Γρηγόρης Καρταπάνης: «Η εκτέλεσις των 18 εις το 6ον χιλιόμετρον»

γρηγόρης-καρταπάνης-η-εκτέλεσις-των-18-305160

ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Σε πολλά σημεία της πατρίδας μας συναντούμε μνημεία θυμάτων από την περίοδο της Κατοχής, που εκτελέστηκαν ομαδικά από τους Γερμανούς ως αντίποινα. Αθώα θύματα που πλήρωσαν αναίτια την απερίγραπτη βαρβαρότητα και την έμφυτη κτηνωδία του κατακτητή. Από τον κανόνα τούτο δεν μπορούσε, βέβαια, να απουσιάζει η περιοχή του Βόλου και της Μαγνησίας, όπου άλλωστε είχε εκδηλωθεί αξιόλογη αντιστασιακή δράση.

Αποκορύφωμα αυτών των ομαδικών εκτελέσεων, η εκατόμβη της Δράκειας που συμπεριλαμβάνεται στις πλέον πολυάριθμες της περιόδου 1941-1944, ενώ υπάρχουν και άλλες ανάλογες περιπτώσεις σε πολλά χωριά του Πηλίου και άλλων περιοχών του τόπου μας.

Λίγο έξω από την πόλη του Βόλου, στο ύψος περίπου του ανισόπεδου κόμβου της Βιομηχανικής Ζώνης, στα δεξιά του δρόμου Βόλου – Λάρισας, κάτω από το κρατικό ΚΤΕΟ, όλοι μας έχουμε προσέξει ένα ευρύχωρο μνημείο, που επίσης έχει σχέση με τις ομαδικές εκτελέσεις της μαύρης Κατοχής. Πρόκειται για τη δολοφονία, από τους κατακτητές, 18 αθώων Βολιωτών στις 3/9/1944, σε μια από τις τελευταίες αποτρόπαιες πράξεις τους πριν αποχωρήσουν, όταν αντιλαμβανόμενοι τον κλοιό που έσφιγγε, ενέτειναν την αγριότητά τους. Παλιότερα ο δρόμος περνούσε ακριβώς μπροστά από το μνημείο, ενώ τώρα προσεγγίζεται μετά την αναστροφή, στον κόμβο της βιομηχανικής, προς το νέο Δημοτικό Κοιμητήριο του Κούκου.

Ο περιφραγμένος χώρος του μνημείου είναι αρκετά ευρύς με προσεγμένο ευμεγέθη τοίχο που καλύπτει όλη την πλευρά απέναντι από την είσοδο κι εκεί αναγράφονται τα ονόματα των πεσόντων. Υπερυψωμένος με τέσσερις βαθμίδες, στις δύο του άκρες βαθμιδωτές λιθόκτιστες απολήξεις που ζώνουν το κεντρικό τμήμα στο οποίο υπάρχει στο μέσον του ευμεγέθης σταυρός και εκατέρωθεν αυτού δύο μαρμάρινες πλάκες με τα ονόματα. Τον σταυρό και τις πλάκες των ονομάτων επιστέφει η φράση: «Εις μνήμην των δολοφονηθέντων υπό των Γερμανών τη 3-9-1944». Στο αριστερό άκρο του μνημείου υπάρχει και άλλη πλάκα που γράφει: «Τη αρωγή του Δήμου Παγασών, 1945» μιας και ο Δήμος συμμετείχε ουσιαστικά στην κατασκευή του έργου.

Συνηθισμένη περίπτωση και δραματική σύμπτωση

Η εξιστόρηση των γεγονότων που οδήγησαν στη συγκεκριμένη ομαδική εκτέλεση σε πολλούς είναι γνωστή και σε άλλους, τους νεότερους, ίσως όχι, αλλά εκλαμβάνεται ως ιδιαίτερα τραγική, όπως άλλωστε όλες οι αντίστοιχες περιπτώσεις, που συνέβησαν σε κείνα τα μαύρα χρόνια. Το μεσημέρι της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα ανατίναξης αμαξοστοιχίας στην οποία επέβαινε ο κατοχικός Δήμαρχος Βόλου, Θρ. Παπασακελλαρίου (ο ίδιος γλίτωσε, αλλά υπήρξαν δυστυχώς αθώα θύματα), Γερμανοί και Εασαδίτες επιχείρησαν μπλόκο στη συνοικία των Παλαιών, σε μια ώρα που η αγορά έσφυζε από κίνηση.

Εύκολα απέκλεισαν την περιοχή και συγκέντρωσαν τον κόσμο στο μικρό πάρκο απέναντι από την παλιά λαχαναγορά, συλλαμβάνοντας τελικά 60 άτομα που τα μετέφεραν στις φυλακές της οδού Αλεξάνδρας με άγνωστες προθέσεις. Ολοι οι συλληφθέντες φοβόνταν βέβαια για το χειρότερο, αφού κανένας δεν γνώριζε κάτι συγκεκριμένο, ευελπιστούσαν όμως ότι ίσως επρόκειτο για μια από τις συνήθεις φυλακίσεις για εκφοβισμό που δυστυχώς συνοδεύονταν από ξύλο και βασανιστήρια. Ατυχώς, όμως, το απόγευμα της ίδιας μέρας γερμανική μοτοσικλέτα επέπεσε σε νάρκη των ανταρτών στο 6ο χιλιόμετρο της οδού Βόλου- Λάρισας με επακόλουθο να φονευθούν δύο στρατιώτες.

Το συμβάν εξόργισε τους Γερμανούς -τότε, στα τελευταία τους είχαν αγριέψει περισσότερο- και αποφάσισαν την εκτέλεση για αντίποινα είκοσι πολιτών στο ίδιο σημείο κατά την προσφιλή τους αναλογία 1 προς 10. Πράγματι, την επομένη το πρωί ξεχώρισαν είκοσι από τους εξήντα συλληφθέντες της προηγούμενης μέρας, τους φόρτωσαν σε καμιόνι και ξεκίνησαν, δίχως πάλι κανένας από αυτούς να γνωρίζει το τι επρόκειτο να συμβεί. Οι ελπίδες για εκτέλεση υποχρεωτικής εργασίας, έσβησαν, όταν έφθασαν στο σημείο της κατεστραμμένης μοτοσικλέτας με τους νεκρούς στρατιώτες και κατάλαβαν πλέον ότι τους μετέφεραν απλά για… εκτέλεση.

Συγκλονιστική μαρτυρία

Η περιγραφή των γεγονότων, τόσο κατά τη σύλληψη, τη φυλάκιση, τη μεταφορά, αλλά κυρίως των τραγικών στιγμών της εκτέλεσης, δίνεται με τον πλέον δραματικό τρόπο από τον ένα εκ των δύο διασωθέντων, Γιώργο Μαντίδη που κυριολεκτικά είδε το χάρο με τα μάτια του. Έζησε μέσα σε λίγα λεπτά όλη τη φρίκη και την αγωνία του θανάτου, αλλά ήταν γραφτό του να σωθεί. Η ενστικτώδης κίνησή του να τιναχτεί πίσω «νωρίτερα» από τον πυροβολισμό και να προσποιηθεί τον πεθαμένο παραμένοντας ακίνητος, γεμάτος από τα αίματα των διπλανών του, αλλά και τα δύο δικά του τραύματα, απέτρεψαν την χαριστική βολή που επίμονα έδιναν οι εκτελεστές σε όσους ψυχορραγούσαν ακόμη, παρατηρώντας με προσοχή ξανά και ξανά το ματωμένο ανθρώπινο κουβάρι. Αφού αποχώρησαν οι Γερμανοί σηκώθηκε και με πολύ κόπο προσέγγισε κάποιο καλύβι προς την περιοχή του Διμηνίου, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες για να μεταφερθεί αργότερα σε θεραπευτήριο στην ανταρτοκρατούμενη ζώνη της Οθρυς, όπου και έγινε καλά.

Η δραματική αφήγηση του Γ. Μαντίδη δημοσιεύτηκε σε τρείς συνέχειες στην εφ. Ταχυδρόμος στις 6,7 και 8 Απριλίου 1961, με τίτλο : «Από την Τραγωδίαν της Κατοχής. Η εκτέλεσις των 18 εις το 6ον χιλιόμετρων.

Το δράμα όπως το έζησαν και το αφηγούνται οι ως εκ θαύματος διασωθέντες δύο συμπολίται: Κυττώντας τις κάννες των Γερμανών, είδαμε τον θάνατο. Συνταρακτικαί, απίστευτοι λεπτομέρειαι». Εκτός από την ρεαλιστική κατάθεση του Μαντίδη, δημοσιεύεται και η αφήγηση του έτερου διασωθέντα, η διάσωση του οποίου υπήρξε σαφώς πιο ανώδυνη: ο Δ. Καϊτσής έφερε πάνω του γερμανικά έγγραφα ως τροφοδότης (οπωρολαχανικά) των Γερμανών και η επαγγελματική συνεργασία που είχε αποδείχτηκε σωτήρια αφού εξαιρέθηκε πριν το στήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Η μαρτυρία που δημοσιεύεται στην εφ. Ταχυδρόμος εμπεριέχεται και στο δίτομο έργο της Νίτσας Κολιού, «Αγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-44», Βόλος 1985, Τόμος Β’ σελ. 1175-1180.

Ανέγερση μνημείου

Σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση ο Δήμος Παγασών (Βόλου) συνέδραμε ουσιαστικά, προφανώς έπειτα από αίτημα των συγγενών των θυμάτων και άλλων φορέων, στην ανέγερση μνημείου στον τόπο της θυσίας. Διαβάζουμε σχετικά: «Διά την ανέγερσιν του μνημείου η Δημοτική Αρχή Παγασών έδειξε θερμόν, πράγματι ενδιαφέρον. Εκτός των άλλων διευκολύνσεων εις υλικά και μεταφορικά μέσα, κατά πρότασιν του Δημάρχου κ. Νικ. Παπαγεωργίου, διετέθη υπό του Δήμου και ποσόν 300.000 δραχμών…» (Ταχυδρόμος 26/9/1945).

Η ανταπόκριση υπήρξε άμεση και με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το τραγικόν συμβάν, πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στις 30 Σεπτεμβρίου 1945, δηλαδή ακριβώς πριν από 70 χρόνια.

Στις 26/9 δημοσιεύεται άρθρο στην εφ. Ταχυδρόμος, όπου προαναγγέλλονται τα εγκαίνια με σύντομη αναφορά στο χρονικό του γεγονότος. Περιλαμβάνεται όμως και εκεί η δραματική αφήγηση του διασωθέντα Γ. Μαντίδη, στην πρώτη της μορφή, ίσως λίγο πιο σύντομη από εκείνη του 1961.

Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πραγματοποιήθηκαν με κάθε επισημότητα την Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 1945 σε μια ιδιαίτερα συγκινητική τελετή όπου παραβρέθηκαν όλες οι τοπικές αρχές, φορείς της αντίστασης και άλλοι σύλλογοι, σωματεία κ.λ.π με τους εκπροσώπους τους και βέβαια οι συγγενείς των θυμάτων και πλήθος κόσμου, αφού λίγο πολύ όλοι είχαν βιώσει την τραγικότητα της σκλαβιάς.

Το σχετικό δημοσίευμα μας πληροφορεί:

«Την πρωίαν της Κυριακής εγένετο παρά το 6ον χιλιόμετρον της οδού Βόλου – Λαρίσης επιβλητική τελετή αποκαλυπτηρίων του ανεγερθέντος εκεί μνημείου και ακολούθως ετελέσθη μνημόσυνον υπέρ αναπαύσεως της ψυχής των 18 δολοφονηθέντων εκεί την 3ην Σεπτεμβρίου 1944 υπό των Γερμανών. Μια ανέκφραστος συγκίνησις είχε καταλάβει το πλήθος το οποίον έσπευσε να αποτίση φόρον τιμής προς τα θύματα της εκδικητικής μανίας των βαρβάρων κατακτητών και η αγανάκτησις, ο αποτροπιασμός, το μίσος εναντίον των κακούργων που εσκόρπισαν εις ολόκληρον την Ευρώπην το πένθος, την φρίκην και την καταστροφήν, είχον φθάσει εις το κατακόρυφον των. Η συγκίνησις του πλήθους εκορυφώθη όταν ο Δήμαρχος Παγασών κ. Ν. Παπαγεωργίου αίρων την κυανόλευκην σημαίαν απεκάλυψεν, ενώ η φιλαρμονική επαιάνιζε τον Εθνικόν Ύμνον, την μαρμαρίνην πλάκαν επι της οποίας ήσαν χαραγμένα τα ονόματα την υπέρ Πατρίδος θυσιασθέντων» (Ταχυδρόμος 2/10/1945).

Ακολούθησε η προσφώνηση του Δημάρχου καταθέσεις στεφάνων και αφού τελέστηκε το μνημόσυνο, ο διασωθείς Γ. Μαντίδης, με εντελώς νωπές τις τραγικές μνήμες,αφηγήθηκε τη συγκλονιστική του μαρτυρία.

Ολοκληρώνοντας, ας θυμηθούμε τα ονόματα των αθώων θυμάτων που μπόλιασαν κι αυτοί με το αίμα τους το δέντρο της λευτεριάς, όπως είναι γραμμένα στην αριστερή και δεξιά μαρμάρινη πλάκα:

Αλεξ. Κρητικόπουλος ετών 40, Χρηστ. Παπανικολάου 40, Δημ. Κωνσταντινίδης 30, Στερ. Μπίλιος 25, Ανεστ. Λουκίδης 38, Γεωρ. Χατζηβαϊνδιρλής 30, Πολ. Αρμάος 23, Αποστ. Τσόγκας 35, Δημ. Αγγελίδης 28, Νικ. Χειρογιώργος 30, Κων. Τσιπνής 30, Γεωρ. Φερτεκλίδης 28, Νικ. Μπέλλος 47, Βασ. Μπεκατώρος 23, Βασ. Δημάκης 25, Αριστ. Χαλμούσκης 30, Ιωαν. Στεφάνου 23, Χαρ. Μουταφίδης 43.

Το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αυτονόητο: η διατήρηση της ιστορικής μνήμης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου