Γρηγόρης Καρταπάνης: Συνεργασία δύο κορυφών, του Βασίλη Τσιτσάνη και του Στέλιου Καζαντζίδη

γρηγόρης-καρταπάνης-συνεργασία-δύο-κ-653086

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

Η αξία του έργου ενός συνθέτη, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα μουσικά κριτήρια, βεβαιώνεται και από την ποιότητα και την ερμηνευτική δυνατότητα των τραγουδιστών που το αποδίδουν. Ομοίως και το επίπεδο ενός ερμηνευτή, εκτός από τις εγνωσμένες φωνητικές ικανότητες, επικυρώνεται και από τις συνεργασίες με καταξιωμένους δημιουργούς, με αποτέλεσμα ανεπανάληπτες ερμηνείες σπουδαίων τραγουδιών που αντέχουν στο χρόνο.

Στην περίπτωση του Β. Τσιτσάνη παρατηρούμε, σε ό,τι αφορά τις εκτελέσεις, ένα ευρύ σύνολο κορυφαίων τραγουδιστών και τραγουδιστριών που απέδωσαν μοναδικά τις συνθέσεις του (Παγιουμτζής, Στελλάκης, Τσαουσάκης, Νίνου, Μπέλλου, Χασκίλ και για να θυμηθούμε του παλιότερους που έχουν και τις περισσότερες συμμετοχές) όπως και άλλων λιγότερο προβεβλημένων ερμηνευτών που η αξία τους γίνεται εύκολα αντιληπτή, όντας καταξιωμένοι στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Το ίδιο ισχύει και για τους συνεργαζόμενους μουσικούς.

Αν ο Β. Τσιτσάνης θεωρείται ο κορυφαίος δημιουργός του ρεμπέτικου – λαϊκού τραγουδιού, από την πλευρά των ερμηνευτών η αντίστοιχη κορυφή, χωρίς αμφισβήτηση, είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Και προκύπτει το ερώτημα σε κάποιον που ακούει, αλλά δεν έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το λαϊκό τραγούδι: Ως ποιο βαθμό εκτείνεται η συνεργασία των δύο κορυφών του λαϊκού πενταγράμμου; Ισως εκφραστεί και η ένσταση ότι δεν ταιριάζει το μουσικό ύφος των συγκεκριμένων προσωπικοτήτων του χώρου. Ακόμη η ευρύτερη μερίδα των φίλων – ακροατών του λαϊκού τραγουδιού μπορεί να γνωρίζει μόνο την επανεκτέλεση της Συννεφιασμένης Κυριακής από τον Στέλιο Καζαντζίδη το 1959, όπως και τρία – τέσσερα ακόμη τραγούδια του Τσιτσάνη που ακούγονται συχνά κι έχουν καταστεί διαχρονικά, όπως το «Ισως αύριο», το «Ασπρο πουκάμισο φορώ» και το χορευτικό «Το ξερά πως θα μου φύγεις» και λιγότερο ίσως άλλα τόσα. Ενδεχομένως δε πολλοί να μην ξέρουν και ότι ανήκουν στον Τσιτσάνη. Ομως ο Καζαντζίδης ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές τις δεκαετίας του ΄50 ερμηνεύοντας τραγούδια συνθετών του ρεμπέτικου (κυρίως του Γιάννη Παπαϊωάννου) και ως πρότυπό του είχε τον κορυφαίο εκτελεστή της εποχής Πρόδρομο Τσαουσάκη. Αν ακούσουμε τις πρώτες ερμηνείες του Στέλιου παρατηρούμε πως η φωνή του ακολουθεί το ύφος και τη χροιά του Πρόδρομου, σαν ένα σίγουρο δρόμο έως ότου διαμορφώσει και σφραγίσει τον προσωπικό του μοναδικό και ξεχωριστό ερμηνευτικό τρόπο. Επιπλέον ο Τσιτσάνης ως πολυτάλαντος κι ευφυής δημιουργός μπορούσε να συνθέσει μελωδία προσαρμοσμένη στο στυλ των ερμηνευτών με τους οποίους συνεργάζονταν. Συνοπτικά ο Καζαντζίδης τραγούδησε 36 τραγούδια του Τσιτσάνη, τα 16 από αυτά σε πρώτη εκτέλεση την περίοδο 1956-1963. Από τα υπόλοιπα, τα 9 τα επανεκτέλεσε από το 1959 ως το 1965 (ένα μάλιστα δύο φορές) και τα άλλα 11 μετά το θάνατο του συνθέτη (1984) και τη δική του επιστροφή στη δισκογραφία το 1987, έπειτα από τη δωδεκάχρονη σιωπή του, λόγω του δεσμευτικού συμβολαίου με συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρία.

Ας δούμε αναλυτικά τη μελωδική συνεύρεση των δύο κορυφών του λαϊκού τραγουδιού.

16 τραγούδια σε πρώτη Εκτέλεση (1956-1963)

Στα μέσα του 1984, λίγους μήνες μετά την αποδημία του Τσιτσάνη, κυκλοφόρησε ο δίσκος: «Ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδά Βασίλη Τσιτσάνη» στον οποίο περιλαμβάνονται τα 16 τραγούδια που ερμηνεύτηκαν σε πρώτη εκτέλεση από το 1956 ως το 1963. Στο αναλυτικό σημείωμα στο οπισθόφυλλο του δίσκου, από τον επιμελητή – παραγωγό της συγκεντρωτικής έκδοσης Δημ. Ράνιο, καταχωρούνται τα στοιχεία των πρώτων ηχογραφήσεων. Η συνεργασία Τσιτσάνη – Καζαντζίδη άρχεται με το τραγούδι «Κατάδικος για πάντα» στις 7/2/1956. Η πρωτοτυπία εδώ είναι στην απαγγελία της εισαγωγής από τον συνθέτη με μουσική υπόκρουση. Ακολουθούν την ίδια χρονιά άλλες δύο ηχογραφήσεις: «Στο ίδιο σταυροδρόμι» (30/10) και το γνωστό «Ασπρο πουκάμισο φορώ» (1/12). Τον επόμενο χρόνο η συνεργασία των δύο πλευρών καθίσταται ευρύτερη καθώς ηχογραφούνται συνολικά 8 τραγούδια: «Τα αντράκια», σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και «Εσύ βρε παλιοκόριτσο» σε στίχους Κώστα Μάνεση (19/3/1957), «Που θα μείνω απόψε» (14/5), «Η ρεζέρβα» σε στίχους πάλι της Παπαγιαννοπούλου και «Το κόκκινο μαντήλι» σε στίχους του συνθέτη και του Ν. Λούπα (27/6), «Κατηγορούμενο κορμί», «Ακόμα και στην κόλαση», «Πεθαίνω για το δίκιο μου»,στις (5/11), τα δύο τελευταία σε στίχους Δημήτρη Γκούτη. Το 1958 έχουμε άλλες τρεις εκτελέσεις: «Πάρε το δάκρυ μου βοριά»,πάλι σε στίχους Δ. Γκούτη (1/2), το γνωστότατο «Ισως αύριο» και «Μαύρισε ο ουρανός» στις (3/6/1958). Ακολουθεί μια περίπου πεντάχρονη διακοπή και στις 14/3/1963 ηχογραφούνται άλλα δύο τραγούδια με τα οποία ολοκληρώνονται οι ερμηνείες σε πρώτη εκτέλεση: «Το ‘ξερα πως θα μου φύγεις» και «Κλάψε σήμερα καρδιά μου». Το γιατί δεν υπήρξε συνέχεια παραμένει, τουλάχιστον σε μας, άγνωστο. Ακούγοντας όλα τα παραπάνω τραγούδια διαπιστώνουμε πως τα περισσότερα, εκτός από δύο-τρία, είναι γραμμένα πάνω στο χαρακτηριστικό «πονεμένο» ύφος του κορυφαίου ερμηνευτή. Κάποια δε, όπως το «Ασπρο πουκάμισο φορώ» και το «Ισως αύριο» θεωρούνται από τα πλέον γνωστά «Καζαντζιδικά» κομμάτια. Ολα τους είναι ζεϊμπέκικα εκτός από ένα και ερμηνεύονται μόνο από τον Καζαντζίδη, εκτός από τρία που τον συνοδεύουν η Πόλυ Πάνου και η Μπέμπα Φινέτη.

Επανεκτελέσεις 1959-1965

Αφότου το 1958 σταμάτησε προσωρινά η προηγούμενη τρίχρονη συνεργασία Τσιτσάνη Καζαντζίδη σε επίπεδο πρώτων εκτελέσεων κι έως ότου υπάρξει η νέα σύντομη συνάντησή τους το 1963, μεσολάβησαν ορισμένες επανεκτελέσεις γνωστών τραγουδιών του συνθέτη, αρχής γενομένης με τον ύμνο του λαϊκού τραγουδιού, την «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1959), όπου ο Καζαντζίδης την ερμηνεύει ανεπανάληπτα συνοδευόμενος από την Μαρινέλλα και την Γιώτα Λύδια. (α’ εκτέλεση, 1948, Τσαουσάκης – Μπέλλου). Ταυτόχρονα ξανατραγουδά με την ίδια συνοδεία και τα «Καβουράκια» (1952 Μπίνης, Μπέλλου, Τσιτσάνης, Τατασόπουλος). Η ερμηνεία της «Συννεφιασμένης Κυριακής» από τον Καζαντζίδη, νομίζω πως είναι και η περισσότερο γνωστή έως σήμερα. Το 1962 ο κορυφαίος ερμηνευτής τραγουδά σε επανεκτέλεση 4 τραγούδια του Τσιτσάνη: «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι» (1949, Τσαουσάκης Νίνου), «Μπαξέ τσιφλίκι» με β’ φωνή τον μπουζουξή του Γιαννάκη Αγγέλου (1946 Παγιουμτζής-Τσιτσάνης), «Κάποια μάνα αναστενάζει» (1947, Χασκίλ-Τσιτσάνης-Βαμβακάρης με τους στίχους να συνυπογράφουν ο συνθέτης και ο Μπάμπης Μπακάλης) και «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» που είχε τραγουδήσει την ίδια εποχή και ο Πάνος Γαβαλάς.

Μετά το 1963 και τις δύο τελευταίες ηχογραφήσεις τραγουδιών του Τσιτσάνη σε πρώτη εκτέλεση, ο Καζαντζίδης επανέρχεται το 1965 σε επανεκτελέσεις τραγουδιών του ίδιου συνθέτη. Με την συνοδεία τώρα της Μαρινέλλας, ξανατραγουδά το «Μπαξέ τσιφλίκι» και ακόμη: «Ο Νικόλας ο ψαράς» (1949 Τσαουσάκης – Νίνου – Τσιτσάνης – στίχοι Γιώργου Μητσάκη), «Αντιλαλούνε τα βουνά» (1950, Νίνου-Ευσταθίου – Τσιτσάνης) και «Φέρτε μου να πιώ», το γνωστό ως «Ξημερώνει και βραδιάζει» (1949, Νίνου-Τσαουσάκης -Τσιτσάνης), όλα με την συνοδεία της Μαρινέλλας. Εδώ ολοκληρώνεται η συνεργασία Τσιτσάνη -Καζαντζίδη όσο ακόμα ζούσε ο συνθέτης και η χρονολογία, (1965) συμπίπτει με ένα σημαντικό χρονικό σημείο στην καριέρα του ερμηνευτή: Την οριστική αποχώρησή του από τα πάλκα τον νυχτερινών κέντρων.

Μετά τη δωδεκάχρονη σιωπή

Το 1987 ο Καζαντζίδης επανακάμπτει στη δισκογραφία, έπειτα από την δωδεκάχρονη διαμάχη του με την εταιρεία Μίνως. Αφού ηχογραφεί δύο προσωπικούς δίσκους στα 1987-88, την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ένα διπλό άλμπουμ με παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια και τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο,τι δεν είπα»,προφανώς εκπληρώνοντας την επιθυμία του να ερμηνεύσει ο ίδιος κομμάτια που αγαπούσε, τον εξέφραζαν και ήθελε να είχε τραγουδήσει. Από τα 21 τραγούδια του διπλού δίσκου τα 6 ανήκουν στο Βασίλη Τσιτσάνη, περισσότερα από κάθε άλλο συνθέτη στην συγκεκριμένη έκδοση. Αυτά με την σειρά που εμπεριέχονται είναι:

  1. «Αραπίνες». Οριεντάλ, σύνθεση της Κατοχής σε α’ εκτέλεση το 1946 με τον Φ. Πολυμέρη και τον συνθέτη, ενώ υπήρξε και δεύτερη εκδοχή με τον Στελλάκη Περπινιάδη και την Ιω. Γεωργακοπούλου.
  2. «Το παλιόσπιτο». (1950, Τζουανάκος – Νίνου και άλλη εκτέλεση με Παγιουμτζή -Τσιτσάνη)
  3. «Πλήγωσέ με όσο θέλεις». (1951, Τσαουσάκης. Αναγράφεται ως σύνθεση δική του αλλά είναι βέβαια του Τσιτσάνη που παραχώρησε τα δικαιώματα δημιουργού στον ερμηνευτή, κάτι που συνέβαινε τότε).
  4. «Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα» (1950, Τσαουσάκης).
  5. «Μπρος το ρημαγμένο σπίτι» (1947, Τσαουσάκης).
  6. «Γιατί με ξύπνησες πρωί» (1948, Τσαουσάκης, Γεωργακοπούλου, Τσιτσάνης).

Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1997 ο Καζαντζίδης ηχογραφεί το άλμπουμ «Αφιέρωμα», πάλι με παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια που ο ίδιος τραγουδά σε δίσκο για πρώτη φορά. Κι εδώ από το σύνολο των 12 τραγουδιών τα 5 ανήκουν στον Τσιτσάνη. Να σημειωθεί ότι εδώ αναφέρονται και οι πρώτες εκτελέσεις αυτών των κομματιών.

Η προτίμηση και στους δύο δίσκους, των τραγουδιών του Τσιτσάνη δείχνει την υπόληψη που είχε ο ερμηνευτής για τον συνθέτη και το έργο του.

  1. «Της γερακίνας γιος» (στίχοι Κώστα Βίρβου, ερμηνευμένο από το συνθέτη και την Λιζέτα Νικολάου το 1975 στο δίσκο «Σκοπευτήριο»)
  2. «Σαν απόκληρος γυρίζω». (1951, Μπέλλου)
  3. «Σε διώξαν από την Κοκκινιά». (στίχοι Νίκου Μάθεση, 1950 Τσαουσάκης –Στάμου).
  4. «Η φωτιά».(1950, Τσαουσάκης).
  5. «Πέφτουν τις βροχής οι στάλες» (1947, Τσαουσάκης – Γεωργακοπούλου).

Παρατηρώντας τις αρχικές ηχογραφήσεις των τραγουδιών και στους δύο παραπάνω δίσκους βλέπουμε ότι τα 8 από τα 11 τραγούδια του Τσιτσάνη έχει πρωτοερμηνεύσει ο Πρόδρομος Τσαουσάκης που αποτέλεσε το πρότυπο του Καζαντζίδη στις απαρχές τις σταδιοδρομίας του. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις προηγούμενες επανεκτελέσεις της περιόδου 1959-1965. Προφανώς η επιλογή των συγκεκριμένων τραγουδιών δεν υπήρξε καθόλου τυχαία. Πέρα από τα όποια άλλα κριτήρια και την εκτίμηση προς τον συνθέτη, προτιμήθηκαν από τον Καζαντζίδη και λόγω του ερμηνευτή που τα τραγούδησε για πρώτη φορά.

Τσιτσάνης και Καζαντζίδης είναι οι δύο κορυφές του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο καθένας έθεσε το δικό του, αξεθώριαστο, στίγμα στο χώρο ,μέσα από την εντυπωσιακή προσωπική του διαδρομή και δημιουργία. Η συνεργασία τους μπορεί να μην υπήρξε ιδιαίτερα ευρεία, σε επίπεδο πρώτων εκτελέσεων τουλάχιστον (για αυτό και συμπληρώνεται από ευάριθμες επανεκτελέσεις), φέρει όμως την σφραγίδα και των δύο, καθιστώντας τη μοναδική και διαχρονική.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου