, δεν τους αφαιρέθηκαν τα δεσμά ούτε την ώρα της βύθισης. Ακόμη στους διασωθέντες κρατούμενους απαγορεύτηκαν οι καταθέσεις –μαρτυρίες , αλλά και γενικότερα επιχειρήθηκε περιορισμός μαρτυριών.

Σημαντικός παράγοντας για τη διόγκωση της τραγωδίας υπήρξε και η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι έξη σωσίβιες λέμβοι του πλοίου που μπορούσαν να χωρέσουν 320 άτομα . Μόνον μια ή δύο κατάφεραν να φθάσουν σε ακτή διασώζοντας τους ναυαγούς, ενώ για τις υπόλοιπες αναφέρεται ότι δεν καθαιρέθηκαν λόγω προβλημάτων στο σύστημα τροχαλιών ή βυθίστηκαν έμφορτες επιβατών επειδή έκαναν νερά από ελλιπή συντήρηση, (μια έσπασε κατά την καθαίρεση), αν και οι διάφορες πληροφορίες διαφέρουν μεταξύ τους. Εδώ πρόκειται για ολέθρια αστοχία που βαρύνει πρωτίστως τον πλοιοκτήτη, δηλαδή το Ελληνικό κράτος.

Στον πλοίαρχο και στους υπόλοιπους του πληρώματος, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την τραγωδία, επιβλήθηκαν ποινές από 6 έως 12 μήνες, εκτός από τον ανθυποπλοίαρχο Καναβά, τον βασικότερο ίσως υπεύθυνο απ’ ότι δείχνουν τα γεγονότα, που τιμωρήθηκε μόνο με ένα μήνα φυλακή.

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

Οι απώλειες, όπως είπαμε, έφτασαν τις 383 ψυχές, αριθμός στον οποίο συμφωνούν όλες οι ερευνηθείσες αναφορές. Στο βιβλίο «Τα ναυάγιο στις Ελληνικές θάλασσες» του αντιναυάρχου λιμενικού Χρ. Ντούνη ( τόμος Α’ σελ 487-500) αναφέρονται ονομαστικά, σύμφωνα με τις καταστάσεις πληρώματος και επιβατών, όλοι οι επιβαίνοντες . Από το πλήρωμα σημειώνονται οι 42 απολεσθέντες και οι 44 που διασώθηκαν, ενώ για τους επιβάτες δεν υπάρχει ανάλογη επισήμανση. Διαχωρίζονται όμως οι 530 επιβάτες στους 286 πολίτες και τους 244 χωροφύλακες, στρατιώτες κι άλλους ένστολους, ενώ αναγράφονται και κάποιοι στρατιωτικοί λαθρεπιβάτες. Από τους επιβάτες γενικά διασώθηκαν 189 ενώ χάθηκαν 341, δίχως πάλι να γνωρίζουμε πόσοι ήταν οι πολίτες και πόσοι οι ένστολοι. Ο τελικός αριθμός των επιβαινόντων θα πρέπει να ήταν διαφορετικός αφού στη Χαλκίδα 8-10 αποβιβάστηκαν και επιβιβάστηκαν λαθραία 15 με 20 στρατιώτες, γι’ αυτό και αποκλίνουν κατά τι οι αριθμοί στις διάφορες πηγές. Ασυμφωνία παρατηρείται και στους εκτοπισμένους αριστερών φρονημάτων κρατούμενους. Στα «Ναυάγια …» αναφέρονται ονομαστικά 34 άτομα, ενώ αλλού (π.χ. στην εφ. Ριζοσπάστης) περισσότεροι, 36, 39, ή και 44, από τους οποίους διασώθηκαν μόνο οι 6 ή 10. Αυτές οι λεπτομέρειες τελικά μάλλον λίγο ενδιαφέρουν, αφού το ποσοστό των απωλειών υπερέβη το 60 % επί του συνόλου των επιβαινόντων. (Στο ναυάγιο του «Ηράκλειον» έφθασαν στο 85% περίπου).

Το ναυάγιο του α/π Χειμάρρα ονομάζεται ως ο «Ελληνικός Τιτανικός» καθώς αποτελεί την πιο πολύνεκρη τραγωδία της Ελληνικής ακτοπλοΐας. Τιτανικό όμως θυμίζει και ο τρόπος πρόσκρουσης, όπου, με την κίνηση αποφυγής η επαφή με το εμπόδιο «έσκισε» τη γάστρα του πλοίου και το οδήγησε στη βύθιση.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου