Γρηγόρης Καρταπάνης: ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ( Μέρος 2ο ).

γρηγόρης-καρταπάνης-παιδικεσ-αναμνη-236332

ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΛΟ ΤΟΥ 1890.

Η περίοδος διαμονής του Νίκου Χριστόπουλου στην πόλη του Βόλου, ως τα δώδεκα του χρόνια, προτού μετακομίσει οικογενειακώς στα Πευκάκια, στο χώρο του ναυπηγείου τους, παραμένει ζωντανή στην θύμησή του, με πολλές ενδιαφέρουσες στιγμές που μνημονεύονται με ακριβείς και λεπτομερείς περιγραφές στα χειρόγραφα τετράδια της αυτοβιογραφίας του. Παιδικές μνήμες αξεθώριαστες στο πέρασμα τόσων δεκαετιών, από γεγονότα και καταστάσεις που εντυπωσίασαν και σημάδεψαν τον μικρό Νίκο μέσα στις καθημερινές περιπέτειες της παιδικής συντροφιάς εκείνης της αστικής γειτονιάς.

Χαρακτηριστικοί, περίεργοι τύποι και άλλα ιδιαίτερα περιστατικά καταγράφονται ζωντανά σαν πρόσφατα κι ας είχαν παρέλθει από το χρόνο που συνέβησαν ως την αποτύπωσή τους στο χαρτί, πάνω από εφτά δεκαετίες. Οι περισσότερες παιδικές αναμνήσεις της ζωής του κατοπινού ζωγράφου στο Βόλο, εντοπίζονται γύρω στο 1890, σύμφωνα με τις χρονικές επισημάνσεις του ίδιου του απομνημονευματογράφου, κι εκτός από ελκυστικές ιστορίες, αποτελούν, σε πολλά σημεία τους, σημαντικές πηγές πληροφόρησης για την εικόνα και την καθημερινή ζωή της πόλης εκείνη την εποχή, μια περίπου δεκαετία μετά την απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό.

ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Εκτός από τα προσωπικά, παιδικά του βιώματα, ο Ν. Χριστόπουλος αφηγείται γραπτώς και άλλα γεγονότα, της ίδιας περιόδου, που αφορούσαν γνωστά πρόσωπα της οικογένειάς του και τα έζησε ο ίδιος, αυτόπτης και αυτήκοος παρατηρητής. Όντας δε σημαντικά, παρέμειναν στη θύμησή του και τα καταγράφει παράλληλα με τις υπόλοιπες αναμνήσεις. Ιστορίες άλλων που υπάρχουν σε αρκετά σημεία μαζί με τις βιωματικές περιγραφές, τις οποίες γνώριζε από πρώτο χέρι και σίγουρα υπήρξαν αξιομνημόνευτες. Όπως η περίπτωση του αγριώτη καπετάνιου – πλοιοκτήτη, γνώριμου και καλού φίλου της οικογένειας Χριστόπουλου που ενώ ήταν ευκατάστατος, έπειτα από ένα ατυχές περιστατικό ( ναυάγιο του καινούριου του σκάφους ) πήρε την κάτω βόλτα και καταστράφηκε.Η πικρή ιστορία χαράχθηκε στη μνήμη του μικρού Νίκου και την παραθέτει, μαζί με τις υπόλοιπες αφηγήσεις των παιδικών του χρόνων.

Με την ευκαιρία της συγκεκριμένης καταγραφής, ο απομνημονευματογράφος δεν χάνει την ευκαιρία να μνημονεύσει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ναυτιλία και το εμπόριο στην «σκάλα» της Αγριάς, στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου υπήρχε σημαντική, εξαγωγική των τοπικών προϊόντων, δραστηριότητα:

«Στα 1890 ήταν στην Αγριά ένας καπετάνιος, ο Δήμος ο Γγανάς, ήχε ένα καΐκι κρασάδικο, και μεγάλη αποθήκη, ήταν κουβαρδάς, λεβεντάνθροπος. Εκήνα τα χρόνια η Αγριά ήταν στις δόξες της γιατή κάθε Σάβατο πίγενε το παπόρη και φόρτονε ελιές, λάδια, φρούτα και άλα. Επίσης και κάθε 15 μέρες πίγενε το Αυστριακό της γραμής για τον ήδιο σκοπό. Η εμπόρη ήχαν τα εμπορεύματα μεσ’ στα καΐκια γιατή κάθε έμπορος ήχε δικό του. Πρότος ήταν ο Νικολάκης ο Καραβοκίρης, ήχε 5 σκάφη, ο Αθανασάκης 2, ο Τριανταφιλίδης 1, ο Μήχος 1, ο Λιάκος 3, ο Ηδρέος 1, ο Θεόφιλος 1, ο Παπαδούλιας 2, ο Ξιπόλιτος 1 και μόλης πίγενε το παπόρη πεύταν δίπλα και ξεφορτόναν. Λιπόν, αυτό το κρασάδικο ήταν τόσο τιχερό που πλούτισε ο καπετάν Δήμος, αλά ήταν παλιό και το χάλασε και εύκιασε κενούργιο, ένα ομορφοκάϊκο αλά άτυχο γιατή στο πρότο ταξίδη έπεσε όξο στα Γιάλετρα και καταστράφικε. Ο καπετάνιος μάζεψε τα ναυάγια και τάβαλε μες σε μια αχιρόνα καθός και μια ηκόνα του Αγίου Νικολάου την κρέμασε μες την αχιρόνα και ήπε: Αυτού, να φιλάς τα’ αχούρη κι όχη τα καΐκια. Και από τότε καταστράφηκε. Έχασε και τη συρμαγιά, έχασε και την υγία του, που ήταν ο καλίτερος νικοκίρης της Αγριάς. Όταν ερχόνταν στο σπίτι μας έφερνε κι ένα βαρελάκη κρασή. Ήταν άκρος φίλος του μακαρίτη του πατέρα μου».

ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΙ ΚΑΙ ΑΦΕΛΕΙΣ ΣΤΟ ΒΟΛΟ ΤΟΥ 1890-91

Επανακάμπτει ο λαϊκός ζωγράφος στην καθημερινότητα της πόλης, εκεί γύρω στα 1890 και αναφέρεται σε μια αρνητική παράμετρο που δεν έλειπε και τότε, προκαλώντας προβλήματα στην ομαλή και ασφαλή διαβίωση των βολιωτών. Επρόκειτο για τις διάφορες απατεώνισσες – συνήθως τσιγγάνικης προέλευσης – που έλεγαν την μοίρα γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι και έπειθαν τον αφελή κόσμο ότι διέθεταν «μαγικές» ικανότητες και μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του, με απώτερο σκοπό την οικονομική απολαβή ή και την κλοπή ακόμη, όταν τα παραπάνω συνδυάζονταν και με υπνωτισμό, όπως στην επόμενη ιστορία. Οι «μοίρες», ή «καφετζούδες», όπως τις αποκαλεί ο Χριστόπουλος, ξεκινούσαν από την πιο ανώδυνη πρακτική της ανάγνωσης του φλιτζανιού και επεκτείνονταν σε πιο σοβαρές και επικίνδυνες μεθόδους εξαπάτησης εκμεταλλευόμενες την αφέλεια και τον διακαή πόθο για κάτι συγκεκριμένο, των θυμάτων τους.

Ενδιαφέρουσα η αφήγηση που ακολουθεί με την πρωτότυπη μέθοδο… τεκνογονίας, αλλά και την επ’ αυτοφώρω σύλληψη:

«Τόρα λέμε για της καφενζούδες.

Μια φορά στα 1891, καθόμασταν ακόμα στο Βόλο. Δίπλα στο σπίτι μας ήχαμε μια γιτόνισα και δεν έκανε πεδιά. Μια μέρα φόναξε μια γινέκα από αυτές που δίχνουν τις μίρες. Αυτή η γινέκα ήχε μαζί της και ένα κοριτσάκη ίσαμε 10 χρονών. Τότε της λέγη η Τρανταφλιό (έτση τη λέγαν την γιτόνισά μας) γιατή δεν κάνη πεδιά. Εγώ θα σε κάνο να κάνης όλο αγόρια. Κάτσε σε μια καρέκλα. Όταν κάθισε η Τρανταφλιό της σίκοσε τα φουστάνια και της σκέπασε το κεφάλη και άρχισε τραγουδιστά και έλεγε: Άσπρος κ… και παχής, σερνικό πεδή να γεν, Και βίρα και χάϊδεβε τον πισινό της και έλεγε στο κοριτσάκη: Μάζεβε μαρή, μάζεβε. Εγώ ήμουν απόξο και παραμόνεβα. Βλέπο το κοριτσάκη, μάζεβε τα πράγματα και τάβαζε μέσα σ’ ένα σακούλη. Μπίγο της φονές. Έρχετε η μάνα μου, μπένουμε μέσα και της αρχινάμε στο ξίλο. Εγώ χτιπούσα το κοριτσάκη και η Μάνα μου τη Μίρα, όπου σικόθηκε η γιτόνισα σαστιζμένη, την ήχε ηπνοτίση. Κιτάζη τη ναιδή. Της ήχε κλέψη όλα τα χρισαφικά της, που αν δεν ήμουνα εγώ θα της τα πέρναν όλα. Την αρχινάϊ κι αυτή στο ξίλο και ούτε ξαναπάτισε σε κίνη τη γιτονιά. Αυτές ήνε η μίρες που γυρίζουν».

Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Στα τελευταία κυρίως χειρόγραφά του ο Χριστόπουλος επαναφέρει στη μνήμη του και καταγράφει αναμνήσεις από τα παιδικά ή νεανικά του χρόνια με αφορμή κάποιο πρόσφατο ανάλογο συμβάν. Αφηγείται τα παλιά γεγονότα και ενίοτε προχωρά σε αποτιμήσεις και συγκρίσεις με την επικαιρότητα, όπου βέβαια αποφαίνεται υπέρ του παρελθόντος με νοσταλγία και συγκίνηση, απαξιώντας το αλλοπρόσαλο σήμερα. Η αθωότητα, η ειλικρίνεια και οι καθαρές ψυχές εκείνης της εποχής προκρίνονται απέναντι στην αλλοτρίωση και τη πολυπλοκότητα των τωρινών καιρών. Βέβαια η κάθε χρονική περίοδος έχει και τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία, αλλά σχεδόν πάντοτε οι άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας εύλογα αναπολούν με ευχαρίστηση τα νεανικά τους χρόνια, σε αντιδιαστολή με τις δυσμές του βίου τους. Οι επόμενες δύο γραφές ανήκουν σ’ αυτή την ενότητα που αναφέραμε πιο πάνω.

Στην πρώτη με τον χαρταετό και τον κίνδυνο που διέτρεξε ο μικρός Νίκος μας παρέχονται και στοιχεία σχετικά με την μορφολογία της περιοχής.

Το εργοστάσιο που αναφέρεται ήταν στη συμβολή των σημερινών οδών Π. Μελά και 28ης Οκτωβρίου, κοντά στο σπίτι των Χριστόπουλων και προς τα δυτικά δεν υπήρχαν ακόμη τότε σπίτια, παρά μόνο χωράφια:

«Σύμερα με την εωρτή των χαρταετών θυμίθυκα τα πεδικά μου χρόνια, Μια φορά στα 1890 μαζευτίκαμε όλα τα πεδιά της γιτονιάς και κάναμε έναν αϊτό στεφανοτό μεγάλο. Επίραμε και σπάγγο γερό από εκείνο που ράβουν τα τσουβάλια και τον αμολάραμε απόξο από το εργοστάσιο του Χαράλαμπου του Μπελέση. Προς δηζμάς ήτανε όλα χοράφια, ήχε αγέρα μπουκαδούρα καλή, καλουμάραμε όλο το σπάγγο και τον έδεσα στη μέση μου για να μη μας φίγη. Εκή που χαζέβαμε και γελούσαμε φισάη έξαφνα ένας αγέρας και με πέρνη ζβάρνα απάνο από 100 μέτρα. Τα γιτονόπουλα ξεκαρδίστικαν στα γέλια ενό εμένα ήχε πάϊ η ψυχή μου στον άλο κόζμο. Κύριος ήδε πουϊχε ναμε πάη. Αλά ευτιχός, με πίρε χαμπάρι ο Παρίσης ο Αδαμόπουλος, ήχε εκή κοντά το μπακάλικο. Έτρεξε και μέπιασε και με γλίτοσε, ενό η πιτσιρίκη εξακολουθούσαν να γελούν και μόνον όταν έκοψε τον σπάγγο και έφιγε ο αϊτός τότε μπίξαν στης φονές που αναστατόθηκε όλη η γιτονιά, έγινε άφαντος. Κύριος ήδε που τον επίγε. Και από τότε δεν ξανακάναμε σινετερικό αϊτό».

ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Αλλά και στην επόμενη αφήγηση με το σκυλάκι που έδειχνε περίεργη συμπεριφορά και φόβιζε τα παιδάκια, νομίζοντάς το για στοιχιό, μας παρέχονται πληροφορίες για το νεκροταφείο του Βόλου εκείνη την εποχή, που προσδιορίζεται κάπου στα 1886-87. Αρχικά το χριστιανικό κοιμητήριο της πόλης ήταν στην παραλιακή περιοχή του Αναύρου, περίπου στο ύψος του νοσοκομείου, αλλά ο τούρκος ναύαρχος Χοβέρ Πασάς διέταξε την μεταφορά του μακριά από την ακτή, καθώς φοβόνταν μήπως οι «γκιαούρηδες», κρύψουν κανόνια και χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο που εισέπλεε για το Κάστρο του Βόλου!

Έτσι το 1865 το νεκροταφείο μεταφέρθηκε στο χώρο της σημερινής εκκλησίας της Αναλήψεως όπου κι έμεινε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1880 περίπου, τότε που ο μικρός Χριστόπουλος και η παρέα του τριγυρνούσαν στις αλάνες γύρω από την πόλη του Βόλου. Από τα πρώτα χρόνια της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος, άρχισαν οι ενέργειες μετεγκατάστασής του στον Ξηρόκαμπο, δηλαδή στο σημερινό παλαιό κοιμητήριο, στο τέλος της οδού Αναπαύσεως που λειτούργησε από τα 1886-87.

Η πρώτη, μικρή, εκκλησία της Ανάληψης εγκαινιάστηκε το 1896, η δε εκκλησία των παλαιοημερολογιτών που αναφέρεται είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου στη διασταύρωση των οδών Δημ. Γεωργιάδου και Δον. Δαλεζίου:

«Την Μεγάλη Πέμτη του 1962 επίγα στην Εκλησία των Παλεοημερολογιτών και θυμίθικα τα πεδικά μου χρόνια, πος ήταν ο Βόλος πρήν από 75 χρόνια. Τότε ήμουνα πεδάκη 7 χρονών, ήτανε το Νεκροταφείο εκή πουϊνε τόρα η εκλησία της Αναλίψεος. Όταν δεν ήχαμε σχολιό μαζευόμαστε πολλά πεδάκια και πιγέναμε και μαζεύαμε λουλούδια γιατή ήταν όλο χωράφια. Εκή λιπόν μες τα μνίματα εύγενε ένα σκιλάκη άσπρο και γίριζε γίρο γίρο, του δίναμε ψομή αλά δεν έτρογε. Δεν έτρογε ούτε γαύγιζε, μόνο που κουνούσε την ουρά. Το ζιγόναμε να το χαϊδέψουμε, δεν ήθελε ούτε χάϊδευμα ούτε τίποτε. Ήταν εκή χρόνια. Τότε αρχίσαμε και μής να φοβόμαστε και λέγαμε , άραγε ήνε σκιλάκη ή ήνε κανένας βουρβούλακας ή καμία καλή ψυχή; Και όταν καταργίθικε το Νεκροταφείο και το πίγαν στον Ξηρόκαμπο, χάθηκε και το σκιλάκη. Αυτή ήταν η ζωή του Βόλου πρήν 80 χρόνια».

Οι αναμνήσεις του Ν. Χριστόπουλου από το Βόλο του 1890, εκτός από ελκυστικές ιστορίες αποτελούν και πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την πόλη εκείνη την εποχή, που μετρούσε μόλις μια δεκαετία ελεύθερου βίου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου